Δεν χρειαζόταν να μας το πει ο Μητσοτάκης ότι «μύρισαν εκλογές». Από τις αρχές του φθινόπωρου, όλη η πολιτική ζωή κινείται σε εκλογικούς ρυθμούς. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις περιοδείες των πολιτικών αρχηγών και τις… τυχαίες συναντήσεις τους με εκστασιασμένους ψηφοφόρους, αλλά και στο γεγονός ότι η πολιτική αντιπαράθεση κινείται γύρω από το γνωστό δίπολο: «Ξαναψηφίστε μας, γιατί τηρούμε τις υποσχέσεις μας» VS «Ψηφίστε εμάς για να απαλλαγείτε από την επικίνδυνη κυβέρνηση».
Παλαιότερα, η αντιπολίτευση (σοσιαλδημοκρατική και ψευτοαριστερή) θεωρούσε υποχρέωσή της να αναφερθεί στο «μέσα κι έξω από τη Βουλή». Το «έξω» αναφερόταν στους ταξικούς και ευρύτερα κοινωνικούς αγώνες. Σύμφωνα με τη ρητορική εκείνων των εποχών, οι αγώνες που γίνονταν έξω από τη Βουλή θα έριχναν την κυβέρνηση, όμως η λαϊκή νίκη θα εξασφαλιζόταν στην κάλπη, με την ήττα της δεξιάς κυβέρνησης.
Οι αγώνες από μόνοι τους δεν μπορούσαν να επιφέρουν νίκες στο επίπεδο των άμεσων διεκδικήσεων (με την μαρξιστική έννοια του όρου), επειδή η κυβέρνηση ήταν ανάλγητη και χρησιμοποιούσε την κρατική καταστολή για να τσακίσει τους αγώνες. Η ιδέα να αποκτήσουν οι αγώνες σκληρή μορφή, να ξεπεράσουν την αστική νομιμότητα, να συγκρουστούν και να τσακίσουν την κρατική καταστολή (πράγμα που κατά κόρον είχε συμβεί πριν από την περίοδο της χούντας), δεν «έπαιζε» καθόλου. Κι αν καμιά φορά κάποιοι αγώνες «ξέφευγαν» και πήγαιναν σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ήταν «έργο αριστεριστών», ενίοτε και «προβοκατόρων», που μοναδικό σκοπό είχαν να… συκοφαντήσουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα και να… ενισχύσουν την κρατική καταστολή.
H εργαλειοποίηση των ταξικών και κοινωνικών αγώνων
Ουδέποτε εξηγήθηκε στοιχειωδώς γιατί είναι συκοφαντία η σύγκρουση «στα ίσα» με τις δυνάμεις καταστολής του αστικού κράτους. Αντίθετα, έγινε σαφής η κοινοβουλευτική εργαλειοποίηση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων. Οι αγώνες έπρεπε να κρατηθούν μέσα στα ασφυκτικά όρια της αστικής νομιμότητας, που προδιέγραφαν την ήττα «επί του πεδίου» και να αναζητήσουν τη δικαίωσή τους μέσω της κυβερνητικής εναλλαγής.
Σήμερα δεν υπάρχει καν αναφορά σε αγώνες, γιατί το εργατικό και λαϊκό κίνημα ακόμη δεν έχει βγει από τη βαθιά καθίζηση που του προκάλεσαν οι απανωτές ήττες κατά τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων. Κι αυτό αποδεικνύει, κοιτάζοντας τα πράγματα αντίστροφα, την απόλυτη κοινοβουλευτική εργαλειοποίηση των εργατικών και λαϊκών αγώνων: όταν αυτοί αναπτύσσονται, η νίκη τους συναρτάται με την κυβερνητική εναλλαγή. Οταν δεν αναπτύσσονται, τότε δεν μνημονεύονται και η απαλλαγή της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων από τα δεινά ανατίθεται στην κυβερνητική εναλλαγή.
