Είναι κάποιες φορές που τα πολιτικά πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Αυτό ισχύει για τις αυριανές τοπικές (και όχι αυτοδιοικητικές) εκλογές σε περιφέρειες και δήμους.
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε, είναι πως αυτοδιοίκηση δεν υπάρχει. Μια φορά υπήρξε αυτοδιοίκηση στη χώρα, την περίοδο της αντικατοχικής αντίστασης, όταν το ΕΑΜ οργάνωσε πραγματική αυτοδιοίκηση στις απελευθερωμένες περιοχές. Eπί αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι δήμοι (οι περιφέρειες ως «αυτοδιοικητικές» μονάδες είναι σχετικά πρόσφατος θεσμός εξουσίας) ήταν εξαρτημένοι απ’ όλες τις απόψεις από την κεντρική κυβέρνηση του αστικού κράτους, ακόμα και αν οι διοικήσεις τους δεν ήταν προσκείμενες στο κυβερνών κόμμα.
Η εξάρτηση ήταν καταρχάς οικονομική, αφού το κράτος χρηματοδοτούσε τους δήμους μέσω των λεγόμενων κεντρικών αυτοτελών πόρων, που οι κυβερνήσεις διέθεταν στους δήμους με το σταγονόμετρο και ποτέ στο σύνολό τους, καθώς τους παρακρατούσαν και τους διέθεταν για άλλες ανάγκες του αστικού κράτους. Και βέβαια, η εξάρτηση ήταν και θεσμική, αφού το πλαίσιο λειτουργίας των δήμων καθοριζόταν από τις κυβερνήσεις (μέσω της Βουλής) και ο νομάρχης, πάντοτε στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος, λειτουργούσε σαν γκαουλάιτερ της κεντρικής εξουσίας, έχοντας στα χέρια του όλα τα μέσα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε, τη δεκαετία του ’60 και τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, η παράδοση των αριστερών δημάρχων, οι οποίοι εκλέγονταν σε προλεταριακές περιοχές των μεγάλων πόλεων και ηγούνταν ενός ρεφορμιστικού αγωνιστικού κινήματος, που διεκδικούσε μια βελτίωση των υποδομών και της κοινής ζωής σ’ αυτές τις σκόπιμα υποβαθμισμένες από το αστικό κράτος περιοχές.
Τη δεκαετία του ’80 αυτή η παράδοση είχε σχεδόν τελειώσει. Πρώτο, λόγω της ορμητικής ανόδου του ΠΑΣΟΚ και, δεύτερο, λόγω του αστικού εκσυγχρονισμού στην τοπική διοίκηση. Οι δήμοι μετατρέπονταν βαθμιαία σε βραχίονες της αστικής εξουσίας και οι δήμαρχοι σε τοπικούς μάνατζερ. Οι μεταρρυθμίσεις με τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη», που συνένωσαν τους δήμους και δημιούργησαν μεγάλες οντότητες, η θέσπιση των περιφερειών που κυβερνούνται από αιρετές διοικήσεις (έχοντας δίπλα τους και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, με συντονιστές διορισμένους από την εκάστοτε κυβέρνηση), σε συνδυασμό με τη μεταφορά στους δήμους αρμοδιοτήτων (όχι όμως και των απαραίτητων πόρων από την κρατική διοίκηση), άλλαξαν άρδην το τοπίο.
Τι κάνουν σήμερα οι δήμοι και οι περιφέρειες; Βάζουν φόρους και τέλη, ιδρύουν ανώνυμες εταιρίες, διαπλέκονται με εργολάβους και προμηθευτές και αποτελούν μια μικρογραφία της κεντρικής κυβέρνησης στο χώρο ευθύνης τους. Αυτή είναι η ουσία και καμιά ωραιοποιημένη εικόνα δεν μπορεί να την αλλάξει.
Και οι πολίτες-ψηφοφόροι έχουν αποδεχτεί αυτή την κατάσταση. Δε θέλουν δημοτικές και περιφερειαρχές που να να διεκδικούν και να οργανώνουν κινήματα διεκδίκησης, αλλά τοπικές αρχές που να κινούνται με μανατζερίστικη λογική, να έχουν τις «άκρες» τους στην κυβέρνηση, «να τρώνε αλλά να κάνουν και κάνα έργο», να κάνουν ρουσφέτια και άλλα τέτοια απολίτικα. Θυμούνται να βρίσουν δημάρχους και περιφερειάρχες μόνο αν συμβεί κάποια μεγάλη καταστροφή. Αλλά τις περισσότερες φορές ξεχνούν σύντομα το βρισίδι και τους ξαναψηφίζουν. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι στους γιγαντωμένους πλέον δήμους, όπως και στις περιφέρειες, σχηματίζονται ψηφοδέλτια με εκατοντάδες άτομα (κεντρικό δημοτικό συμβούλιο, συμβούλια δημοτικών ενοτήτων ή κοινοτήτων ή διαμερισμάτων, κεντρικό περιφερειακό συμβούλιο, αντιπεριφειάρχες, συμβούλια περιφερειακών ενοτήτων), τα οποία μετέρχονται κάθε μέσο, από μικρορουσφέτια μέχρι υποσχέσεις για «τακτοποιήσεις», ώστε να αλιεύσουν ψήφους. Για να μη μιλήσουμε για τα μεγάλα σόγια στην επαρχία και για τους μικρούς και μεγάλους καπιταλιστές των δήμων στις μεγάλες πόλεις, που εξαρτούν κόσμο με προσλήψεις εργατών, με αναθέσεις υπεργολαβιών και προμηθειών κτλ.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναδικός δήμαρχος του ΚΚΕ, ο Πελετίδης, αναδεικνύει ως βασικό επίτευγμά του τη συντήρηση και διάθεση για άθληση του Παμπελοπονησιακού Σταδίου, επιδεικνύοντας ένα πρότυπο ικανής διαχείρισης (που απέχει ακόμα και από τη ρεφορμιστική διαχείριση). Για τα «μεγάλα» δεν έχει να πει τίποτα. Παραδείγματος χάριν, για την ομηρία χιλιάδων εργαζόμενων με τα 8μηνα των «ωφελούμενων», για τους οποίους απλά διεκδίκησε να γίνει το 8μηνο 12μηνο, ώστε να να μπουν στο ταμείο ανεργίας και να πάρουν μόρια, μπας και κάποιοι μονιμοποιηθούν μέσω ΑΣΕΠ. Για το ότι ο δήμος που διοικεί βρίσκεται «απέναντι» από εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες που διεκδικούν μονιμοποίηση μέσω δικαστηρίων.
Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό; Ως δήμαρχος, όχι. Το νομικό πλαίσιο του δένει τα χέρια. Τότε σε τι συνίσταται η διαφορετικότητά του; Στο ότι έκλεισε περισσότερες λακούβες; Καμαρώνει συνεχώς ότι έκανε έργα «με τις δυνάμεις του δήμου». Δεν λέει, όμως, ότι αυτά ήταν κάποια μικρά έργα. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ τα διαχειρίζεται όπως επιβάλλει το καθεστώς της ΕΕ. Οι αναπλάσεις στο κέντρο της Πάτρας, ο ΧΥΤΑ, το φράγμα Πείρου-Παραπείρου και άλλα μεγάλα έργα δημοπρατήθηκαν και τα πήραν εργολάβοι, με υπογραφή Πελετίδη, όπως προβλέπει το αστικό νομικό πλαίσιο. Μπορεί ο Πελετίδης να επανεκλεγεί. Θα επανεκλεγεί ως καλός διαχειριστής μιας πολιτικής υπαγορευμένης από το αστικό κράτος (με ολίγο αριστερό αλατοπίπερο) και όχι ως δήμαρχος που συγκρούεται με το αστικό κράτος. Αν έδειχνε τέτοια πρόθεση, το πιθανότερο είναι ότι δε θα εκλεγόταν για δεύτερη φορά (τρίτη αν επανεκλεγεί τώρα), γιατί οι ψηφοφόροι δεν είναι διατεθειμένοι σ’ αυτή τη φάση να εκλέξουν συγκρουσιακή δημοτική αρχή, επειδή -εκτός των άλλων- φοβούνται πως η πόλη τους θα μπει στο μαυροπίνακα της κυβέρνησης και δε θα παίρνει «αυτά που της αναλογούν».
Παραπέρα, είναι απορίας άξιο πως διεκδικούνται θέσεις στα δημοτικά ή τα περιφερειακά συμβούλια (που πλέον είναι από πολύ δύσκολο έως ανέφικτο, επειδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη επανέφερε το όριο του 3%, όπως ισχύει και στις βουλευτικές εκλογές), στο όνομα της στήριξης των τοπικών αγώνων και της ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική. Δηλαδή, οι τοπικοί αγώνες του λαού, για να υπάρξουν, γιατί δεν υπάρχουν ή είναι εντελώς περιορισμένοι, χρειάζονται μια ασήμαντη εκπροσώπηση σε κάποιο δημοτικό συμβούλιο; Αυτή είναι η λογική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, η οποία καταλήγει να αντιστρέφει τα πράγματα, χρησιμοποιώντας τους όποιους λαϊκούς αγώνες για τοπικά ζητήματα ως «καύσιμο» για μια μίζερη εκπροσώπηση σε κάποιο δημοτικό συμβούλιο.
Δεν έχουμε να πούμε περισσότερα. Την άποψή μας για τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό την παρουσιάσαμε αναλυτικά στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Η αποχή ως ταξική απάντηση στην καταθλιπτική κυριαρχία της αστικής πολιτικής
Γιατί να ισχύσει κάτι διαφορετικό για τις τοπικές εκλογές, οι οποίες μάλιστα διεξάγονται σ’ ένα κλίμα πλήρους αποπολιτικοποίησης και ξεφτίλας;