Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι πρόκειται για μια ακόμη γκάφα του Μητσοτάκη. Ομως, όταν κάτι επαναλαμβάνεται δεν είναι γκάφα. Αποτελεί βαθιά πεποίθηση του ομιλούντος, αντανακλά την άποψή του για την κοινωνία. Κι όταν ο ομιλών είναι πρωθυπουργός και αρχηγός του μεγαλύτερου (μέχρι στιγμής) κόμματος του αστικού κοινοβούλιου, τα φραστικά σχήματα και τα εφέ που χρησιμοποιεί έχουν επιλεγεί προσεκτικά από τον ίδιο και τους επικοινωνιολόγους – ίματζ μέικέρ του και έχει δοθεί εντολή στους λογογράφους του να τα εντάξουν στην ομιλία του.
Κλείνοντας την ομιλία του στα Γιάννενα, στην παρουσίαση του «Αναπτυξιακού Συνέδριου για την Ηπειρο» (είναι οι γνωστές προεκλογικές φιέστες που παρουσιάζονται ως κυβερνητικό έργο – τις έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019), ο Μητσοτάκης είπε:
«Κι επειδή πάντα διδασκόμαστε από την ιστορία μας, ξεκίνησα με τον πρόεδρο της Βουλής, να τελειώσω με αυτόν πάλι, με μία πολύ ωραία φωτογραφία την οποία σχολιάζουμε πάντα, από τη δεκαετία του ‘50, νομίζω από το Μεγάλο Περιστέρι. Τρία κοριτσάκια τα οποία δεν έχουν καν παπούτσια, τα οποία όμως έχουν ένα τεράστιο χαμόγελο και μέσα από αυτή τη φωτογραφία νομίζω ότι είναι ίσως το καλύτερο σύμβολο της Ελλάδας η οποία αντέχει, έχει μέλλον, έχει προοπτική και τελικά ξέρει πως μπορεί να κοιτάει ψηλά και σταθερά, τολμηρά, να στοχεύει μόνο μπροστά».
Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί από τον γνωστό αμερικανό φωτογράφο Robert McCabe το 1961 (και όχι τη δεκαετία του ’50 που είπε ο Μητσοτάκης). Ο McCabe δεν έκανε τα σχόλια του πολιτικού απατεώνα (και όχι μόνο) Μητσοτάκη. Αφησε τη φωτογραφία να «μιλήσει» μόνη της, βάζοντας μόνο μια πληροφοριακή λεζάντα: «Παρέα κοριτσιών. Ηπειρος, 1961».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μητσοτάκης χρησιμοποιεί (με τον ίδιο ακριβώς τρόπο) τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Το ξαναέκανε στη Βουλή στις 18 Δεκέμβρη του 2018, στην ομιλία του για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, την οποία έκλεισε δείχνοντας τη φωτογραφία του McCabe και λέγοντας (αντιγράφουμε από τα Πρακτικά της Βουλής – η έμφαση δική μας):
«Επιτρέψτε μου, κυρίες και κύριοι, να κλείσω με μια θετική εικόνα. Στο γραφείο μου έχω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του φιλέλληνα φωτογράφου Μπομπ Μακέιμπ. Είναι αυτή η ωραία φωτογραφία, η οποία απεικονίζει τρία κοριτσάκια στο Ανω Περιστέρι στην Ηπειρο το 1961. Τώρα λέγεται Μεγάλο Περιστέρι, αν δεν κάνω λάθος, κύριε Τασούλα. Δεν φοράνε παπούτσια. Τα ρούχα τους είναι μπαλωμένα. Περπατάνε πάνω σε έναν χωματόδρομο. Πίσω τους φαίνονται κάτι χαμόσπιτα. Εχουν, όμως, ένα αστραφτερό χαμόγελο και ένα βλέμμα το οποίο πετάει σπίθες. Συμβολίζουν την Ελλάδα που δεν το έβαλε κάτω. Συμβολίζουν την Ελλάδα που ατενίζει με θάρρος το μέλλον. Μας θυμίζουν ότι ως χώρα πέσαμε πολλές φορές και σηκωθήκαμε ξανά, ότι η γενιά των πατεράδων μας και των παππούδων μας, των μανάδων μας και των γιαγιάδων μας βγήκε από την κόλαση ενός πολέμου και ενός εμφυλίου και δούλεψαν σκληρά και μας άφησαν μια Ελλάδα πολύ καλύτερη από αυτή που παρέλαβαν. Και ναι, αυτά τα τρία κοριτσάκια με τον τρόπο τους και το χαμόγελό τους μας στέλνουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας: Ενωμένοι μπορούμε καλύτερα και αξίζουμε καλύτερα, για να φτιάξουμε μια καλύτερη ζωή για όλους και ιδίως για τα παιδιά μας, για όλα τα παιδιά του ελληνικού λαού. Κοιτάμε μπροστά, γιατί μπροστά θα πάμε την Ελλάδα».
