Η μέρα φεύγει, το άρθρο 16 έρχεται (Keep καταλαμβάνing και διαδηλώνing)
Ησυχία, τάξις, τηλεόραση, ασφάλεια: Ηττα(;)
Ησυχία, τάξις, τηλεόραση, ασφάλεια: Ηττα(;)
Λεωνίδας Τσίρκος
Κόντρα στους γδάρτες των ονείρων μας
«… baby, I’m gonna send you back to schooling» (Μαριέττα, Giorgos κ.λ.πούς αντι-αρθροδεκαεξιίτες)
♦ Παραμονή της απεργίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (Τρίτη, 12/12/06) και ο 902TV (βλ. Περισσός) φυσικά και δεν ξέχασε τους «εργαζόμενους των σωμάτων ασφαλείας» αφιερώνοντας 7 λεπτά από το δελτίο ειδήσεων στα «προβλήματά» τους. Σημειωτέον ότι στη μπατσο κ.λ.π. σύναξη βρέθηκε και το μέλος της Κ.Ε. του Περισσού Γιάννης Μάκης (ΜΑΤατζήδες βαράτε κάργα! Ο Περισσός νοιάζεται για τον ιδρώτα σας!).
♦ Η Paris τα γκολ και ο βάζελος το pas Paris (διαβάζεται πα-πα-ρί).
♦ «Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη εργασία της καπιταλιστικής επιχείρησης και στην ιδιωτική εργασία των γυναικών στο σπίτι συνδέεται στενά με τον δεύτερο διαχωρισμό ανάμεσα στην προσωπική μας ζωή και τη θέση μας στην κοινωνική διαίρεση της εργασίας. Οσο η οικογένεια ήταν παραγωγική μονάδα βασισμένη στην ιδιωτική περιουσία τα μέλη της θεωρούσαν την οικιακή ζωή και τις “προσωπικές” σχέσεις ριζωμένες στην αμοιβαία τους εργασία. Από τότε όμως που αναπτύχθηκε η βιομηχανία, η προλεταριοποίηση στέρησε τα περισσότερα άτομα (ή οικογένειες) από την ιδιοκτησία παραγωγικής περιουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η «δουλειά» και η ζωή διαχωρίστηκαν· η προλεταριοποίηση ξεχώρισε τον εξωτερικό κόσμο της αλλοτριωμένης εργασίας από τον εσωτερικό κόσμο των προσωπικών αισθημάτων. Οπως η καπιταλιστική ανάπτυξη γέννησε την έννοια της οικογένειας σαν χώρο έξω από την οικονομία, έτσι δημιούργησε και την “χωριστή” σφαίρα της προσωπικής ζωής, που φαινομενικά δεν έχει καμμιά σχέση με τον τρόπο παραγωγής… Σ’ ολόκληρη την ιστορία, οι προσωπικές σχέσεις και η πνευματική καλλιέργεια περιορίζονταν στις προνομιούχες τάξεις και στους καλλιτέχνες, τους αυλικούς και άλλους που εκτελούσαν τις λειτουργίες της συζήτησης, των ερωτικών συναντήσεων, της αυτοανάλυσης και της σωματικής και πνευματικής αγωγής σύμφωνα με πολύ ανεπτυγμένους κοινωνικά παραδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς. Στον καπιταλισμό όμως η πρακτική της προσωπικής ανάπτυξης έχει γίνει κτήμα των μαζών, αν και έχει διαφορετικό νόημα για άντρες και γυναίκες και για τα διάφορα στρώματα του προλεταριάτου. Ενα μεγάλο νόημα αυτής της αναζήτησης για προσωπικό νόημα γίνεται μέσα στην οικογένεια, και αυτός είναι ο λόγος που η οικογένεια διατηρείται παρ’ όλο που πολλές προηγούμενες λειτουργίες της έχουν εξασθενίσει». (Ελί Ζαρέτσκι, «Καπιταλισμός, οικογένεια και προσωπική ζωή»).
♦ «Η είδηση λοιπόν είναι ότι, τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο του “έντεχνου” εντοπίζονται όλο και περισσότεροι “τραγουδοποιοί”. Ωστε, αντίθετα με το δίσκο του Οντίν, το «έντεχνο» έχει δύο πλευρές. Απλώς, όπως απαιτεί η λογική της διαφήμισης, η δεύτερη πλευρά εγκωμιάζεται εναντιωματικά: το ζεύγμα «συνθέτης-στιχουργός» απηχεί τον διαχωρισμό που κατέληξε στην «επανάσταση των Οργάνων». Διαθέτει λοιπόν εξ ορισμού δυστυχή συνείδηση. Ευτυχώς όμως, από τα αρχέγονα βάθη κυλάει ξανά ως το νεκροταφείο αυτοκινήτων (κλαταρισμένη ποίηση, σμπαραλιασμένη μουσική…). Ομως αυτή ήταν η μισή είδηση. Η άλλη μισή (που αποκόπηκε εντέχνως, μεταδίδεται όμως μέσω της πλήξης που παρ’ όλα αυτά νιώθουμε) είναι πως όλη κι όλη η μεταμόρφωση έγκειται στο να ακούς συνηρημένα τα κλισέ που άκουγες ως τώρα ασυναίρετα. Και η ανακτωμένη αθωότητα είναι ένα διπλό άλλοθι: η προσομοίωση μουσικής άγγιξε το όριο του Kitsch – κι είναι καιρός (όλοι οι μάνατζερ γνωρίζουν αυτή την ανάγκη) να εξαγνιστεί: τα δάχτυλα του «παιδιού που παίζει κιθάρα» είναι μαγικά, κι επιπλέον υποκλέπτουν μιαν εικόνα του αυθεντικού κόσμου (κάπου έξω από τη μάντρα του «έντεχνου»). Η προσομοίωση ποίησης άγγιξε το (ψυχιατρικό) όριο της απλής γλωσσολαλιάς – κι είναι καιρός να εξαγνιστεί μέσα σε μια προσποίηση αυθεντικότητας, που ανέκαθεν ταυτιζόταν με τον φασιτεχνισμό. Ετσι κλείνει το κύκλωμα που άνοιξαν οι εθελοντές ποιητές – κι εγκλωβίζει το μίσος για κάθε μορφή αλήθειας… Ενα εκκρεμές νοθεύει τα πάντα. Αν «μελοποιήσεις» ποίηση – κινείται προς τον τραγουδισμό. Κι αν γράψεις με μονοκοντηλιά τραγούδια – κινείται προς τις «ποιητικές βραδιές» στο Μέγαρο. Και πάντα περνά από το σημεία «Λίνα και κλώνοι» – που διαστέλλεται σε περφόρμανς, για να χωρέσει όλα τα γυαλιστερά εξώφυλλα, ή εμπλουτίζεται μ’ «αυθεντικές» φωνές (τσίπουρα, μαντινάδες κ.λ.π.: εγχώριο έθνικ). Ολες αυτές οι εκδοχές νοθεύουν κάτι που όντως διακυβεύεται: προσομοιώνοντάς το, θέτουν σε κυκλοφορία το φάντασμά του – που μόνο ανταλλακτική αξία έχει. Κι όμως, ο μαντρότοιχος αυτού του κοιμητηρίου είναι χαμηλός: αν σ’ εμποδίζει να βγεις, είναι γιατί σου κόπηκαν τα γόνατα κιόλας». (Γ. Κοροπούλης – ΕΛΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Βιβλιοθήκη, 08/12/06).
Βασίλης