Ανεξήγητη αυτή η εμμονή, δεν μπορουσε παρά να απασχολήσει το αργόσχολο (και γι’ αυτό ερευνητικό) πνεύμα της στήλης. Ο λόγος για τους υπουργούς Οικονομικών και τη συμπτωματική (συν πτωματική) μανία ή μανιακή σύμπτωση να αρχίζει το όνομά τους από «Γ»! Εννιά πέρασαν από το εθνοσωτήριο ολυμπιακό έτος 2004 μέχρι σήμερα, με τους εφτά (Αλογοσκούφης, Παπαθανασίου, Παπακωνσταντίνου, ο υπηρεσιακός Ζανιάς, Στουρνάρας, Χαρδούβελης και Βαρουφάκης) να είναι Γιώργηδες, Γιάννηδες και… Γκίκες. Μοναδικές παρενθέσεις οι Ευάγγελος Βενιζέλος (με το συμπάθειο) και Φίλιππος Σαχινίδης. Ας το δουν λίγο οι σύντροφοι με περισσότερες γνώσεις στατιστιkiss και συνομωσιολογίass.
«Οι μάζες βιάζονται, τρέχουν, διασχίζουν την εποχή με βήμα εφόδου… Νομίζουν ότι προχωρούν, αλλά απλώς βαδίζουν επί τόπου και πέφτουν στο κενό, αυτό είναι όλο» (Franz Kafka).
Η υποχρέωση της στήλης για «σφαιρική», «έγκυρη», «πλουραλιστική» (και διάφορα άλλα) ενημέρωση την αναγκάζει να αναφερθεί στη νέα επιστολή που κοινοποίησε από τις φυλακές Διαβατών ο εγκάθειρκτος πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαγεωργόπουλος. Μην ανησυχείτε, δεν θα την αναδημοσιεύσουμε ολόκληρη παρά μόνο ένα τμήμα, αυτούσιο όμως: «Σήμερα, 27 Φεβρουαρίου 2015 συμπλήρωσα δύο χρόνια εξορίας στα Διαβατά. Εξοστρακισμένος! Oπως στην Αρχαιότητα είχαν εξοστρακίσει –για λόγους που όλοι γνωρίζουμε- ακόμη και τον Αριστείδη τον Δίκαιο, τον Θεμιστοκλή, τον Κίμωνα, τον Θουκυδίδη και τόσους άλλους, χωρίς βεβαίως να έχω εγώ καμία σχέση με τις τεράστιες αυτές προσωπικότητες. Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται έστω και σε διαφορετικό επίπεδο. 27 Φεβρουαρίου 2015. Καθώς ξημέρωνε, σαν αστραπή μέσα σε ένα δευτερόλεπτο πέρασε από μπροστά μου όλη μου η ζωή. Eνας συνεχής αγώνας για το καλό και την πρόοδο, μία συνεχής κατάθεση έργου που είναι ορατό από όλους, μία συνεχής προσφορά στην Πατρίδα, στην γενέτειρά μου την Θεσσαλονίκη, στην Νεολαία και στον συνάνθρωπο με απόλυτη ανιδιοτέλεια. Και ξαφνικά στην εξορία! Χωρίς ΕΝΑ αποδεικτικό στοιχείο όπως επιτάσσει ο Νόμος. Oποιος έχει έστω και ένα, ας το εμφανίσει δημοσίως!».
«Σέρνεται ο καιρός σα λαβωμένο φίδι / κρύβεται στα συρτάρια, στην ντουλάπα / κάτω απ’ το κρεβάτι / βγαίνει τη νύχτα βυθίζει δόντια ναρκωτικά / στις φλέβες μας. / Αργά καταπίνουμε τις ταπεινώσεις / μηρυκάζουμε υπομονή κι αποκοιμιόμαστε. / Ξανανοίγουμε χάρτες, κατεβάζουμε / παλιά βιβλία, συγκρίνουμε / τις εποχές. / Βλαστημάμε την τύχη. / Eνα σάλπισμα καραβιού / μια φωτιά στο βουνό, μια / ντουφεκιά στο κούτελο του φόβου. / Θα βγούμε πάλι. / Είμαστε ράτσα ατάκτων και κλεφτών, έχουμε / το πείσμα του σίδερου, την υπομονή / του νερού. / Oσοι πιστοί. / Με συμπόνια και με μαχαίρι. / Kι αν δεν καταλαβαίνεις, ψάξε Μεσολόγγι, / Μακρόνησο και Νοέμβρη. / Να ξέρεις·/ σου γράφω πάντα με το χέρι στην καρδιά / και το βλέμμα στο στόχο (Γιώργος Ζιόβας – «Μήνυμα»).
Πάει το αναφορικό «που», χάθηκε για πάντα! Θρηνεί η λαϊκή μούσα, που ούτε στίχους δεν μπορεί να γράψει από τον άφατο πόνο. Δεν υπάρχει πια «που», μόνο «ο οποίος», «η οποία» και «το οποίο»! Εχετε ακούσει κανένα να λέει «που»; Αν ακούσετε, να το πείτε και σ’ εμάς. Κι όσοι δεν το προσέξατε, ποτέ δεν είναι αργά. Eχει καιρό αυτή η μαϊμουδο-ιστορία που απλώθηκε πια παντού, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, από το «βασικά» του ’80 και εντεύθεν. Δεν θα ακούσετε «που» ούτε για δείγμα! Σε εξοργιστικό βαθμό. Τόσο, που σε λίγο καιρό οι… πατριώτες θα άδουν «σε γνωρίζω από την κόψη η οποία με βια μετράει τη γη». Θα ανασκευαστεί κι ο Καββαδίας: «Ηταν εκείνη τη νυχτιά την οποία φύσαγε ο Βαρδάρης». Θα ανασκευαστούν και τα παλιά τραγούδια: «Τα τρένα τα οποία φύγαν’, αγάπες μου πήρανε». Και τα νεότερα: «Είσαι εκείνη την οποία έψαχνα, την οποία χρόνια καρτερούσα. Με πλημμύρισαν τυφλές ελπίδες, από εκείνη τη στιγμή την οποία με είδες».
Το χαμένο «που» είναι η μία όψη του νομίσματος. Σύντομα θα αναφερθούμε και στην άλλη. Γιατί υπάρχει ένας μεταστατικός γλωσσικός μαϊμουδο-καρκίνος ακόμη…
Κοκκινοσκουφίτσα