Στη Γαλλία -λένε- νίκησε ο Μακρόν και ηττήθηκε ο «λαϊκισμός». Ομως -λένε- παρά τη νίκη του Μακρόν, ο «λαϊκισμός» παρέμεινε ισχυρός και στον πρώτο γύρο ήταν πλειοψηφικός. Προτού προλάβει ο αναγνώστης ή o ακροατής να εκφράσει την απορία του, του έχουν δώσει την απάντηση: υπάρχει ο «δεξιός λαϊκισμός» της Λεπέν και ο «αριστερός λαϊκισμός» του Μελανσόν.
Ετσι, μ’ ένα φραστικό τρικ βάζουν στον ίδιο κοινό παρονομαστή τη μασκαρεμένη φασίστρια Λεπέν με τον σοσιαλδημοκράτη-πρώην τροτσκιστή Μελανσόν. Βάζουν στον ίδιο κοινό παρονομαστή όχι μόνο τις ηγεσίες και τους κομματικούς φορείς, αλλά και τους ψηφοφόρους.
Κι έχουν έτοιμη την απάντηση: το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του Μελανσόν ψήφισε στο δεύτερο γύρο τη Λεπέν. Παίρνουν, δηλαδή, ένα κλασικό φαινόμενο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, το διαστρέφουν και το εντάσσουν ως στοιχείο στην προπαγάνδα τους. Με την ίδια λογική, το ότι ψηφοφόροι της νεοναζιστικής ΧΑ ψήφισαν Μητσοτάκη και ΝΔ, βάζει τη ΝΔ στον ίδιο κοινό παρονομαστή με τη νεοναζιστική συμμορία.
Στην πραγματικότητα, κατασκευάζοντας όρους όπως ο «λαϊκισμός», προσπαθούν να αποϊδεολογικοποιήσουν την πολιτική αντιπαράθεση. Κι αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε αν τους θέσουμε το ερώτημα: τι είναι ο «λαϊκισμός»;
Με τον όρο «λαϊκισμός» βαφτίζουν ό,τι κινείται πέρα από τα όρια της κυβερνητικής πολιτικής. «Λαϊκισμό» βαφτίζουν τα ισλαμοφοβικά, ρατσιστικά, αντιμεταναστευτικά παραληρήματα των φασιστικών ή κρυφοφασιστικών μορφωμάτων, «λαϊκισμό» βαφτίζουν την κοινωνική δημαγωγία των αντιπολιτευόμενων αστικοδημοκρατικών κομμάτων, «λαϊκισμό» βαφτίζουν και τα αιτήματα που διατυπώνει το αυθόρμητο εργατικό, αγροτικό, νεολαιίστικο κίνημα. Τσουβαλιάζουν, δηλαδή, ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις και πρακτικές που δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους.
Ποια είναι η λογική τους; Πως ό,τι αρνείται να υλοποιήσει μια αστική κυβέρνηση της αρεσκείας τους, είναι πρακτικά ανέφικτο. Η κυβέρνηση έχει πάντα δίκιο, είναι αυτή που κρατά πάντοτε το σωστό μέτρο. Για παράδειγμα, αυξάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον κατώτατο μισθό στα 713 ευρώ; Αυτό είναι το σωστό. Κάθε αίτημα που ξεπερνά τα 713 ευρώ (ακόμα και το αίτημα της αστογραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ για επαναφορά στα 751 ευρώ του 2009) είναι «λαϊκισμός»!
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο χρησιμοποιούν τον όρο «ριζοσπαστικοποίηση». Οι νεοναζί που σκοτώνουν και λιντσάρουν κόσμο είναι «ριζοσπαστικοποιημένοι». Οι τυφλοί ισλαμιστές είναι, επίσης, «ριζοσπαστικοποιημένοι». Ομως, «ριζοσπαστικοποιημένοι» είναι και εκείνοι που πήραν μέρος στο αυθόρμητο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία ή όσοι συμμετέχουν σε οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας στη χώρα μας.
