Την ώρα που εσείς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, τα κόμματα της συγκυβέρνησης παρέα με την τρόικα βάζουν τις τελευταίες πινελιές στο προσχέδιο του νέου Μνημόνιου, που θ’ αλυσοδέσει τον ελληνικό λαό για την επόμενη δεκαετία (μετά βλέπουμε). Μια δεκαετία στη διάρκεια της οποίας σκοπό έχουν να παγιώσουν την «κινεζοποίηση», για να γίνει η Ελλάδα ένας παράδεισος για το κεφάλαιο.
Από τη μεριά τους, τα κόμματα της ψευτοαριστεράς σανιδώνουν το γκάζι της προπαγάνδας: εκλογές τώρα, αντηχεί απ’ όλα τα κομματικά επιτελεία.
Θα γίνουν, βέβαια, εκλογές. Είτε τον Απρίλη είτε αργότερα. Τις επιθυμεί διακαώς και ο Σαμαράς, που θέλει να προλάβει να κυβερνήσει κι αυτός ως πρωθυπουργός κι όχι ως ένας απλός εταίρος μιας συγκυβέρνησης με πρωθυπουργό τον όποιο Παπαδήμο. Το θέμα δεν είναι πότε θα γίνουν εκλογές, αλλά τι μπορεί να προσδοκά η εργατική τάξη από τις εκλογές.
Τα στελέχη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ έχουν καβαλήσει τα καλάμια και με μια τυχοδιωκτική προπαγάνδα φωνάζουν: τώρα είναι η ώρα να πάρουμε εμείς το μπόνους των 50 εδρών, να μην τ’ αφήσουμε στον Σαμαρά. Φτάνει να ενωθούμε όλοι. Μιλούν δηλαδή για μια ενότητα χωρίς αρχές, υποσχόμενοι πως χωρίς να πειράξουν τον καπιταλισμό, χωρίς να πειράξουν την ΕΕ, με κάποιο μαγικό τρόπο που γνωρίζουν μόνο ο Τσίπρας με τον Δραγασάκη, θα εξαλείψουν ό,τι κακό έγινε την τελευταία διετία!
Τα στελέχη του Περισσού, από την άλλη, καταγγέλλουν τον τυχοδιωκτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και δηλώνουν «μετριοπαθώς», ότι οι εκλογές είναι η ευκαιρία των εργαζόμενων για να αλλάξουν το πολιτικό σκηνικό. Αστική θα είναι μεν η κυβέρνηση, όμως μπορούμε να της δυσκολέψουμε το έργο, λένε. Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό; Επειδή θα έχει περισσότερους βουλευτές ο Περισσός;
Εχουμε γράψει και άλλες φορές, ότι ποτέ στην Ιστορία η όποια αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών υπέρ κάποιων κομμάτων της κοινωνικής δημαγωγίας δεν οδήγησε και σε άρση των σκοπών, των επιδιώξεων, της πολιτικής του συστήματος. Οι δυνάμεις του συστήματος έχουν τον τρόπο να προσαρμόζονται στις διαφοροποιημένες συνθήκες και να εξασφαλίζουν τη συνοχή της πολιτικής τους. Δείτε, για παράδειγμα, το «μεγάλο συνασπισμό» που κυβέρνησε τη Γερμανία.
Κατόπιν τούτων το ερώτημα για τους εργάτες, τους εργαζόμενους, τους νέους είναι αν, για μια φορά ακόμη, θα γίνουν θεατές στο ίδιο έργο. Αν θα κρεμάσουν τις ελπίδες τους στις εκλογές, για ν’ αποδειχτούν, για μια φορά ακόμη, φρούδες.
Η εργατική τάξη πρέπει να εκφραστεί πολιτικά. Και για να εκφραστεί πολιτικά πρέπει να οργανωθεί πολιτικά. Ν’ αποκτήσει το δικό της πολιτικό φορέα. Αυτό το καθήκον, όμως, κάθε άλλο παρά με τις εκλογές έχει σχέση.