Σπεύδουμε να πούμε ότι υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δεν προσβλέπουν σε συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση, αλλά σε κοινοβουλευτική ενίσχυσή τους ή σε κατάκτηση της πολυπόθητης εισόδου στο κοινοβούλιο. Παρά τη διαφοροποιημένη ρητορική, σε σχέση με τις δυνάμεις που διεκδικούν την επόμενη κυβέρνηση, επί της ουσίας επιχειρούν την ίδια εργαλειοποίηση των αγώνων, αφού θεωρούν ως ύψιστο επιστέγασμα των όποιων κοινωνικών αγώνων, ακόμη και των αναιμικών και συχνά «εθιμοτυπικών» αγώνων της σημερινής περιόδου, τη δική τους κοινοβουλευτική ενίσχυση.
Συχνά, από την πλευρά αυτών των πολιτικών δυνάμεων ακούγεται και το τερατούργημα της… πολιτικοποίησης των αγώνων μέσω της σύνδεσής τους με το πολιτικό πρόγραμμα αυτών των δυνάμεων, που έχει ως κορωνίδα του την κοινοβουλευτική τους ενίσχυση.
Αυτό που προσπαθεί να εμφανιστεί ως αντίθεση στον οικονομισμό διάφορων αυθορμητιστών, δεν είναι παρά η χειρότερη μορφή οικονομισμού, αφού συνδέει την εξέλιξη του αυθόρμητου διεκδικητικού κινήματος των μαζών με εκλογικές επιδιώξεις.
Καθήκον των κομμουνιστών δεν είναι να μετατρέπουν το αυθόρμητο κίνημα σε εργαλείο για κοινοβουλευτική ενίσχυση, αλλά να καθοδηγήσουν το αυθόρμητο κίνημα στη σύγκρουσή του με τους καπιταλιστές και το κράτος τους, ώστε να μπορέσει να κατακτήσει νίκες. Οταν αναπτύσσεται το αυθόρμητο διεκδικητικό κίνημα, βγαίνει στο δρόμο και οδηγείται στην ήττα (με προδιαγεγραμμένο τρόπο, ο οποίος όμως δεν είναι εμφανής στο ίδιο το κίνημα), τότε συντελείται ταξικό έγκλημα.
Είναι άλλο πράγμα να ηττηθεί το αυθόρμητο κίνημα, αφού προηγουμένως ανέπτυξε τη δυναμική που μπορούσε να αναπτύξει, χρησιμοποιώντας όλα τα «καύσιμά» του στον ταξικό αγώνα, και άλλο να οδηγείται με προδιαγεγραμμένο τρόπο στην ήττα, με το κράτημά του στη γραμμή της απλής διαμαρτυρίας και της μη αντίστασης. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα κίνημα που μπορεί να συναγάγει συμπεράσματα ετοιμάζοντας την εκ νέου έγερσή του, στη δεύτερη έχουμε ένα κίνημα που βυθίζεται στην ηττοπάθεια, την απογοήτευση, την αδράνεια.
Ενα κομμάτι αυτού του κινήματος μπορεί να επιλέξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο κάποιας από τις δυνάμεις που του χάιδεψαν τ’ αυτιά, η πλειοψηφία όμως θα βυθιστεί στον «καναπέ» της απόγνωσης και στην κάλπη θα επιλέξει κάποιο από τα κόμματα εξουσίας, με την ελπίδα ότι «κάτι μπορεί να κάνει». Αν ανατρέξουμε στις πολιτικές εξελίξεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, θα δούμε αυτήν την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν αυτήν την ψηφοθηρική συμπεριφορά, δεν σημείωσαν κάποια σημαντική ενίσχυση σε επίπεδο ψήφων. Απλώς αναπαράγονται, εντός ή εκτός κοινοβουλίου, αλλά φαίνεται πως αυτό τους είναι αρκετό.
