Υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ) που να πιστεύει τον Τσίπρα όταν λέει πως «όταν υπάρξει πολιτική αλλαγή θα θέσουμε το ζήτημα της διαπραγμάτευσης για τροποποίηση (σ.σ. της συμφωνίας για τις αμερικάνικες βάσεις), διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι δορυφόρος»; Ισως όσοι πίστεψαν τον Μητσοτάκη όταν ξιφουλκούσε ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Μητσοτάκης και Τσίπρας, σε διαφορετικές περιόδους, όντας στην αντιπολίτευση, παριστάνουν τους ντούρους εθνικιστές, καταψηφίζοντας συμφωνίες με τις οποίες επί της ουσίας συμφωνούν. Το έκανε ο Μητσοτάκης με τις Πρέσπες, το έκανε τώρα ο Τσίπρας με τη συμφωνία για τις βάσεις.
Ο Μητσοτάκης πήγε στη Βουλή έχοντας προετοιμάσει την επίθεση στον Τσίπρα βάσει συγκεκριμένων δεδομένων: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε διαπραγματευτεί τη συμφωνία με τους Αμερικάνους, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει στους Αμερικάνους τοποθεσίες νέων βάσεων, αυτή θα υπέγραφε τη συμφωνία, αν δεν είχε χάσει τις εκλογές.
Ο Τσίπρας είχε έτοιμη την απάντηση: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έδινε το «επ’ αόριστον». Κι ο Μητσοτάκης είχε έτοιμη την ανταπάντηση: την έκπληξη που εξέφρασε ο Πάιατ, όταν πληροφορήθηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταψήφιζε τη συμφωνία. Και την αποκάλυψή του ότι ο Τσίπρας τον είχε διαβεβαιώσει πως δε διαφωνεί, αλλά θα πει καμιά κουβέντα παραπάνω, όπως κάνει κάθε αντιπολίτευση που σέβεται τον εαυτό της.
Εκεί τα μπουρδούκλωσε λίγο ο Κούλης, μιλώντας για μυστική συνάντηση Τσίπρα-Πάιατ στο γραφείο του πρώτου στη Βουλή. Εκανε και τον μάγκα κιόλας, ζητώντας από τον Τσίπρα να διαψεύσει ότι έγινε αυτή η συνάντηση, μέχρι που ο Τσίπρας του έτριψε στη μούρη την ανακοίνωση που είχε εκδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ για τη συνάντηση Τσίπρα-Πάιατ (μα τόσο βλάκας είναι; Είναι δυνατόν μια κρυφή συνάντηση να γινόταν στη Βουλή, όπου και οι τοίχοι έχουν μάτια;). Αφού έκανε γαργάρα τη γκάφα, ο Μητσοτάκης προσηλώθηκε στα όσα είχε δηλώσει ο Πάιατ για την κουβέντα του με τον Τσίπρα. Για ν’ ακολουθήσει γκάφα του Τσίπρα, που δεν τόλμησε να διαψεύσει το «κάρφωμα» του Πάιατ, αλλά είπε το αμίμητο: «Αναγορεύσατε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ σε πολιτικό παράγοντα»! Αν δεν είναι πολιτικός παράγοντας ο πρεσβευτής της ηγέτριας ιμπεριαλιστικής δύναμης της Δύσης, τότε ποιος είναι; «Και εν τοιαύτη περιπτώσει» (όπως λέει συνεχώς ο Τσίπρας όταν μιλάει εκτός κειμένου, χρησιμοποιώντας άσχετα τη φράση), άμα δεν είναι πολιτικός παράγοντας ο πρέσβης των ΗΠΑ, γιατί συναντήθηκε μαζί του ο Τσίπρας με αντικείμενο συζήτησης τη συμφωνία για τις βάσεις;
Στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής ο Τσίπρας «την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια» από την αντίρρηση στο «επ’ αόριστον» και επικεντρώθηκε μόνο στα «ανταλλάγματα». Ζήτησε από τον Μητσοτάκη «να αξιοποιήσει το μομέντουμ» (εκτός από πρόβλημα με τα ελληνικά έχει πρόβλημα και με το λατινογενές «μομέντουμ») και να μην υπογράψει τη συμφωνία αν προηγουμένως ο Μπάιντεν δεν σταματήσει την πώληση όπλων στην Τουρκία!
