Αυτά που θέλεις να σου τραγουδήσω, δεν θα τα πω.
Οσα δεν θέλεις θα βροντοφωνάξω εγώ.
Αμου Ντζολέτο (ποιητής, Γκάνα)
Ο γάλλος συγγραφέας Ζοζέφ Αντράς και η μαροκινής καταγωγής κοινωνιολόγος Καουτάρ Αρσί αναπτύσσουν στο βιβλίο αυτό έναν εξαιρετικό διάλογο για το ρόλο της λογοτεχνίας στην εποχή μας και την επίδρασή της στην αλλαγή του κόσμου.
Οι ίδιοι, παρότι πολιτικοποιημένοι, θεωρούν αδόκιμη την έννοια της στράτευσης, που αποδίδεται στους αριστερούς, θεωρώντας ότι οι συγγραφείς -όπως όλοι- ζουν σε ένα προκαθορισμένο πολιτικό περιβάλλον. Σε αυτό το περιβάλλον όλοι παίρνουν θέση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άρα όσοι δεν υποστηρίζουν την εξάλειψη της αδικίας και της ανισότητας είναι επίσης στρατευμένοι, αν και το αρνούνται.
Το βιβλίο βρίθει από πλήθος εύστοχων αναφορών σε πολλά ζητήματα: Στο πρώτο μέρος με τον υπότιτλο γράφεις, οι συγγραφείς ορίζουν τη λογοτεχνία και τη γραφή γενικότερα ως το μέσο που επιτρέπει μια πιο σαφή σχέση με τον κόσμο, που ρίχνει φως στο μπλεγμένο και το άδηλο και που το κοινωνιολογικό του βλέμμα ανατρέπει και αποχαιρετά τη ρομαντική και φιλελεύθερη λογοτεχνική παράδοση.
Ιδιαίτερα για τον Ζοζέφ Αντράς, η επινόηση χάρτινων χαρακτήρων είναι περιττή, όταν «τόσα πεθαμένα πρόσωπα μας καλούν να πούμε τη νικημένη τους ζωή». Οπως και για τον Μαγιακόφσκι, η λογοτεχνική γλώσσα απαιτεί ένα ρυθμό πυκνό, ελλειπτικό, κοφτερό και ποιητικό επίσης, καθώς και έναν ήχο ακριβή και αυστηρό. Ο Ζ.Α. διαθέτει το προσόν των μεγάλων συγγραφέων: Με μια φράση μπορεί να σκιαγραφήσει και να αποδώσει την ουσία ενός ανθρώπινου χαρακτήρα ή να περιγράψει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, όπως π.χ.: «Μετά, στους ωκεανούς, τα βακτήρια θα πάνε να δημιουργήσουν τον Θεό».
Μα πάνω απ` όλα, αυτού του είδους η λογοτεχνία πατά στην μεγάλη γαλλική παράδοση ενός Μπαλζάκ, ενός Σαρτρ ή ενός Ουγκό που είχε γράψει: «Η τέχνη για την τέχνη μπορεί να είναι ωραία, αλλά η τέχνη για την πρόοδο είναι ακόμα ωραιότερη». Και που ο Ζ.Α. παραφράζει, αντικαθιστώντας την λέξη «πρόοδο» με τη λέξη «επανάσταση».
Είναι μια λογοτεχνία που δεν έχει κανένα ατομοκεντρισμό, που αναδεικνύει την ομορφιά των αντιστεκόμενων ανθρώπων, που φανερώνει την κρυμμένη αλήθεια και που προβάλλει τη μοναδική πραγματικότητα που παραποιείται συνεχώς με μια επίστρωση δυσωδών ψεμάτων. Επικαλείται τη Σιμόν ντε Μποβουάρ: «Η αλήθεια είναι μία, μόνο η πλάνη είναι πολλαπλή. Δεν είναι τυχαίο που η δεξιά κηρύσσει τον πλουραλισμό».
Και η ομορφιά αυτή καθεαυτή; Τι λέει ο Ζ.Α.; «Κοιτάζω τα ζώα όπως τα κοιτάζει ένα παιδί. Πάντα κοντοστέκομαι μπροστά από ένα χωράφι με στάχυα. Μετράω τις κουρτίνες από φως που πέφτουν σε μια βουνοπλαγιά… Ομως η ομορφιά αυτή είναι υπονομευμένη. Οσα κάνουν στον κόσμο οι ισχυροί, ορθώνουν ένα φράχτη ανάμεσα στην ομορφιά του κόσμου κι εμάς. Η ομορφιά μας φτάνει τρύπια, ακρωτηριασμένη… Η πλήρης πρόσβαση στην ομορφιά περνά από την πολιτική. Αρα από τον αγώνα. Αρα γράφω για την πολιτική. Αρα γράφω για τον αγώνα».
Οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου δεν είναι πολιτικοί. Δεν μπορεί κανείς να απαιτεί από αυτούς ιδεολογική καθαρότητα. Ο ρόλος τους είναι να απλώνουν το χέρι στην κοινωνία και να βαδίζουν μαζί της. Να διεισδύουν στην εποχή τους αξιοποιώντας την παρελθούσα ανθρώπινη ιστορία. Αυτό είναι αρκετό.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τον υπότιτλο αγωνίζεσαι, ο Ζ.Α. αναλύει, επιχειρηματολογεί και υπερασπίζεται με πάθος την αναγκαιότητα της επανάστασης. Οπως και η συνδιαλεγόμενή του, γνωρίζει καλά την ιστορία. Παντού, από την Αμερική μέχρι την τελευταία σπιθαμή γης, «όποτε οι καθημερινοί άνθρωποι θέλησαν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, σφαγιάστηκαν».
Ο Ζ.Α. διακηρύσσει: «Το επείγον είναι να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις υπέρ της σοσιαλιστικής–κομμουνιστικής Ιδέας». Για τον κομμουνισμό θεωρεί: «Είναι το μοναδικό σχέδιο που έφτιαξαν οι λαοί για να γυρίσουν σελίδα από τους πολέμους, τις ταπεινώσεις και τον νόμο του δυνατού. Αν έχει να προτείνει κανείς άλλα ονόματα για να πει το ίδιο πράγμα, ευχαρίστως να τα ακούσω. Μέχρι τότε, αυτό είναι διαθέσιμο στο τραπέζι του κόσμου».
Δεν διστάζει να επιτεθεί στην καθεστηκυία, τη σοβαρή, την ευπαρουσίαστη, καθησυχαστική αριστερά που καταγγέλλει εύκολα τον νεοφιλελευθερισμό αλλά όχι τον καπιταλισμό, που ονειρεύεται τον εκδημοκρατισμό της ευρωζώνης και που ψηφίζει Μακρόν στο δεύτερο γύρο κι ας βγάλει τα μάτια των εργατών. Καταφέρεται ενάντια στον μιντιακό κόσμο της κουλτούρας που «δηλώνει ευαίσθητος στις αξίες της αριστεράς, αγαπά τις ανατρεπτικές και παραβατικές αφηγήσεις, την ασέβεια και την συμπερίληψη αλλά δεν αγαπά την ίδια την ανατροπή».
Και επιτέλους ναι! Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και μόνο για την ουσιαστικότατη τοποθέτηση του Ζοζέφ Αντράς στο ζήτημα των φεμινιστριών, των αντιρατσιστών, των ΛΟΑΤΚΙ, των οικολόγων, των ζωόφιλων κλπ. Να μερικά σημεία: Ο Ζ.Α. αντιλαμβάνεται την επιθυμία για αυτονομία στην ανάπτυξη όλων αυτών των επιμέρους αγώνων. Ομως μόνο εν μέρει, γιατί: «Κανένας από αυτούς τους αγώνες δεν είναι ως τέτοιος, ανταγωνιστικός στην τάξη του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Συμβιβάζονται μαζί του». Και παραθέτει μερικές μόνο από τις αμέτρητες αποδείξεις: Ο Μακρόν έχει υιοθετήσει τον φεμινισμό, ο Μπους υποσχέθηκε την ελευθερία στις Αφγανές, οι εργοδοτικές οργανώσεις και η Μαρίν Λεπέν δηλώνουν οικολόγοι, το Ιδρυμα Φορντ, δεμένο άρρηκτα με τις μυστικές και στρατιωτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, δίνει 100 εκατομμύρια δολάρια στα κινήματα του Black Lives Matter, η L`Oreal συμμετέχει στις παγκόσμιες αντιρατσιστικές διαμαρτυρίες, ο επικεφαλής -χάι-τεκ επιχειρηματίας- του ΛΟΑΤΚΙ περιοδικού Tetu υπόσχεται να υπογράψει συμφωνίες με όλες τις εισηγμένες εταιρίες του χρηματιστηρίου, η Λοράνς Παριζό, πρώην πρόεδρος της μεγαλύτερης εργοδοτικής ένωσης της Γαλλίας, αγωνίζεται για τα ζώα και ο ισραηλινός στρατός προωθεί τις βίγκαν μπότες.
