Από προχθές μπήκαμε στο μήνα των συνεδρίων. Αρχισε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα συνεχίσει η ΝΔ το πρώτο δεκαήμερο του Μάη και θα κλείσει το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ το τρίτο δεκαήμερο του Μάη.
Αν ρωτήσεις ακόμα και σταθερούς ψηφοφόρους αυτών των κομμάτων, οι εννιά στους δέκα δεν θα μπορέσουν να σου περιγράψουν το βασικό περιεχόμενο των προγραμματικών κειμένων που έχουν κατατεθεί σ’ αυτά τα συνέδρια. Ακόμα και ο αστικός Τύπος αποφεύγει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτική και στέκεται στην παραπολιτική. Ολη η ουσία εκεί βρίσκεται, καθώς τα συγκεκριμένα συνέδρια είναι συνέδρια προεκλογικού προσανατολισμού.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, όλα τα ζητήματα λύθηκαν προσυνεδριακά, με την έννοια ότι ο Τσίπρας και η παρέα του πήραν τη συντριπτική πλειοψηφία των συνέδρων και θα περάσουν «χαλαρά» όλες τις οργανωτικές αλλαγές που είχαν ανακοινώσει, ενισχύοντας τη μετακίνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο «σοσιαλδημοκρατικό Κέντρο», με τον Τσίπρα αδιαμφισβήτητο αρχηγό που αποφασίζει με μια στενή ομάδα συνεργατών του.
Εδώ που τα λέμε, μόνον αυτό είναι συμβατό με τη διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας. Δεν υπάρχει πλέον το αντιμνημονιακό λαϊκό ρεύμα που «καβάλησε» ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και έφτασε στη νίκη το 2015. Τι μένει ως εργαλείο επανόδου; Μια αντικυβερνητική ρητορική, η οποία εστιάζει και μεγεθύνει σε όσα εξοργίζουν τις λαϊκές μάζες, ώστε να αποσπάσει «ψήφο εκδίκησης» προς τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη.
Στη ΝΔ, o Mητσοτάκης έχει πληροφορηθεί πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Δεν το πληροφορήθηκε από τον ανιψιό του, τον Γεραπετρίτη και τον Σκέρτσο, που ζουν στο γυάλινο πύργο του Μαξίμου και βρίσκονται στην καρακοσμάρα τους, αλλά από τους βουλευτές της ΝΔ, που αντιμετωπίζουν την οργή του κόσμου στις εκλογικές τους περιφέρειες και στέλνουν συνεχώς δραματικά μηνύματα στο Μαξίμου. Κάνει, λοιπόν, συνέδριο για να συσπειρώσει το κόμμα στο στόχο της παραμονής στην εξουσία.
Δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ν’ αλλάξει πολιτική απαγορεύεται διά ροπάλου. Το «συμβόλαιο με την αστική τάξη και την ΕΕ» ουδείς αστός πολιτικός δικαιούται να το αμφισβητήσει. Από το 2008 που ξέσπασε η προηγούμενη παγκόσμια πολιτική κρίση ουδείς πρωθυπουργός αμφισβήτησε αυτό το συμβόλαιο. Και κοντεύουν τη μισή ντουζίνα αυτοί που «θυσιάστηκαν» για να υπερασπιστούν αυτό το συμβόλαιο.
Ο Καραμανλής την έκανε πρώτος, με ελαφρά πηδηματάκια, και έκτοτε την περνάει ζωή και κότα, παίζοντας playstation και βλέποντας ταινίες στη Ραφήνα ή οργανώνοντας «αποδράσεις» για κοψίδια μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Γιωργάκης άντεξε μια διετία και μετά παρέδωσε το πνεύμα και την εξουσία. Ο Σαμαράς πήγε να το παίξει πιο σκληρός και κατάφερε να βγάλει δυόμισι χρόνια. Οταν τον υποχρέωσαν να φύγει, πήρε μαζί του και τον Βενιζέλο, ο οποίος πρόλαβε να ρίξει το ΠΑΣΟΚ στο πέντε παρά κάτι τοις εκατό. Ο Τσίπρας έβγαλε τεσσεράμισι χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν εφεδρείες.
