Η Κομισιόν αποφάσισε να απαιτήσει από την αμερικανική Apple να επιστρέψει στο φορολογικό σύστημα της Ιρλανδίας ποσό 13 δισ. ευρώ (14,5 δισ. δολαρίων), διότι η ειδική φορολογική συμφωνία που είχε κάνει η Apple με την ιρλανδική κυβέρνηση προέβλεπε την καταβολή εταιρικού φόρου μόλις 0,005% έως 1% επί των κερδών που πραγματοποίησε στην Ευρώπη, με έδρα την Ιρλανδία. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η συμφωνία Apple-Ιρλανδίας αντίκειται στους κανόνες του ανταγωνισμού και φέρνει την αμερικάνικη εταιρία σε προνομιακή θέση έναντι ανταγωνιστριών εταιριών που έχουν την έδρα τους σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Φυσικά, η Apple αντέδρασε. Και δεν αντέδρασε μόνον ως Apple. Αντέδρασε ως αμερικανική κυβέρνηση. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ εξέδωσε μια σφοδρότατη ανακοίνωση καταγγελίας της απόφασης της Κομισιόν, σημειώνοντας ότι αυτή απειλεί «το πνεύμα της εμπορικής συνεργασίας» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ και υπονομεύει τις ξένες επενδύσεις.
Αντέδρασε, όμως, και η ιρλανδική κυβέρνηση με τον υπουργό Οικονομικών Μάικλ Νούναν να ανακοινώνει ότι ετοιμάζει έφεση κατά της απόφασης της Κομισιόν. Οπως σημειώθηκε σε ευρωπαϊκά έντυπα, η απόδοση από την Apple του φόρου των 13 δισ. ευρώ που της καταλόγισε η Κομισιόν, θα κάλυπτε το σύνολο του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας για την Υγεία ή θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή 100.000 διαμερισμάτων για αναξιοπαθούντες Ιρλανδούς ή, σε τελική ανάλυση, θα μείωνε ισόποσα το δημόσιο χρέος της χώρας.
Παρά ταύτα, η ιρλανδική κυβέρνηση συντάσσεται με την Apple και με την αμερικανική κυβέρνηση. Οχι με την Κομισιόν. Μια χώρα που μέχρι πρότινος ήταν σε Μνημόνιο και εξακολουθεί να εφαρμόζει μια σκληρή δημοσιονομική πολιτική δε θέλει να βάλει 13 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία της!
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι παράδοξο. Ολα είναι απόλυτα εξηγήσιμα. Ολα αποτελούν όψεις του σύγχρονου καπιταλισμού και του ανταγωνισμού ανάμεσα στα μονοπώλια σε παγκόσμιο επίπεδο, στον οποίο παίρνουν μέρος και τα κράτη σε ρόλο φρουρών των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Η Κομισιόν δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού της Ιρλανδίας. Ειδικά για την κοινωνική πολιτική που θα μπορούσε να ασκήσει το ιρλανδικό κράτος. Δεν ενδιαφέρεται καν για τις ειδικές φορολογικές συμφωνίες που συνάπτει το ιρλανδικό κράτος με μονοπωλιακούς ομίλους, αλλά για εκείνες τις συμφωνίες που ευνοούν μονοπωλιακούς ομίλους ανταγωνιστικούς προς αυτούς του γαλλογερμανικού άξονα. Αν στη θέση της Apple ήταν η γερμανική Mercedes ή η γαλλική Vinci, δε θα υπήρχε καμιά αντίδραση από πλευράς Κομισιόν.
Για τους ίδιους λόγους αντιδρά η αμερικάνικη κυβέρνηση και απειλεί με πλήγματα στις γενικότερες εμπορικές συμφωνίες ΗΠΑ-ΕΕ. Οταν, όμως, οι αμερικάνικοι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν πλήξει άγρια γερμανικούς κολοσσούς όπως η Siemens (στην υπόθεση με τις μίζες) και η Volkswagen (στην υπόθεση με το παραπειστικό λογισμικό για τους πετρελαιοκινητήρες), η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έπρεπε να περιμένει τα γερμανικά αντίμετρα. Σ' αυτό το επίπεδο ο ανταγωνισμός δε διεξάγεται με ροδοπέταλα, αλλά μ' έναν ανελέητο οικονομικό πόλεμο, που έχει θύματα ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους, μέχρι οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων να καθήσουν στο τραπέζι και ν' αναζητήσουν μια νέα συμφωνία, ένα νέο συμβιβασμό.
Οσο για την ιρλανδέζικη κυβέρνηση, αυτή υπηρετεί πιστά το όραμα του κομπραδορισμού της αστικής τάξης της χώρας, που έχει κάνει την επιλογή της μετατροπής της σε φορολογικό παράδεισο και ταυτόχρονα σε παράδεισο εξευτελιστικών (για τη Βόρεια Ευρώπη) μισθών και ημερομισθίων, ώστε να προσελκύονται επενδύσεις μονοπωλιακών ομίλων και η ίδια (η αστική τάξη της Ιρλανδίας) να δραστηριοποιείται ως υπεργολάβος και περιφερειακός προμηθευτής αυτών των ομίλων.
Π.Γ.