Αν κοιτάξει κανείς τους πολιτικούς κύκλους της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, θα διαπιστώσει ομοιότητες και παραλληλίες. Ηταν οι τρεις χώρες στην καρδιά της Ευρώπης που είχαν φασιστικά καθεστώτα μέχρι και τη δεκαετία του '70. Καθεστώτα που αντικαταστάθηκαν από κοινοβουλευτικές δημοκρατίες το ένα μετά το άλλο. Πρώτα στην Ελλάδα, μετά στην Ισπανία, μετά στην Πορτογαλία.
Και οι τρεις χώρες κυβερνήθηκαν μέχρι πρόσφατα από λίγο ή περισσότερο σταθερά δικομματικά συστήματα, με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα σε δυο βασικούς πόλους εξουσίας (έναν συντηρητικό και έναν σοσιαλδημοκρατικό). Και οι τρεις χώρες (που μαζί με την Ιρλανδία προσδιορίζονται από καταβολής ΕΟΚ ως «ευρωπαϊκός νότος») αντιμετώπισαν τα ισχυρότερα πλήγματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και μπήκαν σε σκληρά «προγράμματα» από την Ευρωζώνη.
Η εφαρμογή αυτών των «προγραμμάτων» οδήγησε και στην κατάρρευση του παγιωμένου τις προηγούμενες δεκαετίες δικομματισμού. Και βέβαια, όπως συμβαίνει σε περιόδους πολιτικής κρίσης, οι ομοιότητες σταματούν μόνο στο γεγονός της κατάρρευσης του παγιωμένου δικομματισμού. Μετά υπάρχουν μόνο διαφορές, που έχουν να κάνουν με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε χώρας.
Στην Ελλάδα, η κατάρρευση του δικομματισμού οδήγησε αρχικά σε μια τρικομματική συγκυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), η οποία στη συνέχεια έγινε δικομματική με τον τρίτο εταίρο της να «εξαερώνεται», η οποία σε διάστημα λιγότερο της τριετίας παραχώρησε τη θέση της σε μια συγκυβέρνηση της Αριστεράς μ' ένα κόμμα της Ακροδεξιάς, που συνεχίζεται έως και σήμερα. Στην Πορτογαλία, μετά από μια αποτυχημένη
απόπειρα προεδρικού πραξικοπήματος, σχηματίστηκε μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που στηρίζεται στις ψήφους και των δύο μερίδων της ψευτοαριστεράς. Μένει να δούμε τι είδους κυβέρνηση θα σχηματιστεί στην Ισπανία, αφού οι εκλογές της περασμένης Κυριακής πιστοποίησαν και εκεί την κατάρρευση του δικομματισμού.
Ολες αυτές οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και στα σχήματα που διαχειρίζονται την εξουσία παρουσιάζονται ως τα κορυφαία γεγονότα στη ζωή αυτών των χωρών. Τόνοι μελάνης χύνονται και χιλιάδες πληκτρολόγια «λιώνονται» για να εξηγηθούν οι κινήσεις του ενός ή του άλλου κόμματος, οι κρυφές και φανερές σκέψεις της μιας ή της άλλης πολιτικής προσωπικότητας. Οπως συμβαίνει συνήθως στην αστική πολιτική φιλολογία (και παραφιλολογία), η πραγματικότητα παρουσιάζεται ανεστραμμένη, σα να εικονίζεται μέσα από παραμορφωτικό κάτοπτρο.
Αναζητούνται ομοιότητες και διαφορές στις πολιτικές διεργασίες του αστικού συστήματος, αλλά παραβλέπεται η τεράστια ομοιότητα που σφραγίζει τις εξελίξεις και στις τρεις χώρες: ο καπιταλισμός συνεχίζει την πορεία του αλώβητος, στην πιο ακραία μορφή διαχείρισής του, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στον τομέα των κυβερνητικών διαχειριστών.
Στην Ελλάδα, η «αντιμνημονιακή» συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσκύνησε τους ιμπεριαλιστές δανειστές και υπέγραψε και με τα δύο χέρια τη συνέχιση της πολιτικής που ακολουθούσαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στην Πορτογαλία, η «κυβέρνηση της Αριστεράς» σχηματίστηκε αφού προηγουμένως ο πρωθυπουργός του διαβεβαίωσε ότι θα σεβαστεί πλήρως τις «διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας» και ιδιαίτερα τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ένταξή της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Αμφιβάλλει κανείς ότι το ίδιο θα συμβεί και στην Ισπανία, όποιος κι αν είναι ο κυβερνητικός συνδυασμός που θα αναδειχτεί τις επόμενες μέρες;
Υπάρχει μια συγκολλητική ουσία που δημιουργεί τους κυβερνητικούς συνδυασμούς σε κάθε χώρα. Αυτή η συγκολλητική ουσία είναι ο καπιταλισμός, που κάθε αστική κυβέρνηση σέβεται και υπηρετεί, όσες αριστερές κορδέλες κι αν κρεμάσει στα προεκλογικά της πανό.
Π.Γ.