Δεν ήταν δήλωση της στιγμής, στο πόδι, ήταν δήλωση προετοιμασμένη (γι’ αυτό και την έκαναν σημαία τα συριζομέσα). Αλλωστε, ο Τσίπρας την έκανε δυο φορές τη δήλωση. «Αν δεν μπορούν, ήρθε η ώρα να φύγουν το συντομότερο δυνατό», είπε από τη Χαλκίδα. Και από τη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε επίσκεψη-αστραπή-σόου στο «Ιπποκράτειο», την επανέλαβε… βελτιωμένη: «Αν δεν μπορεί να διαχειριστεί την πανδημία ο κ. Μητσοτάκης να αποχωρήσει για να σώσουμε όσους μπορούμε». Το ίδιο έγραψε και στο Twitter.
Τα παπαγαλάκια του μεγάρου Μαξίμου εντόπισαν αμέσως την απουσία της λέξης «εκλογές». Κι άρχισαν το δικό τους παιχνίδι: «Ο Τσίπρας δεν τολμά να ζητήσει εκλογές, γιατί ξέρει ότι θα τις χάσει».
Το «μασάζ» από τους ανθρώπους του Τσίπρα στους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ Κουμουνδούρου περιλάμβανε «διευκρινίσεις» του τύπου: «δεν μπορούμε να διατυπώσουμε αίτημα εκλογών σε συνθήκες πανδημίας», παρά ταύτα «δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από τις εκλογές για να φύγει μια ανίκανη κυβέρνηση», όμως «το αίτημα αυτό θα το προβάλει η ίδια η κοινωνία, δεν είναι δουλειά της αντιπολίτευσης να στήσει κάλπες». Καθαρή μπουρδολογία.
Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Ο ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει τακτική έναντι της κυβέρνησης στο ζήτημα της πανδημίας. Αποφάσισε ότι είναι ο μόνος τομέας μέσω του οποίου μπορεί να αποκομίσει πολιτικά κέρδη.
Στο πρώτο κύμα της πανδημίας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο Μητσοτάκης «πετούσε» και οργάνωνε τηλε-διασκέψεις με άλλους «επιτυχημένους» πρωθυπουργούς. Οι λόγοι που η χώρα μας είχε πολύ λίγα θύματα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήταν καθαρά συγκυριακοί και τους έχουμε εξηγήσει επαρκώς (πολύ χαμηλή αρχική έκθεση της χώρας μας στον κοροναϊό, η οποία ανακόπηκε από το μισο-λοκντάουν που εφαρμόστηκε όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Θυμίζουμε ότι στο πρώτο κύμα πολύ λίγα θύματα είχαν και οι βαλκανικές χώρες που σήμερα σαρώνονται από την πανδημία.
Οταν ο Μητσοτάκης αποφάσισε ν’ ανοίξει διάπλατα τα σύνορα στον τουρισμό, το καλοκαίρι του 2020, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση. Δεν εξέφρασε καμιά επιφύλαξη. Οταν ξέσπασε το δεύτερο κύμα και μετά «μας πήρε και μας σήκωσε», καθώς τα επόμενα κύματα ήρθαν κολλητά το ένα στο άλλο (με μικρές περιόδους ύφεσης ανάμεσά τους), ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να ψελλίζει κάποια λόγια κριτικής, που αφορούσαν περισσότερο την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ παρά την ανάγκη ενίσχυσης των μέτρων ανάσχεσης της πανδημίας. Ακούσατε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ να ζητά καθολικό λοκντάουν; Ακούσατε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ να απαιτεί να κλείσουν και οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις της βιομηχανίας, του χοντρεμπόριου, των αποθηκών, των υπηρεσιών; Ακούσατε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ να χτυπάει καμπανάκι κινδύνου για το «απόλυτο άνοιγμα» του τουρισμού, εσωτερικού και εξωτερικού, το καλοκαίρι του 2021;
Το κυριότερο: ακούσατε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ να καταγγέλλει την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι λέει ψέματα για τον εμβολιασμό ή να προειδοποιεί ότι ο εμβολιασμός στις μεγάλες ηλικίες είναι σε οικτρά ποσοστά κι αυτό θα το πληρώσουμε; Εδώ τον Πολάκη δεν τόλμησε να βάλει στη θέση του, που έκανε επί μήνες αντιεμβολιαστική προπαγάνδα επικαλούμενος και την ιδιότητα του γιατρού.
