Η διοίκηση της LANDCOM, δηλαδή το νατοϊκό στρατηγείο της Σμύρνης, ανάρτησε και φέτος στους επίσημους λογαριασμούς της στα social media συγχαρητήριο μήνυμα στην Τουρκία για την «Ημέρα της Νίκης», την εθνική γιορτή των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. «Η LANDCOM εύχεται χαρούμενη “Ημέρα Νίκης” στο έθνος που μας φιλοξενεί. Θα θέλαμε να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας στην Τουρκία για τη φιλοξενία αυτή την ξεχωριστή ημέρα», έγραφε το μήνυμα.
Το οποίο φέτος δεν κατέβηκε, όπως είχε γίνει με το περσινό. Φέτος η ελληνική κυβέρνηση περιορίστηκε σε μια… κομψή ανακοίνωση, χωρίς να ξεσηκώσει τον κόσμο ή να κάνει διάβημα στον Στόλτενμπεργκ. Oπως διέρρευσε το ΥΠΕΞ, «επιλήφθηκε του θέματος άμεσα, δίνοντας εντολή στη μόνιμη αντιπροσωπεία μας στο ΝΑΤΟ να προχωρήσει σε γραπτό διάβημα στη Γενική Γραμματεία του ΝΑΤΟ». Ξέρετε τώρα, απ’ αυτά τα διαβήματα που τα αρχειοθετεί χαμογελώντας κάποιος βαριεστημένος γραφειοκράτης στις Βρυξέλλες.
Πέρυσι, αναφερόμενη σ’ αυτή την εθνικιστική φαρσοκωμωδία, η στήλη έγραφε:
Για να ξέρουμε για τι κουβεντιάζουμε, να πούμε, καταρχάς, ότι στις 30 Αυγούστου η Τουρκία γιορτάζει την «Ημέρα της Νίκης», όπως ονομάζεται. Δεν είναι η μέρα της καταστροφής της Σμύρνης, όπως τεχνηέντως διαδίδουν οι Ελληνάρες, αλλά η μέρα της νίκης του ανασυγκροτημένου από τον Μουσταφά Κεμάλ (τον μετέπειτα Ατατούρκ) τουρκικού στρατού επί των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Ντουμλούπιναρ, κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ. Ηταν η τελευταία μάχη του «Πολέμου της Ανεξαρτησίας». Σε λιγότερο από ένα δεκαήμερο το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα (ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό) είχε υποχωρήσει μέχρι τη Σμύρνη, υπό το συνεχές σφυροκόπημα των τουρκικών δυνάμεων. Ακολούθησε η κατάληψη της Σμύρνης, ο εμπρησμός, οι σφαγές του ελληνικού άμαχου πληθυσμού, για τον οποίο δεν υπήρχαν καράβια να τον πάρουν μακριά.
Ρίξτε μια ματιά στο χάρτη για να δείτε που είναι το Αφιόν Καραχισάρ. Τι γύρευε ο ελληνικός στρατός εκεί, όπου δεν υπήρχε ούτε άνθρωπος που να μιλά ελληνικά; Οχι πως αλλάζουν τα πράγματα όταν αναφερόμαστε στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο, αλλά εκεί που έγινε η τελευταία μάχη δεν υπήρχε καν το πρόσχημα του ελληνικού στοιχείου.
Βέβαια, ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει και πιο ανατολικά, στον ποταμό Σαγγάριο, ογδόντα χιλιόμετρα από την Αγκυρα, η κατάληψη της οποίας ήταν ο διακηρυγμένος στόχος του, καθώς εκεί έδρευε η Εθνοσυνέλευση των Κεμαλιστών (πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έδρα του σουλτάνου και της περιδεούς κυβέρνησής του ήταν η Κωνσταντινούπολη). Αφού η στρατιά της Μικράς Ασίας καταλάμβανε την Αγκυρα, θα γινόταν επίθεση από τη Θράκη με στόχο την κατάληψη της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Κωνσταντινούπολης. Ετσι, ολόκληρη η σημερινή Τουρκία θα γινόταν ελληνικό έδαφος.
