Για την ερχόμενη Τετάρτη, 9 Νοέμβρη, έχει προκηρυχτεί 24ωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία. Το «πανεργατική», βέβαια, μόνο ως ευφημισμός μπορεί να θεωρηθεί. Ξέρουμε όλοι τι κατάσταση επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας, που εμποδίζει να απεργήσουν ακόμη και εργάτες/εργάτριες που θα ήθελαν να απεργήσουν.
Η προηγούμενη παρόμοια απεργία είχε γίνει στις 6 Απρίλη. Πριν από εφτά μήνες. Αλλά δεν έχει σημασία να μετράμε πόσες τέτοιες απεργίες γίνονται κάθε χρόνο. Την ουσία τους πρέπει να βλέπουμε.
Για παράδειγμα, τα δύο πρώτα χρόνια των Μνημονίων έγιναν άφθονες τέτοιες απεργίες. Οσες δεν είχαν γίνει την προηγούμενη δεκαετία. Και είχαν και συμμετοχή μεγάλη στις απεργιακές συγκεντρώσεις. Ηταν μια τακτική εκτόνωσης της εργατικής οργής, χωρίς σχέδιο, χωρίς προοπτική, με προδιαγεγραμμένη την ήττα. Κι όταν συσσωρεύτηκαν πολλές ήττες, καθώς οι αντεργατικές και αντιλαϊκές νομοθετικές παρεμβάσεις προωθούνταν τότε με καταιγιστικό ρυθμό, έφεραν την ηττοπάθεια και η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία κήρυξε τη λήξη της… αγωνιστικής γυμναστικής, με το παλιό και χιλιοειπωμένο επιχείρημα «δεν τραβάει ο κόσμος».
Δηλαδή «τραβάει ο κόσμος» και έπρεπε να προκηρυχτούν περισσότερες απεργίες και 24ωρες και 48ωρες και… διαρκείας ακόμη, όπως έγραφαν στα πανό τους και διακήρυσσαν από τις ντουντούκες κάποιοι… υπερεπαναστάτες που καλούν στη δημιουργία… εργατικής κυβέρνησης κάθε τρεις και λίγο;
Λάθος ερώτημα, λάθος τοποθέτηση του ζητήματος. Εκείνοι που ζητούν συνεχώς από την πουλημένη στο κεφάλαιο ΓΣΕΕ να προκηρύξει και άλλες 24ωρες απεργίες (ίσα με πέντε-έξι το χρόνο, όχι πολύ παραπάνω), δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να λειτουργούν ως αριστερή αντιπολίτευση στην πουλημένη εργατοπατερία φυτοζωώντας μέσα στο συνδικαλιστικό της σύστημα. Αντί να κοιτάξουν την ουσία, επιδίδονται σε εκδηλώσεις απεργιακής αριθμολαγνείας.
Οι ίδιοι, κάθε φορά που η ΓΣΕΕ κηρύσσει 24ωρη, υπηρετώντας πάντα το δικό της σχεδιασμό, αισθάνονται τρισευτυχισμένοι. Και, φυσικά, δεν παραλείπουν να μιλήσουν για «νέο ξεκίνημα», για «ξεπέρασμα των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών» και άλλα τέτοια ηχηρά και ταξικοφανή.
Δεν βλέπουν την πραγματικότητα; Αν εξαιρέσουμε κάποιους εντελώς ιδεοληπτικούς, φυσικά και βλέπουν την πραγματικότητα. Ξέρουν, για παράδειγμα, ότι στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα η συμμετοχή θα είναι πάρα πολύ χαμηλή, γιατί εκεί βασιλεύει ο τρόμος των καπιταλιστών και των ρουφιάνων τους και οι εργάτριες και εργάτες αισθάνονται αδύναμοι, απροστάτευτοι.
