Τώρα που έληξε η απεργία πείνας του Αλέκου Γιωτόπουλου είναι ο κατάλληλος χρόνος να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους. Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τους αρουραίους που βγαίνουν από κάποιους υπονόμους των Εξαρχείων και σαν κοινοί προβοκάτορες «ψιθυρίζουν» διάφορα σε βάρος εκείνων που κράτησαν μια στάση πολιτικής αποστασιοποίησης από αυτή την απεργία πείνας. Με τέτοιους ανθρώπους δεν μπορούμε να κάνουμε διάλογο, τέτοιες πρακτικές δεν μπορούμε να τις επικυρώσουμε, ούτε και έμμεσα. Μπορούμε να συζητήσουμε μόνο ανοιχτά μέσα στο κίνημα, με πολιτικούς όρους και όχι με όρους κουτσομπολιού, λασπολογίας και προβοκάτσιας.
Επειδή, λοιπόν, και μέσα στο κίνημα αλληλεγγύης προκλήθηκαν μια σειρά προβλήματα, επειδή ανοίχτηκαν μια σειρά ζητήματα και επειδή αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να κουκουλώνονται, αλλά να βγαίνουν στον καθαρό αέρα, όπως λέει ένας πολύ αγαπητός σύντροφος, παίρνουμε εμείς την πρωτοβουλία να ανοίξουμε και αυτή τη συζήτηση.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τους πολιτικούς κρατούμενους και την έννοια της αλληλεγγύης σ’ αυτούς.
♦ Ο πολιτικός κρατούμενος είναι κάτι το ξεχωριστό από τον κοινό κρατούμενο. Είναι πολιτικό υποκείμενο. Παράγει πολιτική με τις ιδέες του, με τη στάση του, με τη συμπεριφορά του στη φυλακή, με τις πράξεις και τις παραλείψεις του, με όλα όσα εκπέμπει προς τα έξω. Γιατί ο πολιτικός κρατούμενος δεν έχει ούτε ιδιωτική ζωή. Είναι εκτεθειμένος στη δημοσιότητα, ακόμα και στις πιο ιδιωτικές στιγμές, εκείνες που οι άνθρωποι έξω από τη φυλακή μπορούν να προστατεύουν. Οπως κάθε πολιτικό υποκείμενο, έτσι και ο πολιτικός κρατούμενος είναι αντικείμενο ελέγχου και κριτικής. Από ολόκληρη την κοινωνία, από τον ταξικό αντίπαλο, από τα κινήματα, από τους συντρόφους, φίλους και συμπαραστάτες του. Δεν έχει καμιά πολιτική ασυλία επειδή συμβαίνει να είναι κρατούμενος. Ως πολιτικό πρόσωπο έχει τις ίδιες ιδιότητες με όλα τα άλλα πολιτικά πρόσωπα.
♦ Το ελάχιστο που μπορούμε να απαιτήσουμε από τους πολιτικούς κρατούμενους είναι να συμπεριφέρονται ως πολιτικά πρόσωπα. Να χτίζουν μέσα στη φυλακή μια μικρή κοινωνία στηριγμένη στις αρχές και τα οράματα του επαναστατικού κινήματος. Μια κοινωνία συλλογικότητας και αλληλεγγύης, που δεν θα εξαφανίζει τις όποιες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, αλλά θα βάζει αυτές τις διαφορές κάτω από το κοινό μέτωπο, τον κοινό αγώνα ενάντια στον ταξικό αντίπαλο.
