Ενώ η πανδημία του κοροναϊού καλπάζει και απειλεί τη χώρα μας με εκατόμβες νεκρών, μόνον οι μαθητές φαίνεται να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Με τις καταλήψεις σχολείων θέτουν στο επίκεντρο τη λήψη δραστικών μέτρων, εφαρμόζοντας ένα ιδιότυπο lockdown στο χώρο της εκπαίδευσης.
Θα μας πείτε ότι οι μαθητές δε ρισκάρουν μεροκάματα, δεν αγωνιούν για την επιβίωση της οικογένειάς τους. Αυτή η αγωνία ανήκει στους γονείς τους. Σωστά. Οπότε μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί οι εργαζόμενοι γονείς, γιατί η εργατική τάξη δε βάζει στο κέντρο τη διεκδίκηση δραστικής αντιμετώπισης της πανδημίας;
Δεν κουνάμε το δάχτυλο σε κανέναν εργαζόμενο. Ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει. Πρέπει, όμως, να επισημάνουμε ότι αυτό είναι το τίμημα της ήττας στο πεδίο της ταξικής πάλης. Μια ήττα που έρχεται από το πρόσφατο παρελθόν, όταν χάθηκαν όλες οι μάχες ενάντια στη μνημονιακή πολιτική.
Η κυβέρνηση διέλυσε τη χώρα, ανοίγοντας τα σύνορα στον τουρισμό, τάχα «για να φάει ο κόσμος ψωμάκι». Αμα ενδιαφερόταν «να φάει ο κόσμος ψωμάκι», θα υποχρέωνε τους καπιταλιστές του τουρισμού, με την τεράστια κερδοφορία τα τελευταία χρόνια, να πληρώσουν μεροκάματα και ασφάλιση όλων των εργατών τους και να περιοριστούν αυτή τη χρονιά στον εσωτερικό τουρισμό, για να μην υπάρξει αναζωπύρωση της πανδημίας. «Κιχ» δεν ακούστηκε από πλευράς εργατικής τάξης.
Με την πανδημία να καλπάζει, η κυβέρνηση αρκείται σε ημίμετρα (κάποια από τα οποία είναι εντελώς γελοία), ξορκίζοντας το -απαραίτητο πλέον- lockdown. Από πλευράς εργατικής τάξης ακούγονται κραυγές αγανάκτησης για το «πάστωμα» στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ακούγονται σκόρπιες φωνές για ενίσχυση των μέσων προστασίας στους χώρους δουλειάς (αντίφαση εν τοις όροις με το στόχο της μέγιστης κερδοφορίας, που έχουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις), όμως η λέξη lockdown δεν ακούγεται (το πολύ να προφέρεται ψιθυριστά από κάποια μειοψηφία, όπως προφερόταν η λέξη «κομμουνισμός» τα μαύρα χρόνια του μοναρχοφασισμού).
Η ίδια σιωπή από τα κόμματα και τις οργανώσεις -κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά- που δηλώνουν ότι υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εργαζόμενων και από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Είτε πρόκειται για στάση στην υπηρεσία του καπιταλισμού, είτε πρόκειται για λαϊκισμό, είτε πρόκειται για αριστερίστικη ιδεοληψία, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ολοι αθροίζονται στον ίδιο κοινό παρονομαστή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν και είναι στριμωγμένη από την εξέλιξη των πραγμάτων, από το ανεξέλεγκτο φούντωμα της πανδημίας, εντούτοις δε δέχεται πίεση «επί του πρακτέου». Ετσι, διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, διευκολύνεται στο έργο της ενοχοποίησης του ελληνικού λαού, ώστε όταν αναγκαστεί να πάει σε lockdown (αφού προηγουμένως θα έχουμε ως λαός πληρώσει βαρύτερο τίμημα), να μπορεί να λέει: «εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, εσείς φταίτε γιατί δεν αυτοπεριοριστήκατε, όπως σας ζητούσαμε».
Για μας, η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, η υπεράσπιση της ζωής των πιο ευάλωτων ανθρώπων μας, των ηλικιωμένων, των ασθενών, των ανοσοκατασταλμένων, είναι ύψιστο ταξικό καθήκον. Ναι, αυτή η μάχη έχει πλέον ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα, όπως δείχνει και η μακάβρια στατιστική των θανάτων σε όλο τον κόσμο.
Αν δεν μπορέσουμε να δώσουμε ως τάξη αυτή τη μάχη, πώς θα δώσουμε τη μάχη ενάντια στις συνέπειες της νέας κρίσης, που και πάλι τις φορτώνουν στις πλάτες της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων;
Αυτά πάνε «πακέτο». Οταν σκύψουμε το κεφάλι και αποδεχτούμε τους κινδύνους της πανδημίας, επειδή «πρέπει να δουλέψουμε για να ζήσουμε», θα σκύψουμε το κεφάλι σε κάθε αυθαιρεσία της κεφαλαιοκρατίας, που θα μετατρέψει τη δουλειά σε δουλεία.
Μόνο αν εγκαταλείψουμε την παραλυτική λογική της ήττας, αν πιστέψουμε στη δύναμη του οργανωμένου ταξικού αγώνα, θα μπορέσουμε να δώσουμε με επιτυχία τον αγώνα για την προστασία μας από την πανδημία του κοροναϊού -ναι, με νέο lockdown, γιατί εδώ που έφτασαν τα πράγματα δεν υπάρχει άλλη λύση- και για την προστασία μας από την πανδημία των αντεργατικών μέτρων.