Τηλεφώνησε στην εφημερίδα για να μεταφέρει τη «στενοχώρια» και την «απογοήτευσή» του για τη μηνυτήρια αναφορά που κάναμε στον Σπίρτζη και τους συνεργούς του. Ηταν ευγενέστατος. Μας έδωσε το όνομά του μόλις το ζητήσαμε, δεν έβρισε, δεν ανέβασε τους τόνους. Οση ώρα κράτησε η συζήτησή μας αρνήθηκε να συζητήσει οτιδήποτε επί της ουσίας. Ζητούσε μόνο να καταγράψουμε τη «στενοχώρια» και την «απογοήτευσή» του, επειδή του χαλάμε το όνειρο να πάει το γιο του στο νέο γήπεδο της ΑΕΚ.
Οταν του εξηγούσαμε ότι αυτό δεν είναι γήπεδο της ΑΕΚ αλλά γήπεδο της οικογένειας Μελισσανίδη, δεν ήθελε ν' ακούσει. Οταν του παραθέταμε ντοκουμέντα, το ίδιο. Οταν του είπαμε πως υπάρχει το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον, το οποίο κάθε έντιμος άνθρωπος πρέπει να βάζει πάνω από τα όποια οπαδικά αισθήματα, προσπάθησε να αποφύγει τη συζήτηση, μιλώντας μας για τη «θέληση της πλειοψηφίας». Οταν τον παραπέμψαμε σε συγκεκριμένα δημοσιεύματά μας, απάντησε ειλικρινέστατα ότι δεν πρόκειται να τα διαβάσει. Η συζήτησή μας έκλεισε χωρίς ένταση, με μια ακόμα αναφορά στη «στενοχώρια» και την «απογοήτευσή» του.
Κλείνοντας το τηλέφωνο και μολονότι δεν είμαστε άσχετοι από οπαδικά αισθήματα και συμπεριφορά κερκίδας, αναρωτηθήκαμε σε ποιο βαθμό μπορεί να φτάσει η τύφλωση. Μόνο με τον άλογο θρησκευτικό φανατισμό μπορεί να συγκριθούν αυτοί οι τρόποι σκέψης. Οι θρησκόληπτοι έχουν τουλάχιστον το άλλοθι του φόβου μπροστά στην «ημέρα της κρίσεως». Ο οπαδός τι άλλοθι μπορεί να έχει;
Ο συνομιλητής μας φαινόταν μορφωμένος άνθρωπος. Δεν μιλήσαμε για τις πολιτικές του απόψεις, αλλά σίγουρα φασισταριό δεν ήταν. Τα φασισταριά κρύβονται πίσω από την ανωνυμία που τους εξασφαλίζουν οι οπαδικές ιστοσελίδες και βρίζουν εκ του ασφαλούς (τουλάχιστον έτσι νομίζουν). Δε θα μας έκανε καμιά εντύπωση, όμως, αν ήταν αριστερός, προοδευτικός άνθρωπος. Εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο κάποιοι αναρχικοί (τρομάρα τους) να φωτογραφίζονται σε καμαρωτές χουλιγκάνικες πόζες και να εξαπολύουν απειλές στο όνομα του κιτρινόμαυρου οπαδισμού.
Αρα, η τύφλωση είναι από μόνη της ένα κοινωνικό φαινόμενο, την έκταση του οποίου δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε (συνήθως τον τόνο δίνουν οι «ενεργές μειοψηφίες»). Οπως συμβαίνει με τον θρησκευτικό φανατισμό, πρόκειται για μια μορφή ιδεολογίας, μια μορφή φενακισμένης συνείδησης, που ευνουχίζει κάθε δυνατότητα κριτικής σκέψης και παράγει έναν επικίνδυνο αντι-κοινωνικό οπορτουνισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι άνθρωποι που δηλώνουν αντικαπιταλιστές (και ενδεχομένως να αισθάνονται έτσι), κλείνουν τα μάτια και σέρνονται πίσω από βρομερά επιχειρηματικά σχέδια, επειδή αυτά τα σχέδια τους εξασφαλίζουν την υλοποίηση του «οράματός» τους.
Αυτή η συμπεριφορά είναι εξ ορισμού α-πολιτική και αντι-κοινωνική. Κι επειδή αντικαπιταλισμός υπό αίρεση ή με εξαιρέσεις δεν μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να υπάρχουν και αντικαπιταλιστές που «εν μέρει» σύρονται πίσω από καπιταλιστές χάριν μιας οπαδικής προτίμησης. Αν μιλούσαμε για απλούς λαϊκούς ανθρώπους, όπως ο από τηλεφώνου συνομιλητής μας, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε για τις αντιφάσεις που ακολουθούν τους ανθρώπους στην κοινωνική τους ζωή. Η ψευδής συνείδηση εμφανίζεται σε πλείστες όσες εκδηλώσεις στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων κι εμείς έχουμε δείξει πως δεν συμπεριφερόμαστε με ελιτισμό απέναντι στους εργαζόμενους.
Οταν, όμως, πρόκειται για ανθρώπους που δηλώνουν στρατευμένοι σε υψηλά ιδανικά, στο στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης, τότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αντιφάσεις. Οταν ο αντικαπιταλισμός έχει όριο τον οπαδισμό, τότε «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο» αυτού του «αντικαπιταλισμού».
Σε κάθε περίπτωση, η τύφλωση που οδηγεί σε α-πολιτική και αντι-κοινωνική συμπεριφορά είναι δεδομένη.
Π.Γ.