♦ Ο πολιτικός κρατούμενος είναι υπεύθυνος και για το «πολιτικό περιβάλλον» του. Οι πράξεις όσων αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σ’ αυτόν αντανακλούν στον ίδιο. Οφείλει να παίρνει θέση απέναντι σ’ αυτές και να οριοθετείται πολιτικά απέναντι σε κάθε ατομική ή συλλογική κίνηση που χρησιμοποιεί το όνομά του, την υπόθεσή του. Πολιτική ανευθυνότητα δεν νοείται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
♦ Το κίνημα αλληλεγγύης είναι ένα πολιτικό κίνημα. Δεν είναι σύλλογος βοήθειας φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Δομείται αποκλειστικά με πολιτικά κριτήρια. Κάθε άλλη αντίληψη γι’ αυτό, κάθε ηθικολογία είναι απορριπτέα. Και επειδή μιλάμε για πολιτικούς κρατούμενους λόγω επαναστατικής-ανατρεπτικής δράσης (ανεξάρτητα αν έχουν αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτή ή αν απλώς τους αποδόθηκε από το κράτος), το κίνημα αλληλεγγύης σ’ αυτούς δεν μπορεί παρά να είναι ένα επαναστατικό-ανατρεπτικό κίνημα. ‘Η -για να ακριβολογήσουμε- δεν μπορεί παρά να είναι ένα κομμάτι, μια συνιστώσα του κινήματος της επαναστατικής ανατροπής.
♦ Ενα πολιτικό γεγονός (π.χ. μια απεργία πείνας) δεν μπορείς να το βλέπεις απομονωμένο. Εχει το πολιτικό του πλαίσιο, έχει την «ιστορία» του. Πρέπει, λοιπόν, να το τοποθετήσεις μέσα σ’ αυτό το πολιτικό πλαίσιο και να το κρίνεις συνολικά και όχι απομονωμένο και αποσπασματικά.
Οταν συνελήφθη ο Αλ. Γιωτόπουλος αρνήθηκε κάθε σχέση του με τις κατηγορίες που του «κόλλησε» η «αντιτρομοκρατία» και κατήγγειλε πως όλα ήταν αποτέλεσμα μιας σκευωρίας, που ενορχηστρώθηκε από τους Αμερικάνους, όχι μόνο επειδή η προσωπική του πολιτική διαδρομή τον καθιστούσε ευάλωτο (αντιστασιακός στην περίοδο της χούντας, ιδιώτευσε στα χρόνια της μεταπολίτευσης), αλλά και επειδή έτρεφαν και ένα ειδικό μίσος για το πρόσωπό του, επειδή είχε βάλει βόμπα στην αμερικάνικη πρεσβεία στην περίοδο της δικτατορίας. Η οριοθέτησή του απέναντι στην Ε.Ο. 17Ν, της οποίας κατηγορούνταν ως «αρχηγός» και (από νομική άποψη) ως ηθικός αυτουργός όλων των ενεργειών της, έγινε αρχικά με μια συνέντευξη στην εφημερίδα «Λαμιακός Τύπος» και στη συνέχεια στη δίκη, όπου κωδικοποιήθηκε στη φράση «δεν συμφωνώ, αλλά δεν καταγγέλλω». Μεταξύ «Λαμιακού Τύπου» και δίκης υπήρξε μια σαφής διολίσθηση, όμως αυτή δεν έπαιξε κανένα ρόλο για τη στάση του κινήματος αλληλεγγύης απέναντί του. Το κίνημα στήριξε τον Γιωτόπουλο στη βάση της υπερασπιστικής γραμμής που ο ίδιος επέλεξε, καταγγέλλοντας τους μηχανισμούς της «αντιτρομοκρατίας». Περιττεύει να πούμε ότι η «Κ» πρωταγωνίστησε σ’ αυτό, γιατί οι αναγνώστες της το γνωρίζουν πολύ καλά.
Μετά τη δίκη, άρχισε μια πορεία αποστασιοποίησης του Α. Γιωτόπουλου και από το κίνημα αλληλεγγύης και από τους συγκατηγορούμενους και συγκρατούμενούς του. Μια πορεία που ελάχιστους μήνες μετά το τέλος της δίκης κορυφώθηκε με τη δημιουργία της «Επιτροπής για την απελευθέρωση του Αλ. Γιωτόπουλου» από ένα στενό κύκλο συμπαραστατών του. Μιας επιτροπής που δεν έθεσε στον εαυτό της το καθήκον να βοηθήσει «τεχνικά» στον τομέα της οργάνωσης της υπεράσπισης του συγκεκριμένου πολιτικού κρατούμενου, αλλά να παράξει πολιτικό λόγο, διαχωρίζοντας τους πολιτικούς κρατούμενους σε «αθώους» και «ενόχους» (αυτοί που ανέλαβαν πολιτική ευθύνη) και κάνοντας ως κύριο θέμα τη διεκδίκηση μιας «δίκαιης δίκης». Αλλωστε, ο διαχωρισμός από το κίνημα αλληλεγγύης και η ανάδειξη σε ιδιαίτερο πολιτικό καθήκον της υπεράσπισης ενός μόνο από τους πολιτικούς κρατούμενους αποτελεί αφ’ εαυτής μια πράξη διάσπασης, η οποία ουδέποτε εξηγήθηκε, μολονότι στις διαδικασίες του κινήματος ζητήθηκαν εξηγήσεις.