Αντίθετα, τον Σεπτέμβρη του 2015 και το 2019 είδαμε ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας να εκφράζεται μέσω της αποχής. Κι αυτήν την τάση την είδαμε και στις πρόσφατες εκλογές σε χώρες με έντονο το στοιχείο της πολιτικοποίησης, όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός
Από την εποχή των Μαρξ και Ενγκελς οι κομμουνιστές ασχολήθηκαν με τους παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινωνική συνείδηση και ανέλυσαν το φαινόμενο της πολιτικής τύφλωσης που ονομάστηκε κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Μιλάμε για εκείνη τη στρατηγική κατεύθυνση που θεωρεί ότι επιστέγασμα των λαϊκών αγώνων θα είναι αναγκαστικά η αποτύπωσή τους σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Από εκείνη την εποχή ήδη οι κομμουνιστές δεν περιφρόνησαν την κοινοβουλευτική παρέμβαση και αγωνίστηκαν για το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Πάντοτε, όμως, φρόντιζαν να εντάσσουν αυτήν την παρέμβαση στην τακτική τους. Δεν καθόριζαν την τακτική βάσει των αναγκών της εκλογικής παρέμβασης, αλλά χρησιμοποιούσαν αυτήν την παρέμβαση ως στοιχείο της τακτικής. Αντίθετα, οι οπορτουνιστές καθόριζαν την τακτική από τις ανάγκες της εκλογικής παρέμβασης, την οποία -ακόμα και όταν δεν το έλεγαν ανοιχτά, ακόμα και όταν το αρνούνταν μετά βδελυγμίας- θεωρούσαν ως ύψιστη μορφή αγώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα οπορτουνιστικά ρεύματα στην Ιστορία ξεκίνησαν απολυτοποιώντας την κοινοβουλευτική παρέμβαση και ωρίμασαν μέσα στα αστικά κοινοβούλια.
Αν ανατρέξουμε σύντομα στη δεκαετία των Μνημονίων στη χώρα μας (για να μην πάμε πιο πίσω), θα διαπιστώσουμε ότι ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός έπαιξε το ρόλο του στον ευνουχισμό του εργατικού και λαϊκού κινήματος, καθώς οι κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική της κινεζοποίησης εντάχθηκαν σε μια στρατηγική διαδοχικών κυβερνητικών εναλλαγών. Είτε μιλήσουμε για τις 24ωρες πανεργατικές πανελλαδικές απεργίες με τη μαζική συμμετοχή, είτε μιλήσουμε για μαζικά κινήματα όπως αυτό «των πλατειών», θα βρούμε ως κοινό χαρακτηριστικό τους την αναζήτηση της κυβερνητικής αλλαγής, μέσω της οποίας οι πλατιές εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες θεωρούσαν ότι «κάτι θ’ αλλάξει».
Το 2009, με τον παγκόσμιο καπιταλισμό βυθισμένο ήδη επί ένα χρόνο σε κρίση, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έδινε πίστη στο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ που του έταζε τον ουρανό με τ’ άστρα με το «λεφτά υπάρχουν». Ελάχιστους μήνες μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ήρθε το σοκ του πρώτου Μνημόνιου. Επί ενάμιση χρόνο μετά, «έπαιζε μπάλα» ο Σαμαράς με τα «Ζάππεια», παραμυθιάζοντας με τη σειρά του τον κόσμο. Και ενδεχομένως να έπαιρνε ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό, αν δεν τον ανάγκαζαν να μπει στο μεταξύ στη συγκυβέρνηση του Παπαδήμου, που υπέγραψε το δεύτερο Μνημόνιο. Τότε, άρχισε ν’ ανατέλλει το άστρο του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2012 ήταν το προανάκρουσμα αυτού που θα γινόταν το 2015. Ενδιάμεσος σταθμός ήταν οι ευρωεκλογές του 2014, μετά τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε μεν να στρογγυλεύει το (υποτιθέμενο) πρόγραμμά του, ταυτόχρονα όμως να ανεβάζει τους τόνους των ρητορικών επιθέσεων ενάντια στους ιμπεριαλιστές δανειστές και την «τρόικα εσωτερικού», όπως αποκαλούσε τους Σαμαροβενιζέλους.
