Οι μεν γράφουν ότι ετοιμάζουν βαλίτσες για το εξωτερικό (προφανώς έχουν λεφτά, ενώ άλλοι δεν μπορούν να πάνε ούτε μέχρι το Κακοσάλεσι). Οι δε ξαναθυμούνται το ελεεινό σύνθημα «λαέ, ντροπή σου, για την εκλογή σου» ή παραλλαγές του. Αλλοι βαφτίζουν όσους δεν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ «κυρ-Παντελήδες». Κι ένα παχύδερμο, πρώην υπουργός Πολιτισμού και για χρόνια στέλεχος Συγκροτημάτων του αστικού Τύπου, αποφάνθηκε ότι οι ψηφοφόροι πάσχουν από… το σύνδρομο της Στοκχόλμης!
Η στάση τους ξεσήκωσε δίκαιη οργή. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που βρίζουν είναι οι ίδιοι «κυρ-Παντελήδες». Είναι αυτοί που «κατάπιαν» Μνημόνια και εφαρμοστικούς νόμους σαν να ήταν… μπουκιές από κοκορέτσι με σος τζατζίκι. Και πανηγύριζαν όταν αυτοί τους οποίους σήμερα βρίζουν, έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ μια δεύτερη εκλογική νίκη τον Σεπτέμβρη του 2015, μετά την πλήρη προσχώρησή του στη μνημονιακή πολιτική.
Ολη αυτή η αλητεία «ξαπλώνει» πάνω στη σαβούρα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και αποκαλύπτει την εξουσιολαγνεία της. Αυτοί που στελεχώνουν το μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο κατιμάς της κοινωνίας, είναι αδίστακτοι. Συμπεριφέρονται χειρότερα και από χούλιγκαν.
Αρκετοί θυμήθηκαν τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τα περί «αλλαγής λαού». Για να είμαστε ακριβείς –και δίκαιοι έναντι του Μπρεχτ- πρέπει να πούμε ότι ο σπουδαίος γερμανός διανοούμενος έγραψε το ποίημα Η Λύση (Die Lösung) απευθυνόμενος στη δική του κυβέρνηση και στο δικό του κόμμα, την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας και το ΚΚ Γερμανίας, προειδοποιώντας για φαινόμενα αλαζονείας, μετά τα γεγονότα του 1953.
Η Λύση
Yστερ’ απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Eνωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα ‘ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;
(Μπρεχτ, Ποιήματα, μετφ. Μάριου Πλωρίτη)
Εκείνοι που πρέπει να θυμηθούμε είναι ο Μαρξ και ο Λένιν. Να (ξανα)διαβάσουμε τα δύο σπουδαία ιστορικά έργα του Μαρξ (Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850 και Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη), στα οποία αναλύει με την υλιστική του μέθοδο την πολιτική και κοινωνική κίνηση, την πορεία της ταξικής πάλης, σε συνάρτηση με τις οικονομικές εξελίξεις. Να (ξανα)διαβάσουμε το σπουδαίο θεωρητικό έργο του Λένιν Τι να κάνουμε;, στο οποίο αναλύει τη σχέση αυθόρμητου-συνειδητού και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η ταξική συνείδηση.
Για τους μαρξιστές αυτά τα ζητήματα ήταν λυμένα από πολύ παλιά. Από τότε που υπήρξε μαρξισμός ως θεωρία και πράξη. Απορρίπτοντας τις ηθικολογικές και μεσσιανικές αντιλήψεις, τον αστικό ελιτισμό και τον αναρχικό ατομικιστικό αβανγκαρντισμό, έκριναν (και πρέπει να κρίνουν) τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις με εργαλείο τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό.
Θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα παραθέτοντας ένα απόσπασμα από επιστολή της Ρόζα Λούξεμπουργκ προς τη Σόνια (Σόφι) Λίμπκνεχτ (τη Σονίτσκα ή Σονιούσα, όπως την προσφωνούσε τρυφερά στις επιστολές της) από τη φυλακή του Μπρεσλάου, στα μέσα Νοέμβρη του 1917. Εχει σημασία το ιστορικό πλαίσιο και ο χαρακτήρας του κειμένου.
Το ιστορικό πλαίσιο είναι ο «μεγάλος πόλεμος», ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος στον οποίο η εργατική τάξη της Ευρώπης σύρθηκε από την πλειοψηφία της σοσιαλδημοκρατίας στο σφαγείο, πίσω από την εθνική σημαία των ιμπεριαλιστών. Η Ρόζα (όπως και ο σύζυγος της Σόνια, Καρλ Λίμπκνεχτ) μεταφέρεται από φυλακή σε φυλακή, επειδή ανήκε στη μειοψηφία της επαναστατικής-διεθνιστικής σοσιαλδημοκρατίας. Ολα γύρω είναι «μαύρα».
Το κείμενο είναι μια προσωπική επιστολή προς ένα αγαπημένο πρόσωπο, που δεν προοριζόταν για δημοσίευση, επομένως έχει χαλαρότητα και εξομολογητικό τόνο. Οπως θα συζητούσαν από κοντά δυο καλές φίλες. Κι όμως, ακόμη και σ’ αυτό το πλαίσιο, η επαναστάτρια Ρόζα δεν υποχωρεί πόντο από τις αρχές του ιστορικού υλισμού και προτρέπει την κατά δεκατρία χρόνια νεότερή της Σόνια να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο.