Η επιλογή της ατομικής-χωριστικής διαδρομής οδήγησε σε εκδηλώσεις ξένες προς την πολιτική ηθική που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα κίνημα αλληλεγγύης με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω. Οπως η από μικροφώνου τοποθέτηση κάποιας κυρίας σε εκδήλωση της εν λόγω Επιτροπής στο Βύρωνα, ότι οι αθώοι πρέπει να απαλλαγούν και οι ένοχοι πρέπει να δικαστούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν. Τοποθέτηση που δεν κριτικαρίστηκε από κανέναν από τους διοργανωτές. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, το κίνημα αλληλεγγύης να συμβαδίσει με μια τέτοια Επιτροπή, που αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο πέρα από το στόχο που θέτει ο τίτλος της;
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το περιβόητο πλέον άρθρο Βεζύρογλου στην «Ελευθεροτυπία», που στο όνομα της υπεράσπισης της αθωότητας του Γιωτόπουλου έριξε κουβάδες λάσπης στις προσωπικότητες των Δ. Κουφοντίνα και Σ. Ξηρού. Οι «εντός των τειχών» γνωρίζουν πολύ καλά πως άνθρωποι από το κίνημα αλληλεγγύης προσπάθησαν να σταματήσουν αυτή την αθλιότητα. Ομως, ένας μικρός πυρήνας από τους υπερασπιστές του Γιωτόπουλου, που αποκαλύφτηκε τελικά ότι πατρονάριζε αυτή την κίνηση, πίσω από την πλάτη της ίδιας της Επιτροπής, δεν δέχτηκε ούτε ν’ ακούσει. Το άρθρο δημοσιεύτηκε, υπήρξε -φυσικά- απάντηση, το ραγισμένο γυαλί έσπασε τελείως. Ο Αλ. Γιωτόπουλος σιώπησε και σιωπά ακόμα και σήμερα. Στην Επιτροπή ακόμα και ένα κείμενο χλιαρής καταγγελίας, που μάλιστα κρατούσε ίσες αποστάσεις από το άρθρο Βεζύρογλου και την απάντηση που έδωσαν μέλη του κινήματος αλληλεγγύης, δεν έγινε κατορθωτό να υιοθετηθεί από την Επιτροπή. Ετσι, η εκτόξευση της λάσπης έμεινε και το χάσμα έγινε αγεφύρωτο. Η πλευρά Γιωτόπουλου το δημιούργησε, αυτή επέλεξε να το διευρύνει.
Δεν πρόκειται για αστοχίες ή λάθη. Πρόκειται για μια συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία αδιαφορεί για οτιδήποτε άλλο και οποιονδήποτε άλλο πέραν του Γιωτόπουλου και της υπόθεσής του. Είναι ένας ατομικός δρόμος, που αναζητά τομές με την αστική κοινωνία, με το σύστημα εξουσίας. Για να προλάβουμε την ένσταση ότι είμαστε υπερβολικοί, παραθέτουμε κάποιες δηλώσεις :
«Μπορεί να ονομαστεί σαν δίκη αντισυστημικών πολιτικών αντιπάλων και αυτή η δίκη έγινε με τους κανόνες που στην Ελλάδα έγιναν και στο παρελθόν τέτοιες δίκες».
