Η φράση του Τσίπρα «Είμαστε κι εμείς νοικοκυραίοι» σχολιάστηκε δεόντως. Είχε και συνέχεια, όμως, η φράση, η οποία πέρασε σχεδόν ασχολίαστη: «Απευθυνόμαστε και ασχολούμαστε κυρίως με τα προβλήματα της μεσαίας τάξης». Ακόμη και στο επίπεδο των διατυπώσεων, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ φροντίζει να βρίσκεται πολύ πίσω από το ΠΑΣΟΚ του 1974-85. Το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως πολιτικός εκφραστής των «μη προνομιούχων», ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως πολιτικός εκφραστής της «μεσαίας τάξης».
Ο όρος «μεσαία τάξη» ξενίζει έναν μαρξιστή. Και δικαίως. Γιατί έχει καθιερωθεί από την αστική κοινωνιολογία, η οποία αρνείται την ταξική διαίρεση της κοινωνίας και αναζητά άλλες διαιρέσεις. Ο όρος «μεσαία τάξη» υπονοεί έναν πολτό, στον οποίο αναμιγνύονται ένα κομμάτι της εργατικής τάξης (κυρίως εργαζόμενοι με ειδίκευση και σταθερή δουλειά), τα μικροαστικά στρώματα (μισθωτά και μη) και ένα κομμάτι από τα χαμηλότερα στρώματα της αστικής τάξης. Από άποψη κοινωνικής συμπεριφοράς αυτός ο πολτός χαρακτηρίζεται με τον όρο «νοικοκυραίοι» (που υποδηλώνει πίστη στον καπιταλισμό), ενώ από άποψη πολιτικής συμπεριφοράς έχει χρησιμοποιηθεί και ο όρος «μεσαίος χώρος» (παλιότερα τον έλεγαν «κέντρο»).
Προ εικοσαετίας είχε χρησιμοποιηθεί και ο όρος «κοινωνία των δύο τρίτων», ο οποίος μάλλον έχει εγκαταληφθεί. Υπονοούσε κοινωνίες στις οποίες τα 2/3 του πληθυσμού ευημερούσαν, ενώ το 1/3 ζούσε σε μόνιμη ανασφάλεια, μεταξύ ανεργίας και εργασίας. Η ευημερία, βέβαια, ήταν έννοια απολύτως σχετική. Αλλο ήταν το επίπεδο διαβίωσης ενός ειδικευμένου εργαζόμενου με σταθερή δουλειά, άλλο το επίπεδο ενός ελεύθερου επαγγελματία με σταθερή πελατεία (π.χ. ενός μηχανικού ή ενός γιατρού) και άλλο το επίπεδο ενός βιοτέχνη με 20 άτομα προσωπικό. Παρά ταύτα, για να εξαφανιστεί η ταξική διαίρεση, οι πάντες συγκεντρώνονταν σε μια ενιαία κατηγορία.
Η κρίση κατέστρεψε αυτόν τον πολτό. Οχι με συμμετρικό τρόπο, αλλά τον κατέστρεψε. Ειδικευμένοι εργάτες έμειναν άνεργοι και όσοι παρέμειναν εργαζόμενοι ένιωσαν στο πετσί τους την πιο στυγνή εκμετάλλευση του βιομήχανου ή βιοτέχνη αφεντικού τους. Στο χώρο της οικοδομής έμειναν άνεργοι οι οικοδόμοι, αλλά και οι υπεργολάβοι και οι μηχανικοί. Το δόγμα που επικράτησε, ιδιαίτερα μεταξύ των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, ήταν το «πατήστε επί πτωμάτων, μπας και διασωθείτε».
Παρά ταύτα, η κρίση δεν διέλυσε και τη σύγχυση περί «μεσαίας τάξης» και τις αυταπάτες περί επαναφοράς στην κατάσταση της «ευμάρειας». Δεν οδήγησε στην άνοδο της ταξικής συνείδησης, δεν έφερε τον ταξικό διαχωρισμό στην καθαρή μορφή του. Αυτή τη σύγχυση έρχεται να εκμεταλλευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ, παίζοντας στο ταμπλό της «μεσαίας τάξης» και σπεκουλάροντας πολιτικά με υποσχέσεις επιστροφής στο «ευτυχισμένο παρελθόν».
Ετσι, συντηρεί τον συντηρητισμό των μικροαστικών στρωμάτων, τα οποία –για να θυμηθούμε το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ και Ενγκελς– είναι επαναστατικά μόνο από την άποψη της συντελούμενης προλεταριοποίησής τους, ενώ παράλληλα θολώνει τον ταξικό ορίζοντα των εργατών, μεγάλα τμήματα των οποίων έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούν κοινωνικό όνειδος την ίδια την ιδιότητα του εργάτη και να αναζητούν άλλους προσδιορισμούς, όπως ας πούμε «ιδιωτικός υπάλληλος».
Γι’ αυτό και τέτοιες αναφορές δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται απλώς σαν παπάρες, αλλά ως εκφράσεις μιας αντεργατικής, αντεπαναστατικής πολιτικής.
Π.Γ.