Πώς κύλησε η μισή προεκλογική περίοδος; Με Κασιδιάρη, Τζανερίκο και Γεωργούλη. Φρέσκο πράγμα. Πιο σημαντικό από το έγκλημα στα Τέμπη (για τις υποκλοπές δεν το συζητάμε).
Και η πολιτική; Η οικονομική και κοινωνική πολιτική; Πετάνε κάποιες κουβέντες οι μονομάχοι στις περιοδείες τους, σε συνθήκες που οι χειροκροτητές μαζεύονται για να χειροκροτήσουν την αρχηγάρα και όχι για να δώσουν βάση στα λεγόμενά της.
Τον τόνο, όμως, δίνουν τα αστικά Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης, που καθορίζουν την ατζέντα της επικαιρότητας και τα οποία τροφοδοτούν με δηλώσεις τους τα ηγετικά στελέχη των αστικών κομμάτων.
Δείτε το σίριαλ με τον Γεωργούλη, που ακόμη συνεχίζεται. Κι όταν δεν έχουν κάτι καινούργιο για την ουσία της υπόθεσης, κατασκευάζουν κάτι και το τραβάνε σκοινί κορδόνι. «Τρεις ακόμη εργαζόμενοι είναι έτοιμοι να καταγγείλουν τον Γεωργούλη». «Συριζαία αυτή που έγραψε πρώτη το όνομα του θύματος».
Δεν έχει σημασία το ότι κανένας/καμιά από τους τρεις δεν μίλησε επίσημα ή μέσω δικηγόρου. Δεν έχει σημασία που η καταγγελλόμενη ως η πρώτη που έγραψε το όνομα διαψεύδει ότι ήταν αυτή, όπως και ότι είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Σημασία έχει να βρίσκεται κάτι για να συνεχίζεται το σίριαλ. Για ποιο λόγο; Για να κάνει ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ (όταν θα πάψει να ενδιαφέρει, θα ρίξουν πέπλο σιωπής).
Εφτασαν στο σημείο να δημοσιεύεται το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που διόρισε ο Μητσοτάκης, για τα Τέμπη και να το ξεπετούν με τρεις κουβέντες, για να επανέλθουν στον Γεωργούλη που «τρώει» το μισό χρόνο των ραδιοτηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων.
Προβλέποντας ότι ο Γεωργούλης σε λίγο δε θα προκαλεί κανένα ενδιαφέρον (βλέπετε δεν υπάρχει και πρόσβαση στη δικογραφία στις Βρυξέλλες), ο μηχανισμός προπαγάνδας του μεγάρου Μαξίμου ξαναζέστανε τα περί «κυβέρνησης των ηττημένων».
Το κουπί τραβάει ο ίδιος ο Μητσοτάκης, που ξαναμίλησε για «τερατογένεση», προσαρμόζοντας στη σημερινή εποχή τις βρομιές του μοναρχοφασισμού περί «μιασμάτων». Στο έργο σπεύδουν να παίξουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Δραγασάκης και ο Τσακαλώτος. Ο τελευταίος αναρωτήθηκε: «Αμα έχουν τρία κόμματα 47% ή 48%, τι ηττημένοι θα είναι; Εδώ έχουμε κυβερνήσεις με πολύ μικρότερα ποσοστά. Εδώ τη ΝΔ δεν την πειράζει να κυβερνήσει μετά τις δεύτερες εκλογές με 35%, 36% ή 38%».
Ξέχασε πως τον όρο «κυβέρνηση των ηττημένων» τον χρησιμοποίησε πρώτος ο Τσίπρας. ‘Η μήπως δεν το ξέχασε, αλλά επέλεξε να τροφοδοτήσει αυτήν τη συζήτηση, ώστε να αποφεύγονται κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν την οικονομική και κοινωνική πολιτική; Βάζουμε κι αυτήν την πιθανότητα, γιατί η εκλογική παράδοση έχει καθιερώσει συγκεκριμένη απάντηση γι’ αυτού του τύπου τα ερωτήματα: «Δεν υπάρχει περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι πρώτο κόμμα, δεν συζητώ για ενδεχόμενα που έχουν μηδενική πιθανότητα να συμβούν». Το λες και καθαρίζεις. Δεν μπορεί να μην το ξέρει ο Τσακαλώτος.
Αλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σπεύδουν να διαψεύσουν αυτό που είπε ο Τσακαλώτος, τροφοδοτώντας κι αυτά με τη σειρά τους την ίδια φιλολογία. Ενώ τα στελέχη της ΝΔ λένε πως αν στις δεύτερες εκλογές δεν προκύψει αυτοδυναμία, θα απευθυνθούν για συγκυβέρνηση στο ΠΑΣΟΚ και αν το ΠΑΣΟΚ αρνηθεί, τότε αναγκαστικά θα προκύψουν τρίτες εκλογές για τις οποίες θα φταίει το ΠΑΣΟΚ.
Κύριο θέμα είναι οι μετεκλογικές κολεγιές, οι συνδυασμοί συνεργασιών που μπορεί να προκύψουν και όχι η πολιτική που θα εφαρμοστεί. Τα αστικά Μέσα δείχνουν ιδιαίτερη επιμονή σ’ αυτήν τη συζήτηση και εκτιμούμε ότι θα το πάνε έτσι μέχρι την ημέρα των εκλογών.
Είναι ακριβώς αυτό που συμφέρει το σύστημα. Η πολιτική θεωρείται δεδομένη και είναι ίδια για όλα τα αστικά κόμματα εξουσίας. Εκείνο που θα κρίνουν οι εκλογές είναι ποιοι θα συνεργαστούν με ποιους, ώστε να διαχειριστούν αυτήν τη δεδομένη πολιτική.
Αν το πεις σε στέλεχος κόμματος, θα διαμαρτυρηθεί ζωηρά. Και θ’ αρχίσει να σου αραδιάζει διάφορα. Αν το πεις σε στέλεχος του αστικού Τύπου, θα χαμογελάσει ειρωνικά και θα σου πει: «Ακου τι σου λέω εγώ. Αλλο η προεκλογική προπαγάνδα, άλλο η διακυβέρνηση».
Είναι ίσως η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που τα αστικά κόμματα εξουσίας εμφανίζονται τόσο απογυμνωμένα σε προεκλογική περίοδο. Που ο τόνος δεν πέφτει στις υποτιθέμενες προγραμματικές διαφορές τους, αλλά σε θέματα τύπου Γεωργούλη, Τζανερίκου, Πάτση, Πολάκη και τα παρόμοια.
Η πλάκα είναι πως αλληλοκατηγορούνται για… τοξικότητα στην προεκλογική αντιπαράθεση. Και μόλις τελειώσουν με τις κατηγορίες για την τοξικότητα του αντιπάλου, πιάνουν το πηλοφόρι και το μυστρί και επιδίδονται μετά μανίας στη λασπομαχία. Το ίδιο και τα δημοσιογραφικά επιτελεία. Γράφουν άρθρα ενάντια στην τοξικότητα που υποτίθεται ότι διασπά τον λαό και την ίδια στιγμή αναγορεύουν σε μείζονα ζητήματα αυτά που υποτίθεται πως είναι τοξικά!
Αν ψάξουμε λίγο τις αιτίες της απογύμνωσης της προεκλογικής αντιπαράθεσης από πολιτικά προγράμματα (αυτά τα συνονθυλεύματα διαχειριστικών προτάσεων, που συνήθιζαν να τα αποκαλούν πολιτικά προγράμματα), θα φτάσουμε στη μνημονιακή περίοδο. Τότε που οι μάσκες έπεσαν η μία μετά την άλλη και αποκάλυψαν τη γουρουνίσια μούρη όλων τους.
Τι έγιναν τα «Ζάππεια» του Σαμαρά; Υπογραφή του δεύτερου Μνημόνιου! Τι έγινε το «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο σε ένα άρθρο» του Τσίπρα; Υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου! Τον Ιούλη του 2015 έληξε και τυπικά η ψευτο-αντιπαράθεση μνημόνιου-αντιμνημόνιου. Ολοι μαζί, από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ μέχρι το μόρφωμα του Καμμένου, ψήφισαν το τρίτο Μνημόνιο.
Γι’ αυτό και έκτοτε δεν έχουν μεγάλα περιθώρια πολιτικής αντιπαράθεσης και καταφεύγουν αναγκαστικά στη λασπομαχία. Κι όποιον καταφέρουν να κοροϊδέψουν…
Παλαιότερα, η αντιπολίτευση (σοσιαλδημοκρατική και ψευτοαριστερή) θεωρούσε υποχρέωσή της να αναφερθεί στο «μέσα κι έξω από τη Βουλή». Το «έξω» αναφερόταν στους ταξικούς και ευρύτερα κοινωνικούς αγώνες. Σύμφωνα με τη ρητορική εκείνων των εποχών, οι αγώνες που γίνονταν έξω από τη Βουλή θα έριχναν την κυβέρνηση, όμως η λαϊκή νίκη θα εξασφαλιζόταν στην κάλπη, με την ήττα της δεξιάς κυβέρνησης.