Αυτό ήταν το σχέδιο, πλην όμως ναυάγησε. Για την ακρίβεια, πνίγηκε στο αίμα. Οχι μόνο των στρατιωτών αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Από την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922) ξεπήδησε το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Εχουν άδικο οι τούρκοι ιθύνοντες να ονομάζουν αυτόν τον πόλεμο «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» και να γιορτάζουν την τελευταία μάχη του ως «Μέρα της Νίκης»; Ο ιδρυτής της σύγχρονης, της αστικής Τουρκίας, δεν όρισε ως εθνική γιορτή την 29η του Μάη, επέτειο της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον σουλτάνο Μωάμεθ τον Β’, καθώς αυτή η επέτειος συνδεόταν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ορισε την 30ή του Αυγούστου, για να σηματοδοτήσει την ίδρυση ενός νέου αστικού κράτους, που γεννήθηκε μέσα από έναν σκληρό πόλεμο ανεξαρτησίας ενάντια στους ιμπεριαλιστές Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας και το ενεργούμενό τους, την αστική Ελλάδα, οι ηγέτες της οποίας ονειρεύονταν να γίνει κράτος «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», όπως γεμάτος εθνικιστική έπαρση έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι στη Μάχη του Σαγγάριου τα τουρκικά στρατεύματα είχαν σημαντικά μεγαλύτερες απώλειες από τα ελληνικά, όμως κατάφεραν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία. Στη μάχη του Ντουμλούπιναρ ο απολογισμός των δύο στρατευμάτων σε απώλειες είχε αντιστραφεί.
Στόχος της στήλης δεν είναι να κάνει ιστορική ανάλυση, αλλά μέσα απ’ αυτές τις απλές αναφορές στα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα να θέσει το ερώτημα: Προς τι η ιερή οργή σύμπαντος του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου για το τυπικό συγχαρητήριο τηλεγράφημα του ΝΑΤΟ;
Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, τότε οι εθνικές γιορτές όλων των βαλκανικών κρατών θα πρέπει να είναι μια αυστηρά δική τους υπόθεση και τα ξένα κράτη ή συνασπισμοί δεν πρέπει να στέλνουν τις τυπικές ευχετήριες παπάρες. Γιατί όλα τα βαλκανικά κράτη, στα σημερινά τους σύνορα, προέκυψαν από εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις (με πρώτη την ελληνική του 1821-1828) και πολέμους ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Και μην μας πείτε πως είναι άλλο η Οθωμανική Αυτοκρατορία και άλλο η σύγχρονη Τουρκία, γιατί και η Μικρασιατική Εκστρατεία είχε ως αντίπαλο την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το σουλτανάτο καταργήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1922, μετά την εκδίωξη όλων των ξένων στρατών από την Τουρκία, και η διεθνής αναγνώριση της Δημοκρατίας της Τουρκίας, ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έγινε ένα χρόνο αργότερα, αφού προηγήθηκε η Συνθήκη της Λωζάννης, τον Ιούλη του 1923.