Μπρεσλάου, μέσα Νοέμβρη 1917
«Τι κρίμα, για όλους αυτούς τους μήνες και τα χρόνια που περνούν τώρα, χωρίς να μπορούμε να ζήσουμε μαζί τις τόσες ωραίες στιγμές, παρ’ όλ’ αυτά τα απαίσια που συμβαίνουν στον κόσμο. Ξέρετε Σονίτσκα, όσο περισσότερο διαρκεί αυτό, κι όσο περισσότερα είναι τα αισχρά και τερατώδη που συμβαίνουν κάθε μέρα, ξεπερνώντας όλα τα μέτρα και τα όρια, τόσο πιο ήρεμη και δυνατή γίνομαι μέσα μου. Είναι όπως όταν κάποιος βρίσκεται απέναντι σ’ ένα φυσικό στοιχείο, σ’ ένα μπουρίνι, σε μια πλημμύρα σε μια έκλειψη ηλίου, που δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει με ηθικά μέτρα, αλλά πρέπει μόνο να τα εξετάσει σαν κάτι το δεδομένο, σαν αντικείμενο της προόδου και της γνώσης.
Τελικά δεν έχει νόημα να οργίζεσαι και να επαναστατείς ενάντια σ’ όλη την ανθρωπότητα.
Αυτοί είναι προφανώς οι μόνοι αντικειμενικοί εφικτοί δρόμοι της ιστορίας και θα πρέπει κανείς να τους ακολουθεί, χωρίς όμως να κάνει λάθος στην κύρια κατεύθυνση. Εχω την αίσθηση ότι όλος αυτός ο ηθικός βούρκος πάνω στον οποίο περπατάμε, αυτό το μεγάλο τρελοκομείο που ζούμε, μπορεί να μεταπηδήσει απ’ τη μια μέρα στην άλλη στο αντίθεο -σαν να τον άγγιξε μια μαγική ράβδος- σε κάτι απίστευτα μεγάλο και ηρωικό. Κι αν ο πόλεμος κρατήσει μερικά χρόνια ακόμα – όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει αυτό.
Τότε, αυτοί ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι, που τώρα προσβάλλουν μπροστά στα μάτια μας το όνομα άνθρωπος, θα προχωρήσουν με ηρωισμό μπροστά, όλα τα σημερινά θα σβηστούν, θα εξολοθρευτούν, θα ξεχαστούν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτή η σκέψη μου φέρνει άμετρη χαρά και την ίδια στιγμή μέσα μου υψώνεται μια φωνή που ζητάει αντίποινα και τιμωρία: Πώς θα μπορούσαν να ξεχαστούν και να μείνουν ατιμώρητες όλες αυτές οι παλιανθρωπιές; Κι αυτό το σημερινό κατακάθι της ανθρωπότητας, πώς μπορεί να προχωρήσει αύριο με υψωμένο κεφάλι, και πιθανά στεφανωμένο με δάφνες, στα ύψη της ανθρωπότητας και να βοηθήσει στην πραγματοποίηση των υψηλότερων ιδανικών; Αλλά έτσι είναι η ιστορία. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν οι λογαριασμοί της «δικαιοσύνης» και ότι πρέπει να τα δεχτεί πια κανείς όλα έτσι.
Θυμάμαι ακόμα, όταν ως φοιτήτρια στην Ζυρίχη διάβαζα με καυτά δάκρυα το βιβλίο του καθηγητή Ζίμπερς “Otscherki perwobytnoi ekonomitscheskoi kultury“ όπου περιέγραφε τη συστηματική εκδίωξη και καταστροφή των ερυθρόδερμων της Αμερικής από τους Ευρωπαίους. Κι έσφιγγα τις γροθιές μου από απόγνωση, όχι μόνο για το ότι ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, αλλά γιατί όλα αυτά έμειναν ατιμώρητα, χωρίς εκδίκηση και αντίποινα. Ετρεμα από τον πόνο, γιατί όλοι αυτοί οι Ισπανοί, οι Αγγλοαμερικανοί έχουν προ πολλού πεθάνει και σαπίσει και δεν μπορούν να ξαναναστηθούν για να ζήσουν πάνω τους όλα αυτά τα μαρτύρια που έκαναν στους Ινδιάνους.
Αλλά αυτά είναι παιδαριώδεις αντιλήψεις, κι έτσι οι σημερινές αμαρτίες και όλη η προστυχιά θα χαθούν στην ανακατωσούρα των ανεξόφλητων λογαριασμών της ιστορίας, και σύντομα θα είναι όλοι πάλι «ένας ενωμένος λαός από αδέρφια».
Αυτό το κατάλαβα για τα καλά σήμερα που διάβαζα το τηλεγράφημα που έστειλαν οι βιενέζοι σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση του Λένιν στην Πετρούπολη. Ευχές για καλή τύχη και ενθουσιώδης συναίνεση! Οι Αντλερ, Περνεστόρφερ, Ρένερ, Αούστερλιτζ – και οι Ρώσοι που χύνουν το αίμα της καρδιάς τους! Αλλά έτσι θα γίνει. Κι αργότερα κανείς δεν θα θέλει να είχε γίνει διαφορετικά… Εξάλλου, από την αρχή αυτού του κόσμου δεν ήταν διαφορετικά».
Π.Γ.