Τώρα, βλέποντας τον Μητσοτάκη πραγματικά στριμωγμένο στα σκοινιά, καθώς βάλλεται και από εκείνους που δεν μπορούν να ανεχτούν τόσους νεκρούς κάθε μέρα και από εκείνους που δε θέλουν να «ξανακλείσουμε» με τίποτα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να ανεβάσει τους τόνους. Με τι στόχο; Οχι την ανάσχεση της πανδημίας, αλλά την αποκόμιση πολιτικής υπεραξίας. Σ’ αυτό βαραίνει και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα για εκλογές μέσα στο 2022, που θα κάνει ο Μητσοτάκης. Οι Τσιπραίοι, όπως εκμυστηρεύονται σε φιλικούς δημοσιογράφους, το θεωρούν δεδομένο.
Αμα δεν μπορείτε, να φύγετε, ν’ αναλάβουμε εμείς, να σώσουμε ζωές, λέει ο Τσίπρας. Η κυβέρνηση με δύο τρόπους μπορεί να φύγει.
Ο ένας είναι οι εκλογές, τις οποίες όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, φρονίμως ποιών, δεν τις ζητάει. Η ισχυρή προπαγάνδα του Μητσοτάκη θα κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ για εγκληματική ανευθυνότητα. Ασε που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε τις εκλογές αν γίνονταν τώρα, ακόμα και σε συνθήκες πολιτικής κρίσης.
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μια επανάληψη του Νοέμβρη του 2011. Τότε ο Γιωργάκης Παπανδρέου «κλάταρε» και παρέδωσε την εξουσία σε μια συμμαχική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Παπαδήμο, πρώην υποδιοικητή της ΕΚΤ. Αυτό επιβλήθηκε στον Παπανδρέου από το δίδυμο Μέρκελ-Σαρκοζί, αλλά και από ισχυρούς παράγοντες της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας. Επιβλήθηκε και στον Σαμαρά, που ήθελε να μείνει εκτός κυβέρνησης, για να κάνει πολιτική σπέκουλα με τα «Ζάππεια» και να διεκδικήσει καθαρή νίκη στις επόμενες εκλογές.
Ζητά κάτι τέτοιο σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν το ακούσαμε ποτέ. Ακούσαμε μόνο κάποια στιγμή αίτημα για υπουργό Υγείας «κοινής αποδοχής» (ο Τσίπρας πρότεινε την Λινού).
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε κυβέρνηση συνεργασίας για να αντιμετωπιστεί η πανδημία, θα έπρεπε να είναι έτοιμος να υποστεί το πολιτικό κόστος (όπως το υπέστη ο Σαμαράς το 2012). Βέβαια, ο Μητσοτάκης δε θα δεχόταν σήμερα μια τέτοια πρόταση (γιατί ο ίδιος θα έπρεπε να βγει σε πολιτική συνταξιοδότηση, όπως ο Γιωργάκης το 2011), οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα την έκανε εκ του ασφαλούς. Αν αύριο, όμως, δημιουργούνταν συνθήκες πολιτικής κρίσης, που θα απαιτούσαν το σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε δεσμευτεί προκαταβολικά για συμμετοχή. Το αποτέλεσμα θα ήταν να μοιραστεί το πολιτικό κόστος με τη ΝΔ (γιατί όλοι ξέρουν ότι θα συνεχιστεί η ίδια εγκληματική πολιτική).
Από την άλλη, κόμμα που ζητά συγκυβέρνηση επικαλούμενο την ανάγκη της αντιμετώπισης μιας κρίσης (υγειονομικής εν προκειμένω), θα πρέπει να καταθέσει κι ένα πρόγραμμα, ένα σύνολο μέτρων που πρέπει να παρθούν, για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Η πανδημική κρίση δεν σηκώνει ημίμετρα. Πρέπει να παρθούν ριζικά μέτρα που θα πλήξουν και την κεφαλαιοκρατία και τα δημόσια οικονομικά. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το θέλει αυτό.
Ούτε εκλογές ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε συγκυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Πολιτική σπέκουλα κάνει, για να φθείρει τη ΝΔ και να μπορέσει να τη νικήσει στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές.
Π.Γ.