Σύμφωνα με την ίδια ρητορική, οι αγώνες από μόνοι τους δεν μπορούσαν να επιφέρουν νίκες στο επίπεδο των άμεσων διεκδικήσεων (με την μαρξιστική έννοια του όρου), επειδή η κυβέρνηση ήταν ανάλγητη και χρησιμοποιούσε την κρατική καταστολή για να τσακίσει τους αγώνες. Η ιδέα να αποκτήσουν οι αγώνες σκληρή μορφή, να ξεπεράσουν την αστική νομιμότητα, να συγκρουστούν και να τσακίσουν την κρατική καταστολή (πράγμα που κατά κόρον είχε συμβεί πριν από την περίοδο της χούντας), δεν «έπαιζε» καθόλου. Κι αν καμιά φορά κάποιοι αγώνες «ξέφευγαν» και πήγαιναν σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ήταν «έργο αριστεριστών», ενίοτε και «προβοκατόρων», που μοναδικό σκοπό είχαν να… συκοφαντήσουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα και να… ενισχύσουν την κρατική καταστολή.
Σήμερα δεν υπάρχει καν αναφορά σε αγώνες, γιατί το εργατικό και λαϊκό κίνημα ακόμη δεν έχει βγει από τη βαθιά καθίζηση που του προκάλεσαν οι απανωτές ήττες κατά τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων. Κι αυτό αποδεικνύει, κοιτάζοντας τα πράγματα αντίστροφα, την απόλυτη κοινοβουλευτική εργαλειοποίηση των εργατικών και λαϊκών αγώνων: όταν αυτοί αναπτύσσονται, η νίκη τους συναρτάται με την κυβερνητική εναλλαγή. Οταν δεν αναπτύσσονται, τότε δεν μνημονεύονται και η απαλλαγή της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων από τα δεινά ανατίθεται στην κυβερνητική εναλλαγή.
Και αυτοί που δεν μπήκαν στις κυβερνήσεις, ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται μόνο για την αύξηση του μίζερου κοινοβουλευτικού τους ποσοστού και όχι για τη χάραξη μιας γραμμής πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της υπηρέτες.
Συχνά, από την πλευρά αυτών των πολιτικών δυνάμεων ακούγεται και το τερατούργημα της… πολιτικοποίησης των αγώνων μέσω της σύνδεσής τους με το πολιτικό πρόγραμμα αυτών των δυνάμεων, που έχει ως κορωνίδα του την κοινοβουλευτική τους ενίσχυση.
Αυτό που προσπαθεί να εμφανιστεί ως αντίθεση στον οικονομισμό διάφορων αυθορμητιστών, δεν είναι παρά η χειρότερη μορφή οικονομισμού, αφού συνδέει την εξέλιξη του αυθόρμητου διεκδικητικού κινήματος των μαζών με εκλογικές επιδιώξεις.
Καθήκον των κομμουνιστών δεν είναι να μετατρέπουν το αυθόρμητο κίνημα σε εργαλείο για κοινοβουλευτική ενίσχυση, αλλά να καθοδηγήσουν το αυθόρμητο κίνημα στη σύγκρουσή του με τους καπιταλιστές και το κράτος τους, ώστε να μπορέσει να κατακτήσει νίκες. Οταν αναπτύσσεται το αυθόρμητο διεκδικητικό κίνημα, βγαίνει στο δρόμο και οδηγείται στην ήττα (με προδιαγεγραμμένο τρόπο, ο οποίος όμως δεν είναι εμφανής στο ίδιο το κίνημα), τότε συντελείται ταξικό έγκλημα.
Είναι άλλο πράγμα να ηττηθεί το αυθόρμητο κίνημα, αφού προηγουμένως ανέπτυξε τη δυναμική που μπορούσε να αναπτύξει, χρησιμοποιώντας όλα τα «καύσιμά» του στον ταξικό αγώνα, και άλλο να οδηγείται με προδιαγεγραμμένο τρόπο στην ήττα, με το κράτημά του στη γραμμή της απλής διαμαρτυρίας και της μη αντίστασης. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα κίνημα που μπορεί να συναγάγει συμπεράσματα ετοιμάζοντας την εκ νέου έγερσή του, στη δεύτερη έχουμε ένα κίνημα που βυθίζεται στην ηττοπάθεια, την απογοήτευση, την αδράνεια.
