Eυτυχώς που η Κασιδιαριάδα εξελίχτηκε σε Τζανερικιάδα, γιατί με τη βίλα Ραγκούση στην Πάρο, με Πολάκη και τα υπόλοιπα δεν έβγαινε προεκλογική περίοδος.
Ενας νεοναζιστής, ένας συνταξιούχος εισαγγελέας με πρότυπό του τον χουντικό Κόλλια και ένας «απρόβλεπτος» αρεοπαγίτης χολωμένος από τη σημερινή κυβέρνηση, δημιούργησαν ένα βορβορώδες υπόβαθρο, πάνω στο οποίο φύτρωσαν η ανικανότητα του Μητσοτάκη και του Γεραπετρίτη και έπνιξαν τα πάντα.
Τι κρατάμε απ’ αυτή την ιστορία; Δύο διαχρονικές αλήθειες που επιβεβαιώθηκαν για μια ακόμη φορά:
Πρώτον, ότι η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό όχι μόνο δε θέλουν να απαλλαγούν από τους φορείς του εθνικοσοσιαλισμού αλλά αντίθετα -όπως ακριβώς συνέβη στον Μεσοπόλεμο, όταν παρέδωσαν τη διοίκηση μιας σειράς αστικών κρατών στους ναζί- θεωρούν πως ο νεοναζισμός είναι μια χρήσιμη εφεδρεία του αστικού συστήματος εξουσίας.
Στη σημερινή συγκυρία στη χώρα μας, το πρόβλημά τους δεν είναι η συμμορίτικη εγκληματική δράση του νεοναζισμού, αλλά η απειλή που συνιστά το μόρφωμα του Κασιδιάρη για την εκλογική επιβίωση του Μητσοτάκη και της κλίκας του. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τη νεοναζιστική δράση (όπως αποδείχτηκε με την πλήρη ελευθερία λειτουργίας και δράσης που εξασφάλισαν και στα τρία νεοναζιστικά μορφώματα, παρά την ιστορική απόφαση 2644/2020 του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, που έκρινε ότι εγκληματική οργάνωση είναι η ΧΑ από την κορφή μέχρι το τελευταίο μέλος), αλλά έχουν πρόβλημα με το ότι το επί μήνες «πουσάρισμα» του σβαστικοφόρου Κασιδιάρη τον οδηγούσε προς τη Βουλή, γεγονός που θα «πετσόκοβε» τις ελπίδες της ΝΔ να συμμετάσχει στην επόμηνη κυβέρνηση.
Οι χειρισμοί στους οποίους οδηγήθηκε η τριπλέτα Μητσοτάκη-Γεραπετρίτη-Βορίδη, υπό το κράτος του πανικού, ήταν άθλιοι και καταρράκωσαν τις δήθεν αντιφασιστικές προθέσεις τους. Αυτό επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ (που μια χαρά βολεύεται με την ενίσχυση των νεοναζιστών, αφού αυτοί κόβουν ψήφους από τη ΝΔ) να βγει από πάνω και να μοστράρει το πρόσωπο των αστών αντιφασιστών που ταυτόχρονα σέβονται τη «διάκριση των εξουσιών». Η ανταπάντηση της ΝΔ, με την προπαγάνδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει στα κρυφά τους νεοναζιστές για εκλογικούς λόγους μπορεί κυρίως να λειτουργήσει συσπειρωτικά για το στενό πυρήνα των ψηφοφόρων της ΝΔ. Οχι για τους ΟΦΑ (Οπου Φυσάει ο Ανεμος), που είναι συνήθως αυτοί που κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Κοντολογίς, μετά τις υποκλοπές και το έγκλημα στα Τέμπη, ο Μητσοτάκης δέχτηκε ένα ακόμη πλήγμα που τον απομονώνει ακόμη περισσότερο από τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο».
Δεύτερο, η Κασιδιαριάδα και η Τζανερικιάδα, έτσι όπως εξελίχτηκαν στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο (που σίγουρα δεν αποκαλύφθηκε σε όλη του την έκταση), ξέσκισαν τη μάσκα της ανεξαρτησίας της αστικής Δικαιοσύνης και αποκάλυψαν για μια ακόμη φορά το πραγματικό της πρόσωπο. Και να μην ξεχνάμε ότι την ίδια στιγμή τα αστικά δικαστήρια συνεχίζουν τη βιομηχανία παραγωγής αποφάσεων ενάντια στο απεργιακό δικαίωμα των εργαζόμενων.
