Δύο χιλιάδες έντεκα και τζάμπα φασαρία
Αναζητείται έξοδος απ’ την προϊστορία…
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με τα βούρλα…
Οι «αγανακτισμένοι» σβήνουν την οργή τους στα κύματα, επιστρέφοντας στην ευταξία της ξαπλώστρας, των αντηλιακών, της greek salad και της ωραίας, τακτοποιημένης ζωής όπως ήταν πριν αγανακτήσουν. The good old days, τότε που τους άρεσε και που οι βουλευτές ήταν καλοί γιατί διόριζαν, βοηθούσαν τα μαγαζάκια, βοηθούσαν γενικώς… Μύξαι γελιέστε, διάλειμμα είναι και από Σεπτέμβριο θα αγανακτήσουν και πάλι…
Αφού λέμε για αγανακτισμένους (ή άγανα κτισμένους, αν προτιμάτε), η βουλευτίνα Ολγα Ρενταρή-Τέντε (ξέρω ότι κάτι σας λέει το επίθετο) έχει δύο εβδομάδες να πατήσει το πόδι της στον Εβρο, για να μην την λιντσάρουν. Αυτό τουλάχιστον δήλωσε η ίδια, όμως το ωραίο είναι παρακάτω. Ιδού τι λέει: «Περικύκλωσαν το βουλευτικό μου αυτοκίνητο και άρχισαν να μου πετούν πέτρες, γιαούρτια, αβγά και μπουκάλια με νερό. Ενας μάλιστα είχε και μια ντουντούκα και την έβαλε στο αφτί μου και με εξέβριζε με τον πιο χυδαίο τρόπο και χειρονομούσε εναντίον μου. Εγώ που τίποτε δεν με φοβίζει έπαθα εκείνη την ημέρα σοκ. Και ξέρετε γιατί; Γιατί όλοι αυτοί που με προπηλάκιζαν ήταν άτομα ηλικίας πάνω από εξήντα ετών. Φαίνονταν “αγανακτισμένοι”, δεν είδα ούτε έναν κουκουλοφόρο ούτε μασκοφόρο ούτε τίποτε. Ηταν ηλικιωμένοι -το καταλαβαίνετε;- αυτοί που μας πετούσαν τα αβγά και τα γιαούρτια. Αυτό ήταν το τραγικό». Οντως τραγικό! Κι ακόμα πιο τραγικό το ότι δεν φαίνεται να κατάλαβε το γιατί ήταν τραγικό. Χαμπάρι!…
Είπαμε για διορισμούς παραπάνω και θυμηθήκαμε. Πάει, χάθηκε το όραμα της Ελλάδας, ξέφτισαν όλα… Ενα καιρό σε πηδούσαν για να σε διορίσουν και σε διόριζαν για να πηδιέσαι. Και φυσικά ο Χρηστάκης (αλήθεια, τι γίνεται αυτή η ψυχή;) δεν ήταν ο μόνος διδάξας. Τώρα πάνε αυτά… Είναι να μην αγανακτείς μετά;
Ηταν 24 του Ιούλη του 1825, όταν οι ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις με έγγραφό τους προς την αγγλική κυβέρνηση, ανέθεταν την προστασία της Ελλάδας στην Αγγλία. Ενάμιση αιώνα αργότερα, η προστασία της Ελλάδας ανατίθετο εκ νέου στον κ. Τριανταφυλλίδη (τι γελάτε ρε; Εντάξει, μπερδεύτηκα, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήθελα να πω). Φαίνεται πως το ‘χει η μέρα…
Το νέο κρούσμα -ανάμεσα σε δεκάδες άλλα- με τον ειδικό φρουρό και τον αρχιφύλακα σε κλαμπ (το κλουβί βαρβαριστί) της Αργυρούπολης, εγείρει για πολλοστή φορά ένα καίριο και πάντα αναπάντητο ερώτημα: Γιατί οι μπάτσοι (που ακόμη δεν έχουν περάσει καν τις περιβόητες ψυχολογικές εξετάσεις: Θυμάστε;) κουβαλάνε μαζί τους τα κουμπούρια τους ακόμα και όταν βρίσκονται εκτός υπηρεσίας; Υπάρχει μια απάντηση αλλά καλύτερα πρώτα να μας δώσουν οι αρμόδιοι τις δικές τους. Εντάξει, ξέρω, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι η στήλη είναι ουτοπιστική…
Η κίνηση του δήμου της συμβασιλεύουσας να στείλει τους οίκους ανοχής -έχει και η ανοχή τα όριά της- σε βιοτεχνικές ή βιομηχανικές περιοχές, βρίσκει απολύτως σύμφωνη τη στήλη. Τα μπουρδέλα πρέπει να είναι ενοποιημένα και όλα μαζί και όχι διάσπαρτα εδώ, αιδώ κι εκεί.
Αν και ο κρατικός τζόγος είναι ο μόνος νόμιμος, η στήλη δέχεται ατύπως στοιχήματα για το ντέρμπι ξενοδόχοι εναντίον ταξιτζήδων με διαιτητή τον τουρισμό και τρόπαιο το καλό της χώρας. Δεν κρύβουμε ότι τασσόμαστε αναφανδόν υπέρ των πρώτων, αφού η χώρα δεν πρέπει να μπει σε χειρότερες περιπέτειες και είναι καιρός να προστατέψουμε τον τουρισμό μας. Τι είναι αυτό το πράμα; Κουραστήκαμε πια, εκεί που καθόμαστε ειρηνικά στον καναπέ μας και τρώμε το παξιμάδι που έχουμε φτιάξει με το σκατό μας, με πίστη στη δημοκρατία και στις προσπάθειες που καταβάλλει η φιλόχρηστος ημών κυβέρνησις, να βλέπουμε να κλείνει τους δρόμους όποιος και όποτε του γουστάρει; Και πού είναι οι τίμιοι έμποροι του κέντρου, να υψώσουν και πάλιν την φωνή των και να συνταχθούν με τας δυνάμεις που επιθυμούν διακαώς το καλόν της χώρας μας; Μα ούτε μεσούντος του θέρους δεν παύουν να διαμαρτύρονται αι σκοτειναί δυνάμεις που επιθυμούν την οπισθοδρόμησιν της μέχρι πρότινος Ελλάδος της ανάπτυξης, της ισότιμης εταίρου και κραταιάς, εγγυήτριας της σταθερότητος δυνάμεως των Βαλκανίων; Τι γελάτε ρε βλακάνιοι;
«Χτυπήστε ευθεία, χτυπήστε την καρδιά. Μέσα σ’ αυτό τον λευκό κύκλο των νεκρών, μέσα στη σιωπή, κάποιος τουλάχιστον να ουρλιάξει» (Σαλβατόρε Κουαζιμόντο – «Χιόνι»).
Κοκκινοσκουφίτσα