Γ. Ραχιώτης, στην «Κόντρα» μετά το τέλος της δίκης («Κ», 13.12.03)
«Δεν ήταν δίκαιη δίκη, ούτε καν δίκη. Ηταν ένα θέατρο. Νομίζω ότι σε σχέση μ’ εμένα η ποινή είναι υπαγορευμένη από τους Αμερικανούς… Νομίζω ότι η απόφαση αυτή ήταν κατευθείαν από τους Αμερικανούς και αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει βέβαια ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης».
Α. Γιωτόπουλος, δήλωση αμέσως μετά την εκφώνηση των ποινών (17.12.03)
«Ελπίζουμε η νέα κυβέρνηση να μη νιώθει δεσμευμένη από το εξαιρετικό καθεστώς που της κληροδότησε η προηγούμενη και να πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διεξαχθεί μια τίμια δίκη, καταργώντας τις ad hoc ρυθμίσεις, ιδίως αυτές που φαλκιδεύουν την αδιάβλητη επιλογή των δικαστών και την άμεση δημοσιότητα της δίκης».
Γ. Ραχιώτης, συνέντευξη στα «Νέα», (22.11.04)
«Στη σημερινή Γερμανία, σε ανάλογες δίκες, με στοιχεία του ίδιου τύπου, τα Δικαστήρια δεν δίστασαν να αθωώσουν έναν Αραβα κατηγορούμενο για συνέργεια στην επίθεση ενάντια στους δίδυμους πύργους, αλλά και τον Βάινριχ. Αλλά η Γερμανία οικοδόμησε μεταπολεμικά τη δικαιοσύνη της σε υγιείς δημοκρατικές βάσεις, ενώ στη Δημοκρατία μας τριάντα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, η Δικαιοσύνη μας, στις ανώτερες βαθμίδες της, στελεχώνεται στις καίριες θέσεις από δικαστικούς λειτουργούς που υπηρέτησαν τη χούντα. Είναι φυσικό να θέλουν να συντρίψουν κάποιον που έκανε αντίσταση στη Δικτατορία».
Α. Γιωτόπουλος, δήλωση (13.10.2004)
Η διολίσθηση πλέον είναι προφανής. Τα περί «αντισυστημικών πολιτικών αντιπάλων» και «απόφασης υπαγορευμένης από τους Αμερικάνους» έχουν πάει περίπατο. Πλέον υπάρχει μόνο ο κατηγορούμενος Γιωτόπουλος απέναντι σε μια «χούντα δικαστών». Δεν υπάρχει μια ομάδα πολιτικών κρατούμενων, ένα κίνημα αλληλεγγύης, ένας κοινός στόχος. Υπάρχει ένα κραυγαλέο άνοιγμα προς την αστική δημοκρατία, προς τον αστικό κόσμο. Κουβέντες όπως αυτές για τη «δημοκρατική Γερμανία» δεν ξεφεύγουν τυχαία από έναν πολιτικοποιημένο άνθρωπο, πόσο μάλλον από έναν αριστερό. Ακόμα κι αν αγνοούσε τα «μολυβένια χρόνια», το Σταμχάιμ, τα έκτακτα στρατοδικεία, τις συλλήψεις και καταδίκες ακόμα και συνηγόρων υπεράσπισης των «τρομοκρατών», που δεν τα αγνοούσε, δεν μπορεί να ξέχασε τις συνεχείς αναφορές του προέδρου Μαργαρίτη στο αντιδημοκρατικό δικαστικό καθεστώς που επιβλήθηκε στη Γερμανία και την Ιταλία, το οποίο αντιπαρέβαλε με τη δημοκρατική δίκη που αυτός διηύθυνε.
Ο καθένας μπορεί να αξιολογήσει πολιτικά αυτή τη διολίσθηση και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Το κίνημα αλληλεγγύης δεν είχε κανένα λόγο να καθορίσει τη στάση του σε σχέση μ’ αυτή. Εχει από την πρώτη στιγμή διακηρύξει ότι θα στηρίξει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, με βάση την υπερασπιστική τους γραμμή, φτάνει αυτή να μην στηρίζεται στη συνεργασία με το κράτος και να μη στρέφεται σε βάρος συγκατηγορούμενων. Να μην απαξιώνει και λασπολογεί. Να οριοθετείται έναντι του κράτους και όχι έναντι συγκατηγορούμενων. Είχε κάθε λόγο να μετράει τη βεζυρόγλεια λάσπη η οποία ήταν ακόμα εξαιρετικά νωπή.