Τι ήταν εκείνο που έπεισε τόσους προοδευτικούς ανθρώπους, ότι ο Τσίπρας και η παρέα του έχουν τη μαγική συνταγή για να συγκρουστούν με τους ιμπεριαλιστές δανειστές, χωρίς να βγάλουν την Ελλάδα από το ευρώ και την ΕΕ και χωρίς να ανατρέψουν τον καπιταλισμό στη χώρα; Η ευτέλεια της πολιτικής σκέψης που καλλιεργεί ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Ενας γελοίος βολονταρισμός, σύμφωνα με τον οποίο αρκεί η βούληση μιας πολιτικής ηγεσίας για να «πηδήσει» πάνω από τις ανάγκες και τα συμφέροντα ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και της κυρίαρχης τάξης αυτού του σχηματισμού. Τι είναι αυτό που προσδίδει στην (υποτιθέμενη) βούληση αυτής της πολιτικής ομάδας τόση δύναμη, ώστε να «πηδήσει» πάνω από τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις του συστήματος; Είναι η λαϊκή ψήφος, η λαϊκή εντολή όπως τη λένε.
Μέχρι να προκηρυχτεί το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη του 2015, είχε φανεί καθαρά (για όποιον δε φορούσε οπορτουνιστικά γυαλιά), ότι η λεγόμενη λαϊκή εντολή, την οποία επικαλούνταν ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ζύγιζε ούτε γραμμάριο στα διαβούλια των Βρυξελλών. Στο κάτω-κάτω -απαντούσαν οι ιμπεριαλιστές πολιτικοί και οι προπαγανδιστές τους- κι εμείς εκλεγμένοι είμαστε στις χώρες μας, κι εμείς έχουμε λαϊκή εντολή. Κι ενώ τα πάντα ήταν ολοφάνερα, ήρθε η προκήρυξη του δημοψηφίσματος να εκτινάξει στα ύψη τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Ηταν τέτοια η τύφλωση που παρέβλεπαν ακόμα και το γεγονός ότι ο Τσίπρας είχε ήδη αποδεχτεί, με τον πιο επίσημο τρόπο, την πρόταση Γιούνκερ και είχε ήδη υποβάλει αίτηση για τρίτο δάνειο και τρίτο Μνημόνιο. Η ψήφος σ’ ένα εξαρχής φαλκιδευμένο δημοψήφισμα απέκτησε ξαφνικά μυθικές δυνατότητες. Σαν ο Τσίπρας να ήταν ο γίγαντας Ανταίος που θα έπαιρνε δύναμη από την κάλπη-γη και θα έφερνε τα πάνω κάτω.
Το σοκ που ακολούθησε ήταν μεγαλύτερο από τις προηγούμενες φορές. Και έφερε περισσότερη απογοήτευση και μεγαλύτερα κύματα αποστράτευσης. Γιατί δεν ήταν (και δεν είναι) καθόλου εύκολο, άνθρωποι που θεωρούν ότι η ψήφος τους έχει τεράστια δύναμη, να μπορέσουν να περάσουν αυτόματα (και αυθόρμητα) σε μια συνείδηση που τοποθετεί την ψήφο στο καλάθι με τα σκουπίδια. Οταν μάλιστα είδαν αυτούς που υποτίθεται ότι κατήγγειλαν την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για προδοσία, να στριμώχνονται στις εκλογές του Σεπτέμβρη στα ψηφοδέλτια της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, νομίζοντας ότι έφτασε επιτέλους η ώρα τους, ανίκανοι ακόμα κι εκείνη τη στιγμή να ευθυγραμμιστούν με την αυθόρμητη λαϊκή τάση που «έδειχνε» αποχή. Το μάτι τους γυάλιζε από τη δίψα για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και όχι από τη διάθεση να δουλέψουν ώστε να εξηγήσουν στους εργαζόμενους τι συνέβη και να βοηθήσουν να οικοδομηθεί ένα κίνημα χωρίς τις αυταπάτες που το χαρακτήρισαν και το σφράγισαν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ετσι, η ψήφος δεν αποδείχτηκε απλά μια άχρηστη, εκτονωτική διέξοδος, μέσω της οποίας η αστική τάξη αναδιατάσσει και ανανεώνει το πολιτικό της προσωπικό. Λειτούργησε σαν μπούμερανγκ. Γύρισε και χτύπησε εκείνους που πίστεψαν ότι μπορεί μέσω αυτής να αλλάξουν τα πράγματα. Το μόνο θετικό ήταν ότι προς στιγμήν πολύς κόσμος συνειδητοποίησε πως η ψήφος είναι άχρηστη και οδηγήθηκε στην αποχή. Ομως, αυτή η συμπεριφορά από μόνη της δεν αποτελούσε εχέγγυο για το μέλλον. Εύκολα η αποχή μπορεί να μετατραπεί και πάλι σε ψήφο υπέρ κάποιου κοινοβουλευτικού σχήματος. Κι αν παραμείνει αποχή, ως ένδειξη απογοήτευσης και κοινωνικής αποστράτευσης, τίποτα το θετικό δεν μπορεί να φέρει.