Ουδέποτε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν φούντωσαν τα ναζιφασιστικά κινήματα, γινόταν λόγος για «ριζοσπαστικοποίηση». Ο ριζοσπαστισμός ήταν πάντοτε έννοια συνδεδεμένη με το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα. Και ορθώς, γιατί ο φασισμός δεν σπάει τις ρίζες, δεν αμφισβητεί τον καπιταλισμό (όπως το κομμουνιστικό κίνημα), αλλά αποτελεί την πιο βάρβαρη, την πιο επιθετική, την πιο αγριανθρωπική έκφραση της αστικής εξουσίας, του καπιταλισμού.
Στην πραγματικότητα, έχουμε μια συνέχεια από τη θεωρία του «ολοκληρωτισμού», που θεμελίωσαν αντιδραστικοί αστοί θεωρητικοί σαν την Χάνα Αρεντ και τον Ρεϊμόν Αρόν, στη θεωρία των «δύο άκρων» και τώρα στην πλήρη αποϊδεολογικοποίηση, μέσω εννοιών όπως ο «λαϊκισμός», η «ριζοσπαστικοποίηση» και άλλες αντίστοιχες.
Πάνω στον καμβά της αποϊδεολογικοποίησης χτίζονται διάφορες παραλλαγές. Οι σύμβουλοι του Μητσοτάκη, για παράδειγμα, τον έχουν βάλει να λέει διάφορες παπάρες, όπως «δεν υπάρχει ο διαχωρισμός Δεξιάς-Αριστεράς», «πρόοδος είναι η αποτελεσματικότητα» και άλλα παρόμοια. Από τη μεριά του Μητσοτάκη αυτή είναι μια αμυντική στάση. Βλέπει ότι κατρακυλά, οπότε οι σύμβουλοί του επεξεργάστηκαν τη θεωρία του πρωθυπουργού-μάνατζερ, που έχει μαζέψει γύρω του τους αρίστους, ανεξάρτητα από την προηγούμενη πολιτική τους διαδρομή, με μοναδικό στόχο την αποτελεσματική διοίκηση.
Για την ιστορία, θυμίζουμε ότι αυτό το εφάρμοσε πρώτος ο σκληρός δεξιός Νικολά Σαρκοζί, μαζεύοντας διάφορα μπάζα της σοσιαλδημοκρατίας στην κυβέρνησή του, πλην όμως αυτό δεν τον πήγε πουθενά. Δεν κατάφερε να εξασφαλίσει δεύτερη προεδρική θητεία, χάνοντας από τον «ολίγιστο» Φρανσουά Ολάντ.
Παρά ταύτα, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αυτού του τύπου η προπαγάνδα, περί εξαφάνισης των παλιών πολιτικών διαφορών, όταν αναφέρεται στα αστικά κόμματα εξουσίας, έχει πραγματική βάση. Σε πρόσφατο editorial της εφημερίδας μας με τίτλο: Μακριά από τη σωτηριολογία του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, μετά από περιγραφή των βασικών θέσεων των αστικών κομμάτων εξουσίας και της πρόσφατης ιστορίας του ελληνικού αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, σημειωνόταν:
«Δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο [ο Μητσοτάκης]. Ν’ αλλάξει πολιτική απαγορεύεται διά ροπάλου. Το “συμβόλαιο με την αστική τάξη και την ΕΕ’’ ουδείς αστός πολιτικός δικαιούται να το αμφισβητήσει. Από το 2008 που ξέσπασε η προηγούμενη παγκόσμια πολιτική κρίση ουδείς πρωθυπουργός αμφισβήτησε αυτό το συμβόλαιο. Και κοντεύουν τη μισή ντουζίνα αυτοί που “θυσιάστηκαν’’ για να υπερασπιστούν αυτό το συμβόλαιο.