Φτάσαμε έτσι στον αγώνα ενάντια στις συνθήκες κράτησης, κορύφωση του οποίου υπήρξε η απεργία πείνας. Η πλευρά Γιωτόπουλου είχε ήδη διαφοροποιηθεί στη φάση των παραστάσεων των συνηγόρων στο υπουργείο Δικαιοσύνης, αρνούμενη το αίτημα της αποκατάστασης συνθηκών κράτησης ίδιων μ’ αυτές των υπόλοιπων κρατούμενων και προωθώντας τα επιμέρους αιτήματα της διεύρυνσης του προαυλίου και της ελεύθερης πρόσβασης στους κοινόχρηστους χώρους της φυλακής. Γεγονός που δεν έγινε ευρέως γνωστό, αφού εκείνο που κυριάρχησε ως κοινός τόπος ήταν το αίτημα για κατάργηση του ειδικού καθεστώτος κράτησης των πολιτικών κρατούμενων.
Η κυλιόμενη ως προς την έναρξή της απεργία πείνας των πολιτικών κρατούμενων, με πρώτο τον Δ. Κουφοντίνα, ξεκίνησε στις 18 Σεπτέμβρη. Ο Α. Γιωτόπουλος μπήκε σ’ αυτή τελευταίος, στις 16.10.04, χωρίς μέχρι τότε να έχει κάνει καμιά δήλωση. Είχαν προηγηθεί οι Χρ. Ξηρός στις 25.9, Η. Κωστάρης στις 2.10, Σ. και Β. Ξηρός στις 8.10 και Χρ. Τσιγαρίδας στις 12.10. Στη δήλωση που έκανε ξεκινώντας (είναι η ίδια που περιέχονται και τα περί δημοκρατικής Γερμανίας) δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον αγώνα που βρισκόταν σε εξέλιξη, στον Δ. Κουφοντίνα που ήδη είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο, στο κίνημα αλληλεγγύης που προσπαθούσε να ταρακουνήσει την κοινωνία έξω από τη φυλακή.
Στις 18.10 και αφού η κυβέρνηση είχε κάνει ήδη δυο υποχωρήσεις (είχε αφαιρέσει το δικτυωτό της οροφής στο προαύλιο και στη συνέχεια το πλαϊνό δικτυωτό, καταργώντας έτσι το κλουβί), οι πολιτικοί κρατούμενοι σταμάτησαν την απεργία πείνας, επειδή η υγεία του Δ. Κουφοντίνα είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Στις δηλώσεις που έκαναν (πρακτικά δεν μπορούσαν να βγάλουν κοινή δήλωση, γιατί δεν βρίσκονταν όλοι στον ίδιο χώρο) σημείωναν ότι η κυβέρνηση έκανε κάποιες επιμέρους υποχωρήσεις, ότι το μεγάλο κέρδος ήταν ότι το θέμα ανοίχτηκε στην ελληνική κοινωνία και πήρε έκταση και ότι ο αγώνας για την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος συνεχίζεται. Ο τελευταίος που μπήκε στην απεργία πείνας πριν τον Γιωτόπουλο, ο Χρ. Τσιγαρίδας, σημείωνε χαρακτηριστικά, ότι θα ήθελε να συνεχίσει, όμως πρέπει να ακολουθήσει κοινή στάση με όλους τους υπόλοιπους, γιατί το πιο σημαντικό είναι να γίνονται αυτοί οι αγώνες με ενότητα. Από τη στιγμή που ήταν επιβεβλημένο να σταματήσει ο Κουφοντίνας, έπρεπε να σταματήσουν και όλοι οι υπόλοιποι.
Ο Α. Γιωτόπουλος αποφάσισε να συνεχίσει. Στην πραγματικότητα ξεκίνησε μια δική του απεργία πείνας, απαξιώνοντας την προηγούμενη. Η δήλωση που έκανε στις 20.10 είναι χαρακτηριστική. Κατήγγελνε ότι δεν έγινε τίποτα, ότι η αφαίρεση του κλουβιού δεν είναι ουσιαστικό ζήτημα και έθετε το θέμα της διεύρυνσης του προαυλίου και της πρόσβασης στη βιβλιοθήκη μαζί με την κατάργηση του καθεστώτος απομόνωσης. Για το κίνημα αλληλεγγύης δεν βρήκε δυο λέξεις, ενώ ειδική αναφορά είχε μόνο για τους άλλους κρατούμενους των φυλακών.
Τότε έγινε σαφές ότι πρόκειται για μια ακόμα διασπαστική κίνηση, που σκοπό είχε να πλήξει τον αγώνα που είχε προηγηθεί και τις κατακτήσεις που αυτός είχε. Οι συμπαραστάτες της Επιτροπής το έκαναν ακόμα πιο σαφές όταν λίγες μέρες αργότερα δήλωναν σε συνέντευξη Τύπου ότι «άλλοι μιλούν για επιμέρους ζητήματα (π.χ. κάποια κάγκελα) και άλλοι θέτουν προβλήματα επί της ουσίας (άδικη δίκη, τρομονόμος, καθεστώς απομόνωσης)» («Ελευθεροτυπία», 9.11.04). Τι ειρωνεία! Στις 21.11.04 ο Α. Γιωτόπουλος σταμάτησε την απεργία πείνας σημειώνοντας ότι η συνένωση των προαυλίων στις γυναικείες φυλακές «ώστε να μπορούμε τουλάχιστον να κάνουμε λίγα βήματα είναι μια μικρή βελτίωση που όμως δεν αίρει το καθεστώς απομόνωσης». Δηλαδή, επικαλέστηκε ως μικρή βελτίωση κάτι πολύ πιο έλασσον απ’ αυτό που είχε ήδη κατακτηθεί και το οποίο είχε απαξιώσει.
Εδώ, λοιπόν, υπάρχει ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα. Ενα πρόβλημα όχι απλά απαξίωσης ενός αγώνα μέσα και έξω από τις φυλακές, αλλά και πρόβλημα συκοφάντησης αγωνιστών με ό,τι πιο χυδαίο υπάρχει. Οσοι «κυκλοφορούμε» και «ακούμε» γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι ελεεινοί «ψιθυριστές» λένε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που έγραψε ο αχυράνθρωπος Βεζύρογλου. Και στόχος τους δεν είναι μόνο ο Δ. Κουφοντίνας, αλλά και ο Χρ. Τσιγαρίδας και όσοι από το κίνημα αλληλεγγύης δεν υπέκυψαν στον πολιτικό εκβιασμό και αποστασιοποιήθηκαν απ’ αυτή τη διασπαστική κίνηση. Ολοι έχουν γίνει πλέον… πράκτορες, ενεργούμενα μιας… τεράστιας σκευωρίας. Η κ. Χριστίνα Χρηστίδου, μέλος της γνωστής Επιτροπής, δεν δίστασε να γράψει και δημόσια, σε επιστολή της στην «Ελευθεροτυπία», ότι εμείς στηρίζουμε «μόνον όσους το σύστημα ηρωοποιεί και ελέγχει, απορροφώντας τους επικίνδυνους κραδασμούς». Η κ. Χρηστίδου κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Τσελέντη (τον χαρακτήρισε «κόσμημα της κοινωνίας»), τον οποίο προφανώς το σύστημα ούτε ηρωοποιεί ούτε ελέγχει, όπως π.χ. τον Κουφοντίνα, τον Τσιγαρίδα, τον Γιάννη Σερίφη και όποιους άλλους εννοεί!
Σε ό,τι μας αφορά δεν είμαστε διατεθειμένοι να κουκουλώσουμε αυτό το μείζον πολιτικό πρόβλημα, ούτε να αποπολιτικοποιήσουμε την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους. Θα εξακολουθήσουμε να απαιτούμε απαντήσεις και σαφείς τοποθετήσεις. Να δρούμε με γνώμονα την προώθηση ενός αγώνα συλλογικού και όχι ατομικού, που θα είναι σκληρός και μακρόχρονος.
Πέτρος Γιώτης