Τρία παιδάκια σ’ ένα ορεινό χωριό, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μάλιστα, που βλέπουν μπροστά τους ένα φωτογράφο να τους χαμογελά, θα χαμογελάσουν. Eίναι ίδιον της παιδικής ηλικίας (εδώ ο Μητσοτάκης χασκογελάει συνέχεια και τώρα που έχει περάσει τα 50). Η είδηση δεν είναι το χαμόγελο των παιδιών αλλά η ανείπωτη φτώχεια. Και το χαμόγελο δεν έχει σχέση με τη φτώχεια. Ούτε βέβαια εκφράζει αισιοδοξία για το μέλλον. Τι αισιοδοξία θα μπορούσαν να έχουν τρία πάμπτωχα κοριτσάκια που ζουν σε άθλιες συνθήκες;
Ο γράφων είχε το 1961 πάνω-κάτω την ίδια ηλικία με τα κοριτσάκια της φωτογραφίας. Στα πεδινά της Ηπείρου όπου μεγάλωνε δε θυμάται ανθρώπους να κυκλοφορούν ξυπόλητοι. Φτώχεια ναι, κάνα μικρό μπάλωμα στο πανωφόρι των πιο φτωχών παιδιών ναι, παπούτσια φθαρμένα, μπαλωμένα κάμποσες φορές από τους τσαγκάρηδες της κωμόπολης, ναι, αλλά ξυπολησιά όχι. Αυτή την ήξερε μόνο από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων. Oύτε τα κοριτσάκια της φωτογραφίας ήταν ξυπόλητα. Το μεσαίο φοράει παπούτσια, τα άλλα δύο τα κρατάνε στο χέρι.
Στα ορεινά, όμως, η κατάσταση ήταν σίγουρα αλλιώς. Η φτώχεια μεγαλύτερη. Και μαζί με τη φτώχεια υπήρχαν και οι διώξεις του μετεμφυλιοπολεμικού μοναρχοφασισμού σε βάρος εκείνων που ορματίστηκαν έναν κόσμο με ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς αφέντες και δούλους. Γι’ αυτό και τα χωριά ρήμαξαν. Ο κόσμος έφευγε για την Αθήνα ή κατευθείαν για τη Γερμανία, το Βέλγιο. Κάποιοι και για την Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, αν είχαν εκεί συγγενείς από τα προηγούμενα κύματα της μετανάστευσης. Γι’ αυτό και σ’ αυτή την περιοχή γεννήθηκε και συνεχίστηκε το μοιρολόι, αυτό το τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής. Που δεν είναι μόνο για τους νεκρούς αλλά και για τους απόντες, τους ξενιτεμένους. Γι’ αυτό εκεί τραγουδούν και χορεύουν ακόμα και τώρα τα «Ξεχωρίσματα» κι όχι τα δημοτικοσκυλάδικα που κάνουν θραύση στα πανηγύρια της υπόλοιπης Ελλάδας (και στα πεδινά της Ηπείρου, βεβαίως).
Ο πορφυρογέννητος Μητσοτάκης, πολιτιστικά αστοιχείωτος και κοινωνικά αμόρφωτος, φτώχεια δε γνώρισε. Μεγάλωσε αυταρχικά για να γίνει αυταρχικός πολιτικός, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Αυταρχικός είναι και ο τρόπος που ένας αστός πολιτικός αντιμετωπίζει τη φτώχεια του λαού. Βλέπει σ’ αυτήν… αισιοδοξία! Γιατί μόνο μ’ αυτήν την οπτική μπορεί να οπλιστεί με την απαραίτητη αναλγησία, ώστε «να πατήσει στο λαιμό» αυτόν τον κόσμο, χωρίς καμιά συναισθηματική αναστολή.
Ο πατέρας του καμάρωνε δημοσίως, επειδή στην Κατοχή είχε καταφέρει να παίρνει φαγητό από τρία συσσίτια, την ώρα που δίπλα του πέθαιναν παιδιά από την πείνα! Το «ο θάνατός σου η ζωή μου» αποτελεί πεποίθηση αυτής της κάστας των επαγγελματιών της αστικής πολιτικής. Το εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, αλλά ο πυρήνας παραμένει αναλλοίωτος και τροφοδοτεί τις φραστικές καντρίλιες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι που μιλούσε στην προεκλογική περίοδο του 2019 στη Δυτική Αθήνα και περιέγραφε την εκπαίδευση που πρέπει να πάρουν τα παιδιά της περιοχής ως εκπαίδευση αποκλειστικά για τα οικοδομικά επαγγέλματα;
Δεν έχω διαβάσει το «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» του Μίσσιου, αλλά ο τίτλος εκφράζει απόλυτα αυτό που επαγγέλλεται ο Μητσοτάκης. Οι άνθρωποι της δουλειάς, οι συνταξιούχοι, οι νέοι θα πρέπει να υποταχτούν σε ένα καθεστώς φτώχειας και ανελευθερίας και να προσφέρουν το λαμπρό χαμόγελό τους στους κυρίαρχους. Στους καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό. Να τους ευγνωμονούν επειδή δεν τους αφήνουν να τινάξουν τα πέταλα. Να θεωρούν τη φτώχεια ευλογία, γιατί… υπάρχουν και χειρότερα. Και κυρίως να μη διασαλεύουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Μόνο να χαμογελούν…
Π.Γ.