Καλλιεργείται η εντύπωση ότι δήθεν οι Τσιπραίοι έδωσαν γερή μάχη με την ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2015 και έπεσαν μαχόμενοι. Τα καραγκιοζιλίκια εκείνης της περιόδου («δημιουργική ασάφεια» και τα παρόμοια) δε συνιστούσαν διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες και το γερμανο-γαλλικό άξονα, αλλά «διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ με τους ψηφοφόρους του, ώστε να εμπεδώσει στη συνείδησή τους το ΤΙΝΑ (There Is No Alternative = δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) και να υπογράψει μετά το τρίτο Μνημόνιο. Αυτό εμείς δεν το λέμε τώρα, κατόπιν εορτής, αλλά το λέγαμε και το γράφαμε την περίοδο που γίνονταν τα καραγκιοζιλίκια και κάποιοι πανηγύριζαν για το ψευτο-δημοψήφισμα χορεύοντας αντάρτικα στο Σύνταγμα.
Η μεγαλύτερη απόδειξη για το ότι εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν εφεδρείες είναι η ανοιχτή υποστήριξη που πήρε ο Τσίπρας από Μέρκελ και Σόιμπλε, όταν αποφάσισε να κάνει έκτακτες εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2019, πετώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ τη μειοψηφία που δεν άντεξε την ανοιχτή μνημονιακή προσαρμογή.
Κι ύστερα, ήρθε η… μεγάλη έκπληξη. Η ΝΔ του Μητσοτάκη τσάκισε τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις: δημοτικές/περιφερειακές, ευρωεκλογές, βουλευτικές εκλογές. Με πάνω από εννιά ποσοστιαίες μονάδες διαφορά. Θυμάται μήπως κανείς το… πρόγραμμα που η ΝΔ αντιπαρέθεσε στο… πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως κέρδισε η… προσωπική γοητεία του Μητσοτάκη που του έδωσε υπεροχή έναντι του Τσίπρα;
Δεν κέρδισαν ο Μητσοτάκης και η ΝΔ, έχασαν ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Προς επανάληψη του φαινομένου με αντίστροφη φορά βαδίζουμε τώρα, ο Μητσοτάκης και οι επικοινωνιολόγοι του το έχουν συνειδητοποιήσει και γι’ αυτό προσπαθεί να μαντρώσει τους δεξιούς στο συνέδριο, για να τονώσει την όποια ηγετικότητά του και να φτιάξει ένα στρατό που θα δώσει με το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του την επόμενη εκλογική μάχη.
Στο ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ πρέπει να μετρήσουν τα πρώτα αποτελέσματα της «αυτοοργάνωσης». Κι ο Ανδρουλάκης πρέπει να τονίσει το δικό του ηγετικό προφίλ, αλλά και κάποιες βασικές γραμμές πολιτικής, γιατί με τα ψέματα δεν μπορεί να πάει καιρό. Αν εξακολουθήσει να παριστάνει το μικρομέγαλο, δηλώνοντας ότι πάει για… πρώτο κόμμα και για κυβέρνηση… με σοσιαλιστικό κορμό, δε θ’ αργήσει να περάσει στην αρμοδιότητα των πολιτικών γελοιογράφων και των σατιρικών ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.
Ετσι θα πορευτούμε μέχρι τις επόμενες εκλογές, είτε αυτές γίνουν «στο τέλης της άνοιξης του 2023», όπως επιμένει ο Μητσοτάκης, είτε γίνουν νωρίτερα (π.χ. το ερχόμενο φθινόπωρο), προοπτική που δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Αν μεταφέρουμε αυτήν την εικόνα από το πολιτικό/κομματικό στο κοινωνικό επίπεδο, θα δούμε αμέσως την ογκώδη σωτηριολογική/μεσσιανική υποσχεσιολογία, που πατάει στο γρανιτένιο βάθρο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. «Να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη» επαναλαμβάνουν καθημερινά ο Τσίπρας και οι συριζαίοι. «Και να ‘ρθουμε εμείς να φροντίσουμε το λαό». Για την ακρίβεια δεν λένε «εμείς», αλλά μια «προοδευτική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», αλλά ας το αφήσουμε αυτό.
Στην πραγματικότητα επαναλαμβάνεται η ιστορία του 2015 με τα Μνημόνια που θα καταργούνταν «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Η ιστορία που έχει επαναληφθεί ένα σωρό φορές στο παρελθόν, για να μην καθήσουμε να τις απαριθμήσουμε μία προς μία. Προεκλογικές υποσχέσεις για σωτηρία, που δεν πραγματοποιούνται ποτέ.
