♦ Ενάντια στα νέα μέτρα, πάρε κι εσύ μια πέτρα – Α (σύνθημα στον πλαϊνό τοίχο της Εθνικής Βιβλιοθήκης)
Σύνθημα-υπόλειμμα μιας περιόδου που μοιάζει τόσο μακρινή, αλλά δεν απέχει από σήμερα περισσότερο από δύο-δυόμισι χρόνια. Τότε που ο κόσμος κατέβαινε μαζικά στο δρόμο. Απεργούσε, διαδήλωνε, αντιστεκόταν. Δε θα σχολιάσουμε το σύνθημα. Ο οποιοσδήποτε σχολιασμός θα είχε θέση την εποχή που γράφτηκε. Σήμερα είναι εκτός εποχής, και γι’ αυτό δε φταίει ο συνθηματογράφος. Μέσα σε μια διετία, ήρθαν τα πάνω-κάτω. Ο κόσμος εξαφανίστηκε από τους δρόμους του αγώνα (του όποιου αγώνα), επιτρέποντας στον Σαμαρά να λέει με κυνισμό: « Το πεζοδρόμιο σίγησε» (Βουλή, 10-10-14). Η εξέλιξη αυτή μπορεί να μας στεναχωρεί όλους, όμως η στεναχώρια μπορεί να λειτουργήσει και ως παγίδα. Να μην μας επιτρέψει να σκεφτούμε πάνω στην κοινωνική και πολιτική εμπειρία των τελευταίων ετών, να μην επιχειρήσουμε να θεωρητικοποιήσουμε την πείρα αυτών των ετών. Να μείνουμε σε λαθεμένα θεωρητικά σχήματα ανάγνωσης, μετατρέποντας το λάθος σε ιδεοληψία. Διότι αυτά που συνέβησαν τα μνημονιακά χρόνια, οι μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις, το κίνημα των «αγανακτισμένων», η εκλογική συμπεριφορά το 2012, το αποτράβηγμα του κινήματος από το δρόμο, η εκλογική συμπεριφορά το 2014 και η διαφαινόμενη εκλογική συμπεριφορά το 2015, στο πιο δεξιό πολιτικό σκηνικό που υπήρξε ποτέ στα μνημονιακά χρόνια, αποτελούν ειδικές συμπεριφορές ενός αυθόρμητου κινήματος, που δεν ξεφεύγει από τους γενικούς νόμους κίνησης των αυθόρμητων κινημάτων. Αυτούς τους γενι-κούς νόμους πρέπει να γνωρίσουμε, ώστε να εγκαταλείψουμε κάθε τακτική υπόκλισης στο αυθόρμητο, για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε το συνειδητό: την πολιτική οργάνωση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, που θα μπορέσει να «συγχωνευθεί» με το αυθόρμητο, δημιουργώντας νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα.
♦ Για την πείνα σου φταίνε οι πεινασμένοι; (ανυπόγραφο σύνθημα στην πλατεία Αγ. Θωμά στο Γουδή)
Καίριο το ερώτημα. Και πρέπει να τίθεται και να ξανατίθεται. Εστω και αν δεν είναι τόσο πολλές οι πιθανότητες να πιάσει τόπο. Γιατί, δυστυχώς, σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για σκέψη. Σκέφτονται γι’ αυτούς ο Πρετεντέρης, ο Ευαγγελάτος και οι νεοναζί. Ενας ολόκληρος συρφετός που σερβίρει καθημερινά την αστική ιδεολογία σε άπειρες παραλλαγές, από ευαίσθητες-δημοκρατικές μέχρι βάρβαρες-ναζιστικές. Κρατάει χρόνια (τι χρόνια, αιώνες) αυτή η κολόνια. Κρατούν τον κόσμο στην αμορφωσιά, του καλλιεργούν τα πιο χυδαία ένστικτα, τον μετατρέπουν σε αγρίμι και μετά του δείχνουν τον «εχθρό»: το διπλανό του, τον εξίσου ή και περισσότερο φτωχό. Κάπως έτσι γεννιούνται οι ρουφιάνοι, οι γλείφτες, οι υποτακτικοί, οι δήμιοι. Μόνο που στον άνθρωπο η κοινωνικότητα είναι έμφυτη. Και στην εργατική τάξη αναπτύσσεται η τάση του συνανήκειν, της αλληλεγγύης. Αυτή η τάση δεν έχει εξαφανιστεί στα άγρια χρόνια της κρίσης, της ανεργίας, της μεγάλης φτώχειας. Σε ύπνωση έχει περάσει. Κι αν πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάτι είναι πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να της δώσουμε προοπτική, όταν βγει από την ύπνωση. Γιατί θα βγει, αυτό είναι σίγουρο.