Είναι, όμως, βέβαιο ότι στις λιγότερες από σαράντα μέρες που απομένουν μέχρι τις εκλογές δεν μπορούν να πάνε μόνο με Κασιδιάρη και Τζανερίκο. Θα πρέπει ν’ αλλάξουν την… play list. Ηδη το κάνουν στις μικρές τοπικές συγκεντρώσεις που κάνουν οι πολιτικοί αρχηγοί, σχεδιασμένες με νέο τρόπο από τους επικοινωνιολόγους των αστικών κομμάτων (όχι εξέδρα – ο αρχηγός στη μέση με ασύρματο μικρόφωνο και οι οπαδοί να τον περιτριγυρίζουν, σαν να ‘ναι ρήτορας στην αρχαία αθηναϊκή αγορά).
Ο Μητσοτάκης καμαρώνει για τα επιτεύγματά του, κομπορρημονεί για τα φιλανθρωπικά επιδόματα που μοίρασε, αλλά κυρίως κομπορρημονεί ότι ανόρθωσε την οικονομία και έτσι στον επόμενο γύρο θα μπορέσει να… αυξήσει τους μισθούς και γενικά τα εισοδήματα.
Ο Τσίπρας τάζει «τα πάντα όλα». Αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, αύξηση στις κοινωνικές δαπάνες, διευκόλυνση των δανειοληπτών για να μην χάσουν ή να μην κινδυνέψουν να χάσουν τα σπίτια τους, σπίτια για όλους κτλ. κτλ. Στόχος να καλλιεργήσει και πάλι -όπως το 2015 αλλά χωρίς τις «εξαλλοσύνες» εκείνης της εποχής- την προσδοκία πως «έστω κι ένα απ’ όσα τάζει να κάνει, καλύτερα θα είμαστε».
Οι αστικές εκλογές είναι μια διαδικασία εξασφάλισης εργατικής και λαϊκής συναίνεσης από την αστική τάξη. Μέσω των κοινοβουλευτικών εκλογών καλλιεργείται η αυταπάτη στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας ότι είναι αυτές που επιλέγουν τους κυβερνήτες τους και επομένως «έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν». Η κοινοβουλευτική παράδοση είναι μακρά, έχει δημιουργήσει ρίζες, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στη φενακισμένη κοινωνική συνείδηση. «Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείκτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους. Δείχνει πώς σκέπτονται οι διάφορες τάξεις να λύσουν τα προβλήματά τους. Η ίδια η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν κατορθώνεται με τις ψηφοφορίες, αλλά με όλες τις μορφές της ταξικής πάλης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο» έγραφε ο Λένιν.
Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
Τις δικές μας σημαίες, τις σημαίες της εργατικής τάξης, κανείς δεν μας τις χάρισε ποτέ. Αυτές οι σημαίες φτιάχτηκαν από τα πουκάμισα των προγόνων μας και χρωματίστηκαν από το αίμα τους. Μόνοι μας πρέπει να τις φτιάξουμε και πάλι, για να τις δούμε να κυματίζουν ξανά στους αγώνες για τα δικαιώματά μας μέσα στον καπιταλισμό, στους αγώνες για να εξαφανιστεί από προσώπου Γης η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ν’ ανατείλει το φως μιας κοινωνίας χωρίς κεφαλαιοκράτες και εργάτες, χωρίς αφέντες και δούλους, με τον πλούτο να αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας των ανθρώπων της δουλειάς.
ΑΠΟΧΗ από τις ΚΑΛΠΕΣ της απάτης. Αποχή-δέσμευση για συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες. Για να ξεκινήσει -επιτέλους- η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Για να μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι από το αστικό στρατόπεδο και ν’ αποκρούουμε τις επιθέσεις του, διεκδικώντας τα δικαιώματά μας, αντί να σερνόμαστε πίσω από τις πολιτικές του ηγεσίες, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.