Προς τι τότε όλη αυτή η αγωνιστική φαντασιοκοπία και ο αχαλίνωτος απεργιακός βερμπαλισμός; Δεν αντιλαμβάνονται ότι μιλώντας σε κάθε 24ωρη για «νέο ξεκίνημα», προκαλούν πικρά μειδιάματα, γιατί όλος ο εργατόκοσμος θυμάται ότι τα ίδια έλεγαν και στην προηγούμενη 24ωρη, πριν από μερικούς μήνες, και στις δυο 24ωρες που έγιναν πέρυσι και πάει λέγοντας. Πώς μπορεί να πείσει κάτι που επαναλαμβάνεται με την ίδια περιοδικότητα που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κηρύσσει τις 24ωρες και είναι το ακριβώς αντίθετο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας;
Αυτό που συμβαίνει είναι η κοινοβουλευτικοποίηση των συνδικαλιστικών αγώνων. Κάθε φορά που η πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία προκηρύσσει μια 24ωρη, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως ταξικοί πρέπει να επιδοθούν στην ίδια αγωνιστική φλυαρία, όπως ακριβώς τα αστικά κόμματα επαναλαμβάνουν συνεχώς κάποια σλόγκαν που έχουν επεξεργαστεί τα επιτελεία προπαγάνδας που διαθέτουν.
Αυτή είναι και μια μέθοδος συσπείρωσης και αναπαραγωγής, που δεν έχει να κάνει με το αν η συλλογικότητα είναι μικρή ή μεγάλη. Ετσι έμαθε να λειτουργεί, έτσι συνεχίζει. Αλλωστε, η πολιτική της λειτουργία είναι στηριγμένη στο σχήμα «πομπού – δέκτη». Θεωρεί ότι οι αγωνιστικές εκκλήσεις και ο ταξικός βερμπαλισμός είναι ταξική ζύμωση. Οτι μ’ αυτά θα ξεσηκωθούν οι εργατικές μάζες. Η διαλεκτική σχέση αυθόρμητου-συνειδητού είναι terra incognita γι’ αυτές τις συλλογικότητες. Ουδέποτε μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι το αυθόρμητο κίνημα ωριμάζει μέσα από σύνθετες διαδικασίες, που μόνο όταν έχεις πάρα πολλούς ιμάντες σύνδεσης με τους χώρους δουλειάς μπορείς να τις αντιληφθείς. Κι ότι χρέος του συνειδητού στοιχείου του κινήματος, της πολιτικά οργανωμένης πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, δεν είναι να απευθύνει αγωνιστικές εκκλήσεις στη φάση της πτώσης του αυθόρμητου κινήματος και να σέρνεται στην ουρά του αυθόρμητου στη φάση της ανόδου του, αλλά να δημιουργεί εκείνους τους δεσμούς που θα της επιτρέψουν, στη φάση της ανόδου, να βρεθεί στην κεφαλή του κινήματος, να μπορεί να το επηρεάσει, να το «μπολιάσει» με ταξική συνείδηση, να το κατευθύνει σε ταξικές διεκδικήσεις, να το βοηθήσει να βγάλει όλη τη δυναμική του στο στίβο του ταξικού αγώνα.
Περιττεύει να πούμε πως οι ιμάντες σύνδεσης είναι πια πολύ πιο αδύναμοι σε σχέση με το παρελθόν. Από τη μια η πλήρης γραφειοκρατικοποίηση του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, από την άλλη η εργοδοτική τρομοκρατία, πλαισιωμένη μ’ ένα δρακόντειο νομοθετικό σύστημα, έχουν σπάσει αυτό που στο παρελθόν ονομαζόταν συνδικαλιστική ζωή και η πραγματικότητα αυτή δυσκολεύει τα πράγματα.
Δηλαδή να μη συμμετέχουμε σ’ αυτές τις σκόρπιες και εν πολλοίς «εθιμοτυπικές» (ο χαρακτηρισμός ανήκει στον τραπεζίτη Ζολώτα και τον χρησιμοποίησε όταν ήταν «οικουμενικός» πρωθυπουργός της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ενιαίου Συνασπισμού το 1989) απεργίες;
Πρόκειται για ψευτοδίλημμα. Ο εργάτης και η εργάτρια με ταξική συνείδηση πρέπει να συμμετάσχει ακόμη και σε τέτοιες απεργίες. Ακόμη κι όταν γνωρίζει ότι απλά θ’ ακουστεί μια φωνή διαμαρτυρίας, αυτή η φωνή πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο δυνατή.