Μ’ αυτήν τη λογική, κανένα ξένο κράτος δεν πρέπει να στέλνει ευχετήρια μηνύματα στην Ελλάδα κάθε 25 του Μάρτη, διότι η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους προέκυψε από ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Ερντογάν (που έχει και μεγάλη καψούρα με τα οθωμανικά κλέη) θα πρέπει να ξεσηκώνει τον κόσμο.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, εθνικιστής μέχρι το μεδούλι, αυταρχικός αλλά και ριζοσπάστης αστός μεταρρυθμιστής ταυτόχρονα, ήταν πολύ πιο έξυπνος και διορατικός από τους σημερινούς εθνικιστές σε Ελλάδα και Τουρκία. Οταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, χωρίς να βρει αντίσταση, και άρχισε την προέλαση προς την Αγκυρα, έστρωσαν μια τουρκική σημαία μπροστά στον έλληνα αρχιστράτηγο κι αυτός, με τον αέρα του επίδοξου κατακτητή, την πάτησε με τις μπότες του, όπως έκανε και το επιτελείο του. Οταν ο Μουσταφά Κεμάλ, κάνοντας την αντίστροφη πορεία, έφτασε στη Σμύρνη, του έστρωσαν μια ελληνική σημαία στο ίδιο σημείο όπου οι έλληνες στρατιωτικοί είχαν πατήσει με τις μπότες τους την τουρκική σημαία. Ο τούρκος αρχιστράτηγος, με τον αέρα του νικητή, αρνήθηκε να πατήσει την ελληνική σημαία και τους διέταξε να τη μαζέψουν και να τη διπλώσουν, λέγοντας: «Αυτό είναι το σύμβολο της ανεξαρτησίας μιας χώρας. Η σημαία είναι ιερή. Είναι τεράστιο λάθος να πατάς τη σημαία ενός κράτους, ακόμα κι αν πρόκειται για τον εχθρό σου». Αυτό δεν είναι μύθος, είναι καταγεγραμμένο σε ιστορικά βιβλία.
Για τον ίδιο λόγο, αυτός ο έξυπνος εθνικιστής, δεν όρισε ως εθνική γιορτή την ημέρα που τα υπολείμματα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (που στην ακμή του κόντευε τις 300.000 ψυχές) εγκατέλειψαν αμαχητί τη Σμύρνη, αλλά τη μέρα που δόθηκε η τελευταία μάχη. Δεν ήθελε να συνδέσει τη νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία με σφαγές αμάχων, αλλά με μια νίκη στρατού προς στρατό.
Δυστυχώς, έναν αιώνα από τότε, τα πράγματα είναι χειρότερα. Το εθνικιστικό αφιόνι γίνεται εργαλείο ελέγχου των λαών και στις δυο όχθες του Αιγαίου. Στην Ελλάδα έχουμε και τον… αριστερό εθνικισμό. Πετάει τις απειλητικές ρητορικές ρουκέτες ο Ερντογάν, ταΐζοντας μ’ αυτές τις θρησκευόμενες μάζες της Ανατολίας, κόβοντας και ράβοντας την ιστορία του προηγούμενου αιώνα στα μέτρα ενός νεο-οθωμανισμού, σπεύδει σύμπας ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα να συνταχθεί πίσω από την «εθνική γραμμή», που επίσης κόβει και ράβει την ιστορία του προηγούμενου αιώνα στα μέτρα του νεοελληνικού εθνικισμού, που ονειρεύτηκε να χτίσει μια αυτοκρατορία και έπνιξε στο αίμα τους φαντάρους και το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας (χώρια τα εγκλήματα που διέπραξε σε βάρος του τουρκικού πληθυσμού, και όταν προήλαυνε μέχρι τον Σαγγάριο και όταν καθηλώθηκε στη δυτική όχθη του ποταμού και άρχισε να υποχωρεί).
Φέτος, παρά το «καλό κλίμα» που έχει αποκατασταθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Ερντογάν δεν παρέλειψε να ποτίσει με μια γερή δόση από εθνικιστικό δηλητήριο τον τουρκικό λαό. Με αναφορές όχι στην κεμαλική παράδοση αλλά στην οθωμανική. Δεν περιορίστηκε στη νίκη του 1922, που σήμανε τη δημιουργία του νέου (αστικού) τουρκικού κράτους, αλλά έκανε μια εθνικιστική-αντιιστορική βουτιά στην Ιστορία για να χαρακτηρίσει τον Αύγουστο ιδιαίτερο μήνα, καθώς η Τουρκία νίκησε στο Μαντζικέρτ, το Βελιγράδι, το Ντουμλούπιναρ και την Κύπρο!
