Φτάσαμε και στη μεγαλύτερη νύχτα του φετινού χρόνου, καταμεσής της μακριάς, αξημέρωτης, μεγαλύτερης νύχτας των τελευταίων χρόνων…
σφόδρα αγαπηθήκανε μέσα απ' το συμφέρον
τα μέτρησαν, τα ζύγισαν, εκάνανε τον γάμο
τρώνε, πίνουν, δοξάζονται και από δω πάν' κι άλλοι.
Στις 29 Δεκεμβρίου κλείνει τα 59 χρόνια του ο καθαγια-σμός του κρατικού τζόγου, με την ίδρυση του –απόλυτα ψευδεπίγραφου εδώ και χρόνια- Ο.Π.Α.Π., με το Βασιλικό Διάταγμα 20.
«Τι χρειάζεται τώρα να μιλήσουμε για τους επαγγελματίες καλλιτέχνες; Ο καθένας τους έχει τη δική του φιλαυτία και πιο εύκολα μπορεί να σου χαρίσει το πατρικό του χωράφι παρά να υποχωρήσει στο ζήτημα του ταλέντου του. Oσο πιο λίγη είναι η αξία τους, τόσο πιο πολύ το θράσος κι οι αξιώσεις τους ν' αυτοθαυμάζονται, να κορδώνονται και να φουσκώνουν» (Ερασμος – «Μωρίας εγκώμιο»).
Τελευταία στήλη για φέτος, θα στείλει στον αγύριστο μια ακόμη μαύρη χρονιά που φεύγει γελώντας σαρκαστικά στην πλάτη της εργατικής τάξης (ή και κατάμουτρα, δεν έχει πρόβλημα). Ανάλογες οι διαθέσεις…
Μες στης βουλής τους πλάτανους γινόταν πανηγύρι
μα η γιορτή ήταν πολλή κι ο τόπος ήταν λίγος
δώδεκα δίπλες ο χορός κι εξηνταδυό τραπέζια
χίλια ψηνόντανε σφαχτά σ’ ούλες τις εταιρίες
κι η λματ θερμοπαρακαλεί, μιζάρει τον αη Γιώργη
μη τύχει κι έρθει άλλη στραβή και τους χαλάσει η φτιάξη.
Το κίνημα ψυχορραγεί, μα έτοιμος ο Αλέξης
που ροβολάει προς το βουνό, λέει κατά τα πλατάνια:
– Σώπασε λματ, ούλοι σιωπή, κουράγιο παλικάρια
αφουγκραστείτε το τρελό αγέρι τ'ς Ευρωλάνδης
οι αντιστάσεις κάμφθηκαν, όλα δικά μας θα ‘ναι.
Κυλάει ο καιρός, ο τσακισμένος κόσμος της δουλειάς και της ανεργίας μαζεύεται φοβισμένος όλο και περισσότερο στο καβούκι του, σκληραίνουν τη στάση τους τα ντόπια και διεθνή αρπακτικά, απαιτώντας όλο και περισσότερα σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου ιστορική ληστεία μιας ληστρικής ιστορίας. Το «εορταστικό» κλίμα των ημερών επιβάλλει την άνωθεν εκπορευόμενη αισιοδοξία και φιλολογία για «φως στο τούνελ», τα λουριά όμως παραμένουν ασφυκτικά σφιγμένα. Οσα αποπροσανατολιστικά σόου κι αν στηθούν. Εξαρχής ήμασταν –και εξακολουθούμε, καθώς δεν υπάρχει ούτε καν υποψία για κάτι άλλο- πεπεισμένοι ότι τίποτε δεν θα αλλάξει μέχρι να σκουπιστεί από τους ιμπεριαλιστές και το τελευταίο ψήγμα πλούτου, τίποτε δεν θα παραχωρηθεί σ’ ένα δειλό πια ταξικό εχθρό που στριμώχνεται στη γωνιά και απλά τρώει τις κατραπακιές. Γιατί εκείνοι γνωρίζουν και υπεραμύνονται του ταξικού προσδιορισμού τους, σε αντίθεση μ’ εμάς που μένουμε εθελοντικά θολωμένοι στα ίδια παραμύθια…
«Η φιλανθρωπία χάνεται μέσα σε μυριάδες παράσιτα και δεν φτάνει σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, εκτός αν πρόκειται να τους ταπεινώσει. Εν τω μεταξύ, οι μεσάζοντες της φιλανθρωπίας ζουν άνετα στις πλάτες των πλούσιων και των φτωχών» (Luigi Molinari – «Η παρακμή του ποινικού δικαίου»).
Η κυρα-Εφη απ' το χωριό (τάδε έφη Ζαραπούστρα)
που 'χε το βλέμμα χαμηλά σαν τη μυξοπαρθένα
ξάφνου τσαμπουκαλεύτηκε κι άρχισε να μιλάει!
– Κόρη μου πόσο άλλαξες! Τι είναι τώρα τούτα;
Νομίζεις θα 'σαι μια ζωή φίρμα στις Βερσαλλίες;
Γοργά κυλάει ο καιρός, αύριο φεύγεις νύχτα
και επιστρέφεις στο χωριό στυμμένη, ατιμασμένη…
– Ασε με μάνα να χαρείς, με θάμπωσαν τα πλούτη
να ζήσω θέλησα κι εγώ, να γλείψω απ' το μέλι
όσο προλάβω και απέ στον κάμπο επιστρέφω.
«Το αστικό κράτος των φυγάδων του καθήκοντος και της εργασίας χρηματομανών κι εκμεταλλευτών αστών, το διατηρούμε εμείς οι απόγονοι χωρικών οι οποίοι από γενιά σε γενιά το ενισχύουμε με νέα μέλη (επιστήμονες, μεταπράτες, εργάτες) και το αναπαράγουμε» (Λεωνίδας Γούσιος).
Και του χρόνου με υγειά. Μέι, γεια.
Κοκκινοσκουφίτσα