Ο Μητσοτάκης φάνηκε να στριμώχνεται κάπως (!) και είπε πως «είναι ψέματα» η είδηση ότι οι ΗΠΑ θα πουλήσουν στην Τουρκία 40 F-16 και αναβάθμιση για 80 παλιά. Ο Τσίπρας του απάντησε πως «το τι είναι ψέμα θα φανεί όταν θα σταθείτε δίπλα-δίπλα με τον πρόεδρο Μπάιντεν και θα διαψεύσει ότι θα δοθούν 40 καινούργια F-16 και θα εκσυγχρονιστούν άλλα 80 στην Τουρκία»! Και τον κάλεσε να μην κυρώσει τη συμφωνία μέχρι να γίνει αυτό. «Πηγαίνετε εκεί να αποδείξετε ότι είναι ψέμα και τότε ελάτε να την ψηφίσετε» είπε!
Αλήθεια, όταν ο Τσίπρας στάθηκε δίπλα-δίπλα με τον Τραμπ, απαίτησε απ’ αυτόν να μην πουλήσει οπλικά συστήματα στην Τουρκία; Μήπως δε θυμόμαστε καλά; Γιατί εμείς τα μόνα που θυμόμαστε είναι τον Τσίπρα να χαρακτηρίζει τον Τραμπ… διαβολικά καλό (κατρακυλώντας στο επίπεδο άθλιου φυλάρχου Μπανανίας) και τον Τραμπ να διαφημίζει την παραγγελία για την αναβάθμιση των 80 ελληνικών F-16, που θα ανοίξει δουλειές για αμερικανούς πολίτες. Ζήτημα Τουρκίας δεν ετέθη με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό, άλλωστε, είναι όρος για να πάρει έλληνας πρωθυπουργός πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο.
Από την άλλη, να κατηγορεί ο Τσίπρας τον Μητσοτάκη ότι έκανε την Ελλάδα δορυφόρο και να θυμάται ακόμα και τον πατέρα Μητσοτάκη σαν… καλύτερο διαπραγματευτή καθώς «έφερε και ένα δισ. ανταλλάγματα», πάει πολύ. Τα έχουμε συνηθίσει, όμως, και αυτά. Δεν ξεχνάμε τον Μητσοτάκη που κατηγορούσε τον Τσίπρα σαν… καλό παιδί των Βρυξελλών και του Βερολίνου, που τους έδωσε τις Πρέσπες και πήρε σαν αντάλλαγμα το να μη χτυπηθούν κι άλλο οι συντάξεις. Μία σου και μία μου είναι το παιχνίδι.
Απ’ αφορμή τη νέα συμφωνία για τις βάσεις έγινε ένας ακόμη διαγωνισμός αμερικανοδουλείας. Αυτός που υπέγραψε τη συμφωνία την υπερασπίζεται σαν συμφωνία που «υπηρετεί πολύπλευρα τα εθνικά μας συμφέροντα» και «γίνεται ψήφος εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, ως ακλόνητου παράγοντα σταθερότητας στη γειτονιά μας και στην ευρύτερη περιοχή» (ομιλία Μητσοτάκη). Ο άλλος, χωρίς να αμφισβητεί την ουσία της συμφωνίας (την παραμονή και την αύξηση του αριθμού των βάσεων), γκρινιάζει ότι τα «ανταλλάγματα» δεν ήταν αρκετά (Τσίπρας). Με αναλύσεις του κώλου -με το συμπάθειο- και ο ένας και ο άλλος.
Η ελληνική αστική τάξη υπήρξε ξενόδουλη από τα γεννοφάσκια της. Τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία τυπικά ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, τα αστοκοτσαμπάσικα κόμματα δεν είχαν κανένα πρόβλημα να φέρουν το όνομα της «μεγάλης δύναμης» που υπηρετούσαν: Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό.
Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα το ελληνικό κράτος βρέθηκε στη σφαίρα επιρροής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Τα πράγματα άλλαξαν στη διάρκεια της ναζιφασιστικής κατοχής και της Αντίστασης, όταν ηγετική πολιτική δύναμη στη χώρα αναδείχτηκε το μπλοκ ΚΚΕ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η Βρετανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να επιβάλει με τη βία των όπλων την κυριαρχία της. Τα κατάφερε προσωρινά τον Δεκέμβρη του 1944, όμως σύντομα τα βρήκε σκούρα από τον ΔΣΕ. Τότε κατέφυγε για βοήθεια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο οποίος από το 1947 πήρε τα ηνία και έκτοτε δεν τα ξανάφησε.
Η αμερικανοκρατία και το λουτρό αίματος του μοναρχοφασισμού, στη συνέχεια η στρατιωτικοφασιστική χούντα, με αποκορύφωμα την προδοσία της Κύπρου το 1974, καλλιέργησαν στον ελληνικό λαό ισχυρά αντιαμερικάνικα αισθήματα. Η πτώση της χούντας και η δημιουργία ενός αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος απελευθέρωσαν την αντιιμπεριαλιστική ενέργεια που ως τότε συμπιεζόταν από την απειλή των διώξεων, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων (παλαιότερα και των εκτελεστικών αποσπασμάτων).
Η αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα, όμως, ουδέποτε κλονίστηκε ουσιαστικά όλα αυτά τα χρόνια. Ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος αποχώρησε για λίγο από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και επανήλθε… μετά βαΐων και κλάδων. Ο Παπανδρέου ο πρεσβύτερος φώναζε στις συγκεντρώσεις «έξω οι βάσεις», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και πλέον γνωρίζουμε τη συνέχεια, που τροφοδότησε το γνωστό αστείο «μένουν οι βάσεις που φεύγουν».
Οι Αμερικάνοι έκλεισαν βάσεις, όχι γιατί τους επέβαλε κάποια αστική κυβέρνηση, αλλά γιατί αυτό απαιτούσε ο στρατηγικός σχεδιασμός τους. Τη μεγαλύτερη αεροναυτική βάση της Μεσογείου, εγκατεστημένη στο φυσικό οχυρό της Σούδας, ουδέποτε την έκλεισαν. Αντίθετα, με τις ανανεώσεις της συμφωνίας που υπέγραψαν με όλες τις ως τα τώρα κυβερνήσεις (και με την κυβέρνηση Τσίπρα το 2019) όλο και κάτι καινούργιο προέβλεπαν κάθε φορά για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό της Σούδας. Τώρα, επεκτείνουν τις βάσεις, γιατί διαφοροποιήθηκε ο στρατηγικός σχεδιασμός τους. Μ’ άλλα λόγια, κάνουν ό,τι θέλουν, ανάλογα με τη δική τους θέληση, χωρίς τον παραμικρό περιορισμό από τις ελληνικές αστικές κυβερνήσεις.
Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει το 2023 (αν γίνουν τότε οι εκλογές και νικήσει) αυτό που δεν έκανε το 2019, όταν ανανέωσε τη συμφωνία για τις βάσεις και έβαλε μπροστά τη συζήτηση για την επέκτασή τους; Θα υποτιμούσαμε τη νοημοσύνη των αναγνωστών μας αν το συζητούσαμε.
Η ελληνική αστική πολιτική δεν πρόκειται να συγκρουστεί με τους Αμερικανούς. Η δημιουργία μιας χώρας ανεξάρτητης δεν είναι ζήτημα της αστικής πολιτικής, είναι ζήτημα της εργατικής επανάστασης. Η αποτίναξη των δεσμών της πολύμορφης ιμπεριαλιστικής εξάρτησης είναι απόλυτα δεμένη με την αποτίναξη των δεσμών της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της καπιταλιστικής σκλαβιάς.