Εβαλε στο ίδιο καζάνι τη νίκη των Σελτζούκων του Αλπ Αρσλάν επί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Ρωμανού Δ’ Διογένη και των μισθοφόρων σταυροφόρων του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, το 1071, την κατάληψη του Βελιγραδίου (ανήκε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας) από τα στρατεύματα του οθωμανού σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη (στη Δύση ονομάζεται και Μεγαλοπρεπής), το 1521 (στα τείχη της ίδιας πόλης είχε συντριβεί το 1456 ο Μωάμεθ Β’ Πορθητής από τους μισθοφόρους και τους σιδερόφραχτους ιππότες του ούγγρου πολέμαρχου Γιάνος Ουνιάντι, αλλά αυτά δεν τα μνημονεύει ο Ερντογάν), τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο της αστικής Τουρκίας το 1922 και την κατακτητική εισβολή στην Κύπρο το 1974, που κρατάει μέχρι σήμερα.
Αυτό το αντιιστορικό παραλήρημα δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Στις χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης το εθνικιστικό αφήγημα δεν αρκείται στις εθνικοαπελεςυθερωτικές επαναστάσεις, αλλά αναζητά στηρίγματα στα αρχαία κλέη. Μήπως στην Ελλάδα δεν γιορτάζουν (με εθνικιστικές φιέστες εξίσου γελοίες μ’ αυτές του Ερντογάν) τις νίκες των αρχαίων Ελλήνων στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, οι οποίες ανέκοψαν την προέλαση των «βαρβάρων Περσών» προς την Ευρώπη (ποια Ευρώπη; το λίκνο της βαρβαρότητας σε σχέση με τον δουλοκτητικό πολιτισμό της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών βασιλιάδων); Δε γιορτάζουν τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 σαν νίκη του χριστιανισμού κατά του ισλαμισμού, καμαρώνοντας ότι έγινε σε ελληνικά νερά και κρύβοντας το γεγονός ότι οι έμπειροι στη ναυτοσύνη Ελληνες ήταν καπεταναίοι και πληρώματα του οθωμανικού στόλου (και όχι του στόλου των φεουδαρχών της Δύσης);
Είπε κι άλλα ο Ερντογάν, που ηδονίζεται όταν κάνει αναφορές που ντοπάρουν τα εθνικιστικά πλήθη. Είπε για τους Ελληνες που «κατέστρεψαν και έκαψαν τη Σμύρνη», για τη νίκη επί του εχθρού που με «τις βρόμικες μπότες του λέρωσε τη μόνιμη πατρίδα μας, την Ανατολία» και άλλα τέτοια. Ο Γεραπετρίτης, όμως, βράχος. Εβαλε να εκδώσουν μια ανακοίνωση που έλεγε ότι «εχθροπαθείς δηλώσεις είναι αντιπαραγωγικές και δεν συμβάλλουν στην εμπέδωση του κλίματος ηρεμίας, συνεργασίας και διαλόγου που επιχειρείται να οικοδομηθεί στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας την τρέχουσα περίοδο». Τα ίδια επανέλαβε και προσωπικά από το Τολέδο, όπου συγκλήθηκαν τα Συμβούλια Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας της ΕΕ.
Είναι προφανές ότι άφησαν τον Ερντογάν να κάνει το εθνικιστικό «κομμάτι» του, επειδή σ’ αυτή τη φάση τα μηνύματα από τους «φίλους και συμμάχους» (δηλαδή τις ΗΠΑ και το γερμανογαλλικό άξονα) λένε «την Τουρκία και τα μάτια σας». Οπότε το μείζον είναι να διεξαχθεί σε καλό κλίμα η δεύτερη συνάντηση του Μητσοτάκη με τον Ερντογάν (στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ λίγο μετά τα μέσα Σεπτέμβρη). Την ερχόμενη Τρίτη θα συναντηθούν στην Αγκυρα Γεραπετρίτης και Φιντάν, προκειμένου να ετοιμάσουν τη συνάντηση των «μεγάλων».
Ο εθνικισμός, είτε στην επιθετική είτε στην «ήπια» έκδοσή του, δεν είναι παρά ένα εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και από τις δύο πλευρές, αλλά και ένα σημαντικότατο εργαλείο άσκησης ιδεολογικής ηγεμονίας επί της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η υποταγή τους στο αστικό σύστημα.
Π.Γ.