Αποχή και ταξικοί αγώνες
Στο σημερινό καπιταλισμό, με τα όρια ανάμεσα στα αστικά πολιτικά ρεύματα να γίνονται δυσδιάκριτα (αυτό είναι παγκόσμιο και όχι ελληνικό φαινόμενο), η ψήφος δεν έχει ούτε τη σχετική αξία που είχε παλαιότερες εποχές. Από την άλλη, η ανυπαρξία ενός συγκροτημένου επαναστατικού πολιτικού ρεύματος, με ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη, καθιστά κυριολεκτικά αδιάφορη την κοινοβουλευτική παρέμβαση. Προπαγανδίζοντας υπέρ μιας συνειδητής αποχής (που είναι ταυτόχρονα συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες), βοηθάμε στην ανάπτυξη της ταξικής συνειδητότητας, τραβώντας μια διακριτή διαχωριστική γραμμή από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Την κοινοβουλευτική εργαλειοποίηση του αυθόρμητου κινήματος την είδαμε (και) στις απεργιακές συγκεντρώσεις της 9ης του Νοέμβρη. Η αγανάκτηση από την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη κατέβασε περισσότερο από άλλες φορές κόσμο στις διαδηλώσεις, οι οποίες σφραγίστηκαν από την προσδοκία της κυβερνητικής αλλαγής ή, αν θέλετε, της αλλαγής των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Γι’ αυτό περίσσευαν οι διαδηλωτές στα κομματικά μπλοκ και έλειπαν από τα μπλοκ των συνδικάτων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν… ωσεί παρούσα. Ομοσπονδίες που στα χαρτιά έχουν χιλιάδες μέλη, μετά βίας μπορούσαν να κρατήσουν το ένα και μοναδικό πανό τους.
Καλές οι φωτογραφίες με τον πολύ κόσμο, αλλά οφείλουμε να βλέπουμε κάτω από τη φωτογραφία. Με βάση τις επισημάνσεις που εντελώς περιληπτικά έγιναν παραπάνω, αποκτούν πιο έντονο χαρακτήρα αυτά που επισημαίνονται στην προκήρυξη της ΚΟΝΤΡΑΣ, που διανέμεται σε εργοστάσια και άλλους μεγάλους χώρους εργασίας. Μ’ αυτά θα κλείσουμε:
Η ψήφος δεν έχει καμιά αξία
Για μια ακόμη φορά τρυπούν τ’ αυτιά μας οι αντιπολιτευτικές κορόνες: Ψηφίστε μας για να σας σώσουμε. Ψηφίστε μας γιατί άμα είμαστε δυνατοί στη Βουλή θα υπερασπιστούμε καλύτερα τα δικαιώματά σας.
Ακόμα και τις σκόρπιες, ασυντόνιστες και σε μεγάλο βαθμό «εθιμοτυπικές» 24ωρες απεργίες, που γίνονται μια-δυο φορές το χρόνο, τις εντάσσουν στις προεκλογικές τακτικές, αναζητώντας ψήφους και όχι τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και την ταξική-αγωνιστική αφύπνισή της.
Η ίδια η εκλογική τακτική, όποιος κομματικός φορέας κι αν την προωθεί, υπονομεύει την ταξική συσπείρωση και την ταξική ανασυγκρότηση. Η εκλογική τακτική φτιάχνει απελπισμένους ψηφοφόρους και όχι αγωνιστές του ταξικού αγώνα. Γιατί η εκλογική τακτική είναι εξ ορισμού υπονομευτική, ιδιαίτερα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων.