Οχι μόνος του, όμως, ως ένα είδος σύγχρονου Ζορό, αλλά μαζί με τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες. Αν αυτό εγκυμονεί κινδύνους απολύσεων και το κίνημα δεν είναι σε θέση να τις αποτρέψει, αν οι εργάτες και οι εργάτριες φοβούνται, τότε ο ταξικός συνδικαλιστής δεν πρέπει να αποσπαστεί από τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές του, κάνοντας επίδειξη προσωπικής γενναιότητας και δείχνοντας -έστω και εμμέσως- τους/τις υπόλοιπους/ες ως δειλούς και υποταγμένους.
Υπάρχουν άπειροι συνδυασμοί συνθηκών που αντιμετωπίζει ο ταξικός συνδικαλιστής. Σχεδόν όσοι είναι και οι χώροι δουλειάς. Και πρέπει ν’ αποφασίσει με κριτήριο τι προωθεί την ταξική δουλειά στο χώρο και όχι αναγορεύοντας σε ύψιστο καθήκον την 24ωρη της ΓΣΕΕ, η μη συμμετοχή στην οποία είναι… προδοσία.
Κι επειδή πρέπει να τα λέμε όλα, για να μην κοροϊδευόμαστε ή να μην νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν να μας κοροϊδέψουν με τον αγωνιστικό βερμπαλισμό, πρέπει να σημειώσουμε ότι ακόμη και αυτές τις σκόρπιες, ασυντόνιστες και σε μεγάλο βαθμό «εθιμοτυπικές» 24ωρες απεργίες, που γίνονται μια-δυο φορές το χρόνο, τις εντάσσουν στις προεκλογικές τακτικές, αναζητώντας ψήφους και όχι τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και την ταξική-αγωνιστική αφύπνισή της.
Η ίδια η εκλογική τακτική, όποιος κομματικός φορέας κι αν την προωθεί, υπονομεύει την ταξική συσπείρωση και την ταξική ανασυγκρότηση. Η εκλογική τακτική φτιάχνει απελπισμένους ψηφοφόρους και όχι αγωνιστές του ταξικού αγώνα. Γιατί η εκλογική τακτική είναι εξ ορισμού υπονομευτική, ιδιαίτερα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων.
Η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος πρέπει να γίνει μέλημα των πρωτοπόρων εργατών και εργατριών παντού. Μακριά από τα μάτια των ρουφιάνων της καπιταλιστικής εργοδοσίας, με δουλειά μυρμηγκιού ανάμεσα στους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες, για να υπάρξει και πάλι ταξική αισιοδοξία, πίστη στις δυνάμεις του συλλογικού αγώνα και κυρίως πίστη στην ίδια την ανάγκη της ταξικής συσπείρωσης, που δεν έχει καμιά σχέση με το σάπιο σύστημα της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ή του ρεφορμισμού των μεγάλων λόγων και της ψηφοθηρίας. Ταξική ανασυγκρότηση δε γίνεται με παχιά λόγια και κούφιο ακτιβισμό, αλλά με ειλικρίνεια, με κατανόηση του φόβου των συναδέλφων, με κατάκτηση της εμπιστοσύνης τους.
Κορωνίδα της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική συσπείρωση στη βάση ενός προγράμματος επαναστατικής ανατροπής. Ενός προγράμματος που θα διατυπώνει τα ταξικά αιτήματα του σήμερα και θα χαράζει τους άξονες για το φωτεινό μέλλον του αύριο.
Σ’ αυτόν τον αγώνα καλούμε όλες τις εργάτριες και όλους τους εργάτες, όσες και όσους εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους με τη μισθωτή εργασία.
ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΙΑ