Στο πρώτο άρθρο αυτής της σειράς είδαμε ότι την τελευταία 15ετία, εξαιτίας της πολιτικής της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή μιας ανοιχτά επιθετικής πολιτικής του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού, έχουμε εκ νέου όξυνση της ομάδας των αντιθέσεων ανάμεσα σε εξαρτημένες χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου και τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Οι αντιθέσεις αυτές παίρνουν τη μορφή της διεκδίκησης ισότιμων οικονομικών σχέσεων ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, παίρνουν τη μορφή της διεκδίκησης καλύτερων όρων πώλησης των πρώτων υλών που παράγονται στην «περιφέρεια» και τροφοδοτούν τη βιομηχανία του ιμπεριαλιστικού «κέντρου». Είδαμε ακόμη, ότι ο ιμπεριαλισμός επιστρέφει στην «πολιτική των κανονιοφόρων», εφαρμόζοντας ακόμη και μεθόδους στρατιωτικής κατοχής χωρών, με αποτέλεσμα την αναβίωση του εθνικού ζητήματος ως ζητήματος επανάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας χωρών που πριν ήταν ανεξάρτητες (δεν έχουμε δηλαδή το παλιό αντιαποικιακό ζήτημα). Είδαμε επίσης ότι, εκτός από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε χώρες υπό κατοχή, αναπτύσσονται κινήματα –με εκφραστή κυρίως το ριζοσπαστικό Ισλάμ- τα οποία αντιμάχονται τις πουλημένες στον ιμπεριαλισμό κυβερνήσεις των χωρών τους. Κινήματα που από ταξική άποψη αποτελούν συμμαχίες τμημάτων της αστικής τάξης και της διανόησης με ευρύτατα λαϊκά στρώματα.
Συμπερασματικά σημειώσαμε: «Από την άποψη του πολιτικού τους προγράμματος, όλες αυτές οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις δεν ξεφεύγουν από το πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το ρεφορμιστικό τους πρόγραμμα προσομοιάζει μ’ αυτό της σοσιαλδημοκρατίας (όχι της σημερινής, της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας). Και βέβαια, ο αστικός και μικροαστικός χαρακτήρας των πολιτικών τους ηγεσιών τις οδηγεί σε μια πραγματιστική πολιτική, με έντονο το στοιχείο του οπορτουνισμού. Αυτό, φυσικά, υποβοηθείται και από την απομόνωση που βιώνουν, όχι μόνο από κράτη και κυβερνήσεις, αλλά και από το προλεταριακό κίνημα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Με άλλα λόγια, όλα αυτά τα κινήματα έχουν κάποια όρια που δε μπορούν να τα ξεπεράσουν. Δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε να πολιτευτούν ως επαναστατικά-προλεταριακά κινήματα, ούτε να μετεξελιχτούν σε τέτοια. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι αν αυτά τα κινήματα, με την όποια αντίστασή τους, αποτελούν δυναμικό που αντιμάχεται τον ιμπεριαλισμό».
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι –μονολεκτικά- καταφατική. Ομως, η μονολεκτική απάντηση δεν αρκεί, γιατί το φαινόμενο είναι πολύ πιο σύνθετο από μια γραμμική αντίληψη της αντίθεσης «ιμπεριαλισμός – εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα».
Πρώτο, γιατί η ίδια η εικόνα των αστικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δεν είναι ενιαία. Υπάρχουν τέτοια κινήματα που βρίσκονται στην εξουσία (π.χ. Τσάβες στη Βενεζουέλα), άλλα που κάνουν ένοπλο αγώνα σε χώρες υπό ιμπεριαλιστική κατοχή (π.χ. Ιράκ, Αφγανιστάν), άλλα που αγωνίζονται ενάντια σε ξενόδουλα καθεστώτα τυπικά ανεξάρτητων χωρών (ριζοσπαστικά ισλαμικά κινήματα στη Μέση και Απω Ανατολή) και άλλα που βρίσκονται σε μια ιδιόμορφη θέση εξουσίας-μη εξουσίας (Χαμάς στην Παλαιστίνη, Χεζμπολά στο Λίβανο). Ολα αυτά τα κινήματα έχουν διαφορετική ανάπτυξη, αλλά και διαφορετική θέση στους διεθνείς και περιφερειακούς ανταγωνισμούς.
Δεύτερο, γιατί και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ενιαίος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγουν οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που μπορεί να μην έχουν πάρει, μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τη μορφή μιας απευθείας πολεμικής αναμέτρησης των ιμπεριαλιστικών κρατών, όμως είναι πάντα παρούσες και εκδηλώνονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα στο έδαφος των χωρών του «τρίτου κόσμου». Οι θεωρίες περί της δημιουργίας μιας υπεριμπεριαλιστικής «αυτοκρατορίας» υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ (Νέγκρι και Χαρντ), που αποτελούν βελτιωμένη έκδοση των παλιών θεωριών των Χίλφερτινγκ και Κάουτσκι (αρχές εικοστού αιώνα), διαψεύδονται πλέον καταφανώς από τις διεθνείς εξελίξεις. Η «ρωσική αρκούδα», το βαρύ λάβωμα της οποίας στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έδωσε τροφή για την ανάπτυξη αυτών των θεωριών, έχει αναρρώσει και ήδη προβάλλει επιθετικά στο διεθνές προσκήνιο όχι απλώς διεκδικώντας αλλά επανακατακτώντας αγορές και σφαίρες επιρροής. Ταυτόχρονα, μετά τη σχετική κατάπτωση της Ιαπωνίας και της Γερμανίας που τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 πρόβαλαν ως διεκδικητές των σκήπτρων από τις ΗΠΑ, έχει ξεπροβάλει ένας νέος ιμπεριαλιστικός γίγαντας, η Κίνα, που αποτελεί την ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού και ήδη αρχίζει να προβάλλει αιτήματα για πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία («μοιραίο» αποτέλεσμα του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό του στάδιο).
Οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις μπλέκονται αναπόφευκτα με τις αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά εθνικοαπελευθερωτικά καθεστώτα και κινήματα από τη μια και τον ιμπεριαλισμό από την άλλη. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής σας, ασφαλώς, το γεγονός ότι ο ηγέτης της Χαμάς, αμέσως μετά την εκλογική νίκη της οργάνωσής του στην Παλαιστίνη, πραγματοποίησε ταξίδι στην Τουρκία και έπλεξε το εγκώμιο του εκεί καθεστώτος. Ούτε το γεγονός ότι Ρωσία και Κίνα έχουν υπογράψει τεράστιου οικονομικού ενδιαφέροντος (και μεγέθους) συμφωνίες με το Ιράν, το οποίο στηρίζουν έναντι της επίθεσης που δέχεται από τους Αγγλοαμερικανούς. Και πρέπει να έχετε σημειώσει το γεγονός της υπογραφής από τον Τσάβες, πολύ πρόσφατα, μιας μεγάλης συμφωνίας για την προμήθεια ρωσικών όπλων. Αντίθετα, καθεστώτα που έως πρότινος βρίσκονταν στο στόχαστρο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως η Λιβύη του Καντάφι, έχουν εξασφαλίσει την ασυλία τους, αφού πλέον υποτάχτηκαν πλήρως (μέχρι και άνδρες των μυστικών υπηρεσιών του παρέδωσε ο Καντάφι, για να δικαστούν ως υπεύθυνοι για την αεροπειρατεία του Λόκερμπι).
Είναι αυτός ο πραγματισμός και οπορτουνισμός, απότοκο της αστικής φύσης αυτών των καθεστώτων και κινημάτων, που οδηγεί σε τέτοιες παλινδρομήσεις ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες και αντιτιθέμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Επομένως, σ’ ένα τόσο σύνθετο κόσμο, γεμάτο αντιθέσεις και αντιφατικές συμπεριφορές, δε μπορούμε να «καθαρίσουμε» με ένα μηχανιστικό σύνθημα: «Υποστήριξη σε κάθε δύναμη που αντιμάχεται τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό». Εκείνο που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, καταρχήν, είναι να βλέπουμε κάθε περίπτωση ad hoc. Να μελετάμε το σύνολο των δεδομένων, να σταθμίζουμε την κατάσταση και ανάλογα να τοποθετούμαστε. Για παράδειγμα, το πολιτικό δυναμικό που εκδίδει αυτή την εφημερίδα, αρνήθηκε να υποστηρίξει τη μεγαλοσέρβικη κλίκα του Μιλόσεβιτς στη σύγκρουσή της με τον αμερικανοβρετανικό ιμπεριαλισμό, ενώ υποστήριξε και υποστηρίζει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Χεζμπολά στο Λίβανο (οι λόγοι έχουν εξηγηθεί επαρκώς και δεν υπάρχει λόγος να τους επαναλάβουμε εδώ).
Ας δοκιμάσουμε, όμως να βαθύνουμε ακόμη λίγο τη σκέψη μας. Μπορούμε να δούμε σήμερα το εθνικό ζήτημα (με όλη την ποικιλία των μορφών που αυτό εκδηλώνεται) ως ζήτημα της αστικής επανάστασης; Η απάντηση είναι αρνητική. Γιατί η αστική επανάσταση έχει συντελεστεί σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και σε εκείνες τις χώρες που τελούν υπό κατοχή. Δεν είναι αποικίες το Ιράκ ή ακόμη και το οικονομικά και κοινωνικά καθυστερημένο Αφγανιστάν. Τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζουν με τις καπιταλιστικές χώρες που βρέθηκαν υπό κατοχή από τους ναζιφασίστες στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου.
Το εθνικό ζήτημα πρέπει να το δούμε ως ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης. Ακόμα και στις χώρες που τελούν υπό ιμπεριαλιστική κατοχή. Και βέβαια σε εκείνες τις χώρες που έχει συντελεστεί η ταξική διάσπαση της κοινωνίας και έχει σχηματιστεί ένα προλεταριάτο, ακόμα και αν αυτό αποτελεί μειοψηφία στο εσωτερικό μιας τεράστιας πληβειακής (αγροτικής και μικροαστικής μάζας). Αυτό το ζήτημα θα διερευνήσουμε στο επόμενο σημείωμα αυτής της σειράς.
Πέτρος Γιώτης