Ενα κομμάτι αυτού του κινήματος μπορεί να επιλέξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο κάποιας από τις δυνάμεις που του χάιδεψαν τ’ αυτιά, η πλειοψηφία όμως θα βυθιστεί στον «καναπέ» της απόγνωσης και στην κάλπη θα επιλέξει κάποιο από τα κόμματα εξουσίας, με την ελπίδα ότι «κάτι μπορεί να κάνει». Αν ανατρέξουμε στις πολιτικές εξελίξεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, θα δούμε αυτήν την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν αυτήν την ψηφοθηρική συμπεριφορά, δεν σημείωσαν κάποια σημαντική ενίσχυση σε επίπεδο ψήφων. Απλώς αναπαράγονται, εντός ή εκτός κοινοβουλίου, αλλά φαίνεται πως αυτό τους είναι αρκετό.
Αντίθετα, τον Σεπτέμβρη του 2015 και το 2019 είδαμε ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας να εκφράζεται μέσω της αποχής. Κι αυτήν την τάση την είδαμε και στις πρόσφατες εκλογές σε χώρες με έντονο το στοιχείο της πολιτικοποίησης, όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
Οχι στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό
Από την εποχή των Μαρξ και Ενγκελς οι κομμουνιστές ασχολήθηκαν με τους παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινωνική συνείδηση και ανέλυσαν το φαινόμενο της πολιτικής τύφλωσης που ονομάστηκε κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Μιλάμε για εκείνη τη στρατηγική κατεύθυνση που θεωρεί ότι επιστέγασμα των λαϊκών αγώνων θα είναι αναγκαστικά η αποτύπωσή τους σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Από εκείνη την εποχή ήδη οι κομμουνιστές δεν περιφρόνησαν την κοινοβουλευτική παρέμβαση και αγωνίστηκαν για το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Πάντοτε, όμως, φρόντιζαν να εντάσσουν αυτήν την παρέμβαση στην τακτική τους. Δεν καθόριζαν την τακτική βάσει των αναγκών της εκλογικής παρέμβασης, αλλά χρησιμοποιούσαν αυτήν την παρέμβαση ως στοιχείο της τακτικής. Αντίθετα, οι οπορτουνιστές καθόριζαν την τακτική από τις ανάγκες της εκλογικής παρέμβασης, την οποία -ακόμα και όταν δεν το έλεγαν ανοιχτά, ακόμα και όταν το αρνούνταν μετά βδελυγμίας- θεωρούσαν ως ύψιστη μορφή αγώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα οπορτουνιστικά ρεύματα στην Ιστορία ξεκίνησαν απολυτοποιώντας την κοινοβουλευτική παρέμβαση και ωρίμασαν μέσα στα αστικά κοινοβούλια.
Στο σημερινό καπιταλισμό, με τα όρια ανάμεσα στα αστικά πολιτικά ρεύματα να γίνονται δυσδιάκριτα (αυτό είναι παγκόσμιο και όχι ελληνικό φαινόμενο), η ψήφος δεν έχει ούτε τη σχετική αξία που είχε παλαιότερες εποχές. Από την άλλη, η ανυπαρξία ενός συγκροτημένου επαναστατικού πολιτικού ρεύματος, με ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη, καθιστά κυριολεκτικά αδιάφορη την κοινοβουλευτική παρέμβαση. Προπαγανδίζοντας υπέρ μιας συνειδητής αποχής (που είναι ταυτόχρονα συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες), βοηθάμε στην ανάπτυξη της ταξικής συνειδητότητας, τραβώντας μια διακριτή διαχωριστική γραμμή από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Η ίδια η εκλογική τακτική, όποιος κομματικός φορέας κι αν την προωθεί, υπονομεύει την ταξική συσπείρωση και την ταξική ανασυγκρότηση. Η εκλογική τακτική φτιάχνει απελπισμένους ψηφοφόρους και όχι αγωνιστές του ταξικού αγώνα. Γιατί η εκλογική τακτική είναι εξ ορισμού υπονομευτική, ιδιαίτερα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων. Πόσα «κομμένα χέρια» πρέπει να δούμε για να καταλάβουμε ότι η ψήφος δεν έχει καμιά δύναμη;
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.