Ας μιλήσουμε για το Ασφαλιστικό. Πιέζει ή όχι η μακροβιότητα την οικονομική ισορροπία του συστήματος; Ασφαλώς και την πιέζει. Οταν οι συνταξιούχοι ζουν περισσότερα χρόνια, λογικό είναι να καταναλώσουν μεγαλύτερο μέρος του ασφαλιστικού κεφάλαιου (συντάξεις και δαπάνες υγείας).
Εξίσου, όμως, αν όχι περισσότερο πιέζουν την ισορροπία του συστήματος η υψηλή ανεργία και οι λεγόμενες ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αφού δουλεύουν λιγότεροι και αναγκαστικά λιγότερο. Αυτά είναι απότοκα της ανόδου της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας (και της απαραίτητης συνοδού της, που είναι η αύξηση της εντατικότητας της εργασίας), που έχει ως αποτέλεσμα ένας μικρότερος αριθμός εργαζόμενων να κινεί μια μεγαλύτερη μάζα μέσων παραγωγής και μη παραγωγικού κεφάλαιου.
Σ’ αυτό το διπλό πρόβλημα (μακροβιότητα από τη μια, λιγότεροι εργάτες στη δουλειά από την άλλη) δε μπορεί να δοθεί λύση τεχνοκρατική, ταξικά ουδέτερη. Υποχρεωτικά θα υπάρξει ταξικό πρόσημο.
Μας μιλούν, για παράδειγμα, για τη χειροτέρευση της αναλογιστικής σχέσης ανάμεσα σε εργαζόμενους και συνταξιούχους. Αν μειωνόταν το ωράριο εργασίας (χωρίς μείωση μισθού), αν απαγορευόταν η μερική απασχόληση, αν τηρούνταν οι ειδικότητες (αντί ο εργάτης να γίνεται λάστιχο για να μη χάνεται ούτε δευτερόλεπτο του ημερήσιου χρόνου εργασίας), τότε η αναλογιστική σχέση θα βελτιωνόταν και σε κάθε συνταξιούχο θα αντιστοιχούσαν περισσότεροι εργαζόμενοι. Αυτό, όμως, αντίκειται στον βασικό οικονομικό νόμο του σύγχρονου καπιταλισμού, που είναι το κυνήγι του μέγιστου κέρδους (όχι του μέσου ποσοστού του κέρδους).
Επομένως, μιλώντας καθαρά τεχνοκρατικά, η βελτίωση της οικονομικής ισορροπίας του ασφαλιστικού συστήματος προσκρούει στη λειτουργία του βασικού οικονομικού νόμου του σύγχρονου καπιταλισμού. Η κυρίαρχη ιδεολογία, όμως, έχει προσδώσει σ’ αυτόν τον οικονομικό νόμο χαρακτηριστικά ιερής αγελάδας. Απαγορεύεται και να σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να τον αγγίξει.
Οταν μιλάμε για το Ασφαλιστικό, όμως, δεν μιλάμε για ξερούς αριθμούς, για έσοδα και δαπάνες. Μιλάμε γι’ ανθρώπους. Και μάλιστα γι’ ανθρώπους που είναι οι μόνοι που παράγουν, που είναι αυτοί που δημιουργούν τον κοινωνικό πλούτο. Και μόνο η έκρηξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας (λόγω επιστημονικής και τεχνικής προόδου) αρκεί για να οραματιζόμαστε ένα μέλλον με λιγότερη ημερήσια δουλειά και λιγότερα χρόνια στη δουλειά. Γιατί, όμως, η συζήτηση γίνεται μόνο για το αντίθετο; Γιατί η κοινωνία προσκρούει στη στενή βάση του καπιταλισμού. Λιγότερες ώρες στη δουλειά σημαίνει χαμηλότερο ποσοστό υπεραξίας για το κεφάλαιο. Λιγότερα χρόνια στη δουλειά σημαίνει ότι ένα μεγαλύτερο κοινωνικό απόθεμα πρέπει να διατεθεί για τους συνταξιούχους, που με τη σειρά του σημαίνει ότι οι εύποροι πρέπει να πληρώσουν περισσότερους φόρους.
Απ’ όπου και να πιάσεις το Ασφαλιστικό, λοιπόν, οδηγείσαι στο συμπέρασμα ότι δε μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και τη λειτουργία των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού. Επειδή τα πράγματα έχουν ζορίσει, ο αγώνας πρέπει να είναι σκληρός. Αλλιώς θα χαθεί κι ό,τι έχει απομείνει. Ας μπει, λοιπόν, στο κέντρο των διεκδικήσεων το σύνολο των κοινωνικών αναγκών. Μόνο έτσι ο αγώνας θα αποκτήσει σημασία και προοπτική. Αν γίνει αυτό, τότε είναι βέβαιο ότι στο βάθος θα αναβοσβήσει το παλιό σινιάλο: κομμουνισμός ή βαρβαρότητα;
Π.Γ.