Αυτός είναι ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Η εργατική τάξη, οι εργαζόμενες μάζες ακουμπούν τις ελπίδες τους σε ένα αντιπολιτευόμενο αστικό κόμμα που τους υπόσχεται τον ουρανό με τ’ άστρα. Αλλοτε, οι διεκδικήσεις των εργαζόμενων μαζών έβρισκαν μια μικρή ανταπόκριση στα προγράμματα των αστικών κομμάτων και στην κυβερνητική τους πολιτική. Εδώ και πολλά χρόνια αυτό δεν συμβαίνει. Η κυβερνητική πολιτική οδηγείται από αυτόματο πιλότο. Τα κόμματα εξουσίας περιορίζονται σε επιμέρους αλλαγές, που δε θίγουν την ουσία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Η στενή επιτήρηση που έχει θεσπιστεί σε επίπεδο ΕΕ και Ευρωζώνης επιτρέπει στο διευθυντήριο των Βρυξελλών να κρατάει γερά τα γκέμια και να αποτρέπει τις εθνικές κυβερνήσεις των εξαρτημένων χωρών από οποιαδήποτε παρέκκλιση από την κοινοτική ορθοδοξία, οποιαδήποτε υποχώρηση σε αιτήματα των εργαζόμενων μαζών χάριν της κομματικής επιβίωσης του κυβερνώντος κόμματος. Ετσι, τα κόμματα εξουσίας και οι αρχηγοί τους αναγκάζονται να δεχτούν τον εξευτελισμό της πτώσης και της πολιτικής συνταξιοδότησης, παρά να κάνουν «λαϊκιστικές παραχωρήσεις». Θυμηθείτε τον Παπανδρέου το 2011, τον Σαμαρά το 2014, τον Τσίπρα το 2019.
Η διαμόρφωση μιας τέτοιας πολιτικής παράδοσης οδήγησε στην κυριαρχία της «αρνητικής ψήφου» ως εκλογικής συμπεριφοράς. Οι ψηφοφόροι δεν ψηφίζουν την αντιπολίτευση επειδή τους ενέπνευσε το πρόγραμμά της ή τους συνάρπασε η ρητορική του αρχηγού της, αλλά τιμωρούν την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό. Ψηφίζουν, όμως, κι αυτό είναι που μετράει για το σύστημα, καθώς η εναλλαγή κυβερνήσεων γίνεται ομαλά και εξασφαλίζει τη συνέχεια της εφαρμοζόμενης πολιτικής.
Ακόμα και όταν υπάρχει πολιτική κρίση, αυτή συνήθως περιορίζεται στις κορυφές του συστήματος και ελέγχεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Από το 2010 που άρχισε η μνημονιακή περίοδος είχαμε σημαντικές ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό, είχαμε κόμματα που κατάφεραν να πιάσουν ποσοστά που ούτε τα είχαν ονειρευτεί οι ιδρυτές τους (ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι), είχαμε ακόμα και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ανοιχτά νεοναζιστικού μορφώματος, όμως το σύστημα ουδέποτε κινδύνεψε. Σε όλες τις περιπτώσεις βρήκε κυβερνητική λύση.
Ετσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, οδεύουμε σε μια επανάληψη του 2019. Δεν θα προφητέψουμε ποιος θα είναι ο κομματικός χάρτης μετά τις επόμενες εκλογές. Οταν λέμε επανάληψη του 2019 αναφερόμαστε στην… κοινοβουλευτική ευπρέπεια με την οποία εξελίσσονται τα πράγματα. Η σκληρή ρητορική και οι υψηλοί τόνοι είναι μέρος του παιχνιδιού. Δεν συνιστούν διασάλευση της κοινοβουλευτικής τάξης.
Διασάλευση της κοινοβουλευτικής τάξης θα μπορούσε να υπάρξει μόνο έξω από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αν η εργατική τάξη, οι εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες σφράγιζαν με δυναμική παρουσία το «δρόμο» και προκαλούσαν πραγματικό τρόμο στους κυρίαρχους. Αυτό, όμως, εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Οι ξέπνοες, αποσπασματικές, χωρίς προοπτική κινητοποιήσεις είναι κι αυτές μέρος του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, καθώς χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ενίσχυσης των κομματικών σχηματισμών, μικρών και μεγάλων, ενώ κινούνται αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας.
Σ’ αυτές τις συνθήκες έχει μεγάλη σημασία η ζύμωση ενάντια στη σωτηριολογία του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Ως στοιχείο της απεμπλοκής των πρωτοπόρων εργατών απ’ αυτήν τη λογική και του προσανατολισμού τους στη δύσκολη -αλλά τόσο αναγκαία- διαδικασία της πολιτικής ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης, της συγκρότησης ενός επαναστατικού κομμουνιστικού πολιτικού κόμματος.