Πόσα «κομμένα χέρια» πρέπει να δούμε για να καταλάβουμε ότι η ψήφος δεν έχει καμιά δύναμη; Αρκεί να πάρουμε τη μνημονιακή περίοδο, από το 2010 και μετά, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας; Τι έγιναν τα «Ζάππεια» του Σαμαρά; Υπογραφή του δεύτερου Μνημόνιου! Τι έγινε το «θα καταργήσουμε τα Μνημόνια με ένα νόμο σε ένα άρθρο» του Τσίπρα; Υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου! Και αυτοί που δεν μπήκαν στις κυβερνήσεις, ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται μόνο για την αύξηση του μίζερου κοινοβουλευτικού τους ποσοστού και όχι για τη χάραξη μιας γραμμής πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και τους πολιτικούς της υπηρέτες.
Η καλλιέργεια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και ο προσανατολισμός σε εκδηλώσεις για το φαίνεσθαι, σκόρπισαν περισσότερη σύγχυση, περισσότερη απογοήτευση, έσπειραν την ηττοπάθεια, την παραίτηση, τη διάλυση. Αμα κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, θα τα δούμε αυτά δίπλα μας, στους χώρους δουλειάς, όπου βασιλεύει η τρομοκρατία του αφεντικού και των ρουφιάνων του, το κλείσιμο του κάθε συναδέλφου και της κάθε συναδέλφισσας στο ατομικό καβούκι, το σκύψιμο του κεφαλιού, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον συλλογικό αγώνα.
Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Χρειαζόμαστε μια γραμμή πλήρους ρήξης με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
Τις δικές μας σημαίες, τις σημαίες της εργατικής τάξης, κανείς δεν μας τις χάρισε ποτέ. Αυτές οι σημαίες φτιάχτηκαν από τα πουκάμισα των προγόνων μας και χρωματίστηκαν από το αίμα τους. Μόνοι μας πρέπει να τις φτιάξουμε και πάλι, για να τις δούμε να κυματίζουν ξανά στους αγώνες για τα δικαιώματά μας μέσα στον καπιταλισμό, στους αγώνες για να εξαφανιστεί από προσώπου Γης η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ν’ ανατείλει το φως μιας κοινωνίας χωρίς κεφαλαιοκράτες και εργάτες, χωρίς αφέντες και δούλους, με τον πλούτο να αποτελεί συλλογική ιδιοκτησία της κοινωνίας των ανθρώπων της δουλειάς.
Η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος πρέπει να γίνει μέλημα των πρωτοπόρων εργατών και εργατριών παντού. Μακριά από τα μάτια των ρουφιάνων της καπιταλιστικής εργοδοσίας, με δουλειά μυρμηγκιού ανάμεσα στους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες, για να υπάρξει και πάλι ταξική αισιοδοξία, πίστη στις δυνάμεις του συλλογικού αγώνα και κυρίως πίστη στην ίδια την ανάγκη της ταξικής συσπείρωσης, που δεν έχει καμιά σχέση με το σάπιο σύστημα της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ή του ρεφορμισμού των μεγάλων λόγων και της ψηφοθηρίας. Ταξική ανασυγκρότηση δε γίνεται με παχιά λόγια και κούφιο ακτιβισμό, αλλά με ειλικρίνεια, με κατανόηση του φόβου των συναδέλφων, με κατάκτηση της εμπιστοσύνης τους.
Κορωνίδα της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική συσπείρωση στη βάση ενός προγράμματος επαναστατικής ανατροπής. Ενός προγράμματος που θα διατυπώνει τα ταξικά αιτήματα του σήμερα και θα χαράζει τους άξονες για το φωτεινό μέλλον του αύριο.
Σ’ αυτόν τον αγώνα καλούμε όλες τις εργάτριες και όλους τους εργάτες, όσες και όσους εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους με τη μισθωτή εργασία.
ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΙΑ