«Είμαστε κωλολαός»! Αυτό θα έλεγε ο ρήτορας του συνοικιακού καφενείου, βλέποντας την εικόνα χιλιάδων Αθηναίων να κατακλύζουν το κέντρο της πόλης τη «λευκή νύχτα» του Σαββάτου 28 Δεκέμβρη, να βολτάρουν, να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά χωρίς να ψωνίζουν τίποτα (φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο) και ν’ αποτελούν το ιδανικό ντεκόρ για τη φιέστα του Καμίνη, του Χατζηδάκη και του Κορκίδη.
Τι θα ‘πρεπε να κάνουν; Να λάμψουν διά της απουσίας τους. Να δώσουν, διά της σιωπής, την πιο ηχηρή απάντηση σε εκείνους που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ψεύτικη εικόνα. Την εικόνα μιας πόλης που –παρά τα προβλήματά της– ευτυχεί, που κάνει shoping therapy νύχτα και με ψιλόβροχο, μιας πόλης που το μόνο που της λείπει είναι χρόνος για να κάνει τα ψώνια της, γι’ αυτό και θέλει τα μαγαζιά ανοιχτά και τις Κυριακές και κάποιες νύχτες το χρόνο.
Η στοιχειώδους αξιοπρέπειας απάντηση δεν ήρθε, οι λίγοι εμποροϋπάλληλοι που διαδήλωναν ενάντια στο μέλλον δουλείας που τους επιφυλάσσουν πνίγηκαν μέσα στα πλήθη των άφραγκων που βολτάριζαν και χάζευαν τις απλησίαστες φανταχτερές βιτρίνες και εκείνοι που έστησαν τη φιέστα της παραπλάνησης πέτυχαν το στόχο τους.
Ο καφενειακός ρήτορας, όμως, που αναφωνεί «είμαστε κωλολαός», βιάζεται και αμπελοφιλοσοφεί. Αυτοί οι άνθρωποι που βολτάριζαν αψηφώντας το κρύο και το ψιλόβροχο είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μούντζωναν αγανακτισμένοι το κοινοβούλιο, οι ίδιοι που συμμετείχαν στις απανωτές 24ωρες απεργίες, οι ίδιοι που σε κάθε ευκαιρία εκφράζουν την οργή τους για την αθλιότητα στην οποία καθημερινά βυθίζονται ολοένα και περισσότερο. Δεν μπορεί τη μια να είμαστε «λαός που στέλνει αγωνιστικά μηνύματα σε όλη την Ευρώπη» και την άλλη «κωλολαός».
Αντί να γκρινιάζουμε και να αμπελοφιλοσοφούμε, θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να βρούμε εξηγήσεις για τις διαφοροποιήσεις στην κοινωνική συμπεριφορά. Να αναρωτηθούμε γιατί οι εργαζόμενοι μετατρέπονται σε αθύρματα, ακολουθώντας τα χνάρια που χαράζουν για λογαριασμό τους οι αστικές δυνάμεις, πότε για να εκτονώσουν την οργή τους και πότε για να τους καναλιζάρουν μέσω της ψήφου, πουλώντας τους φρούδες ελπίδες.
Και κυρίως θα έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε το «αντίδοτο» σ’ αυτές τις κοινωνικές συμπεριφορές που θυμίζουν κίνηση εκκρεμούς σε καθορισμένη τροχιά. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τέτοιες θα είναι οι κοινωνικές συμπεριφορές όσο κυριαρχεί η αστική πολιτική, που μετατρέπει τους εργαζόμενους σε αθύρματα. Μόνο όταν αποκτήσουν πολιτική συνείδηση που θ’ απορρίπτει την αστική πολιτική σε όλες της τις εκφάνσεις, θα μπορούν να αποφεύγουν τις παγίδες. Αυτό, όμως, απαιτεί ταξική πολιτική οργάνωση. Οσο η πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν ασχολείται μ’ αυτό το καθήκον, τέτοιες αλλοπρόσαλλες κοινωνικές συμπεριφορές θα έχουμε. Αν αντιμετωπίζουμε αυτές τις συμπεριφορές με περιφρόνηση και κουνώντας επιτιμητικά το δάχτυλο, αντί να καταπιαστούμε με το βασικό πολιτικό καθήκον της εποχής μας, τον έλεγχο της αστικής πολιτικής επί του λαού θα διευκολύνουμε.