Ο Καραμανλής την έκανε πρώτος, με ελαφρά πηδηματάκια, και έκτοτε την περνάει ζωή και κότα, παίζοντας playstation και βλέποντας ταινίες στη Ραφήνα ή οργανώνοντας ‘’αποδράσεις’’ για κοψίδια μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Γιωργάκης άντεξε μια διετία και μετά παρέδωσε το πνεύμα και την εξουσία. Ο Σαμαράς πήγε να το παίξει πιο σκληρός και κατάφερε να βγάλει δυόμισι χρόνια. Οταν τον υποχρέωσαν να φύγει, πήρε μαζί του και τον Βενιζέλο, ο οποίος πρόλαβε να ρίξει το ΠΑΣΟΚ στο πέντε παρά κάτι τοις εκατό. Ο Τσίπρας έβγαλε τεσσεράμισι χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν εφεδρείες».
Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην Ελλάδα, οι παλιές διαφορές ανάμεσα στη συντηρητική και τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της αστικής εξουσίας έχουν σμικρυνθεί έως εξαφάνισης. Δείτε το παράδειγμα της Γερμανίας. Επί δυο τετραετίες είχαμε κυβερνήσεις χριστιανοδημοκρατίας-σοσιαλδημοκρατίας, με τη Μέρκελ στην καγκελαρία. Σήμερα έχουμε κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατίας-Πράσινων-Φιλελεύθερων (σκληρό δεξιό κόμμα, ιδιαίτερα στην οικονομική πολιτική), με τον Σολτς στην καγκελαρία. Ουδείς μπορεί να διακρίνει διαφορές ανάμεσα στις προηγούμενες και τη σημερινή κυβέρνηση.
Σε επίπεδο αστικών κομμάτων εξουσίας, η διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς (στην Αριστερά συμπεριλαμβάνεται και η σοσιαλδημοκρατία) παραμένει μόνο σε επίπεδο ρητορικής. Στη βάση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού αυτό αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πολιτικές ηγεσίες τύπου Μητσοτάκη, που γλιστρούν προς την ήττα, να πιαστούν και να αποϊδεολογικοποιήσουν την πολιτική αντιπαράθεση, καθώς σε επίπεδο ρητορικής χάνουν από τους σοσιαλδημοκράτες αντιπάλους τους.
Εμείς οφείλουμε να διαλύσουμε τα νέφη αυτής της πρόστυχης αποϊδεολογικοποίησης, αποκαθιστώντας τις έννοιες στις πραγματικές τους διαστάσεις. Οριοθετώντας καθαρά τα ταξικά όρια ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου από τη μια και την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα από την άλλη, αλλά και τα πολιτικά όρια ανάμεσα στις δυνάμεις που υπηρετούν τον καπιταλισμό (όποιο όνομα κι αν έχουν, όποια ρητορική κοινωνικής δημαγωγίας κι αν χρησιμοποιούν) και στις δυνάμεις που υπηρετούν την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης του κομμουνισμού.
«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα» έγραφε στα 1902 ο Λένιν, χρησιμοποιώντας μια φράση του Κάουτσκι. Στις σημερινές συνθήκες, της βαθιάς θεωρητικής σύγχυσης, θα συμπληρώναμε πως η ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας απαιτεί και την αποκατάσταση των βασικών όρων και εννοιών. Μια χαρά είναι οι όροι και οι έννοιες όπως μας τις παρέδωσαν οι κλασικοί και οι θεωρητικοί του μαρξισμού-λενινισμού. Δεν χρειάζεται να τις αντικαταστήσουμε με τους πρόστυχους όρους και έννοιες κάποιων «από καθέδρας σοσιαλιστών» (για να θυμηθούμε πάλι τον Λένιν), που λιπαίνουν τη μηχανή της αποϊδεολογικοποίησης που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί της αστικής τάξης, εκμεταλλευόμενοι τα μέσα προπαγάνδας που έχουν στη διάθεσή τους (Τύπο, πανεπιστήμια, εκδόσεις, think tanks κτλ.).
Π.Γ.