«Η κυρίαρχη τάξη τα ρουφάει όλα. Ναι, προφανώς. Ομως όλα εκτός από ένα πράγμα: τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό. Το κεφάλαιο “ξεπλένει” ό,τι βρίσκει μπροστά του, και οι φιλελεύθεροι, με αξιοπρόσεκτη συνέπεια, υπεξαιρούν ό,τι προσφέρεται προς υπεξαίρεση. Αντίθετα, δεν μπορούν να απορροφήσουν τον κομμουνισμό: αυτός θα τους είναι πάντα εξωτερικός, εξωγενής, αναφομοίωτος. Τον βλέπουν όπως η κότα το μαχαίρι (εκτός αν διατείνονται, όπως οι Κινέζοι, ότι ένα τρίγωνο μπορεί να γίνει κύκλος- αλλά τέτοιο παραλήρημα δεν το πιστεύει πια κανείς). Ακόμα και οι συμπαθούντες προοδευτικοί ξέρουν πολύ καλά ποια είναι η κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να παραβιάζεται: δηλώνουν υπέρ των ίσων δικαιωμάτων, θέλουν το τέλος των διακρίσεων, είναι φεμινιστές, οικολόγοι και αντιρατσιστές… Ποιος όμως από αυτούς ζητά να φτιαχτεί μια κοινωνία δίχως τάξεις, να κοινωνικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής, να δοθεί η εξουσία λήψης των αποφάσεων στους μισθωτούς, να κλείσει το χρηματιστήριο ή να απαγορευτεί η κερδοσκοπικού τύπου ιδιοκτησία; Κανείς… Αυτό είναι που δίνει μοναδική, εντελώς ιδιαίτερη θέση στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική Ιδέα».
Ο Ζ.Α. είναι ένας μελαγχολικός αριστερός, οργισμένος και αισιόδοξος ταυτόχρονα. Ομολογεί: «Δέκα μέτρα κάνω στο δρόμο και βρίσκω δέκα λόγους για να γίνω έξω φρενών… Σε πείσμα όλων, ας προσπαθήσουμε, ας αγωνιστούμε και ας είναι η πιθανότητα να κερδίσουμε ισχνή… Ο.τι βιώσιμο υπάρχει στη σημερινή μας ύπαρξη είναι καρπός των αγώνων του παρελθόντος… Στη Figaro μια χαρά απολαμβάνουν τα κοινωνικά κεκτημένα που κέρδισαν αυτοί τους οποίους αποκηρύσσουν σήμερα ως “αριστεριστές”, ή “τρομοκράτες”… Οι υπέρμαχοι της καθεστηκυίας τάξης δεν είχαν ποτέ καμία χρησιμότητα για το ανθρώπινο είδος».
Από τη δική της πλευρά η Καουτάρ Αρσί αναπτύσσει μια βασική αξία του Ισλάμ: «Το σημαντικότερο στοιχείο συνδέεται με την δοκιμασία… Είναι η ιδέα πως η δοκιμασία λέει πολλά τόσο γι`αυτόν που δοκιμάζει όσο και για κείνον που δοκιμάζεται. Η δοκιμασία δεν υπάγεται στην τάξη του σκανδάλου, αλλά της αντίστασης, της προσπάθειας να αντέξεις σε πείσμα όλων».
Για το ζήτημα της βίας ο Ζ.Α. είναι επίσης ξεκάθαρος: Για την κυρίαρχη πολιτική και τα ΜΜΕ, βία είναι μόνο αυτή που έρχεται από τα κάτω, η σπασμένη βιτρίνα ενός πολυτελούς μαγαζιού, τα οδοφράγματα των Κίτρινων Γιλέκων, το σκίσιμο του πουκαμίσου ενός στελέχους της Air France ή οι Κούρδοι και Παλαιστίνιοι μαχητές. Δεν γίνεται ποτέ λόγος για τη βία που προκαλεί τη βία. Ομως και μόνο η ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων είναι μια καθημερινή βία. Η κρατική τρομοκρατία είναι βία. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου είναι βία. Οι εκατό εταιρίες που ευθύνονται για το 71% της ρύπανσης με διοξείδιο του άνθρακα τι είναι; Τα εργατικά ατυχήματα δεν είναι βία; Ή μήπως δεν είναι βία η απόλυση όλων των εργαζομένων της Knorr στο Ντιπιγκέμ και η μεταφορά του εργοστασίου στην Ρουμανία;
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου με τον υπότιτλο δημοσιεύεις, οι συγγραφείς μιλούν για το ρόλο της κριτικής, για το εκδοτικό παρασκήνιο, το μιντιακό εμπορικό life style, για τον γολγοθά των συγγραφέων στην καθημερινή προσπάθεια επιβίωσης.
Τα στοιχεία που αναφέρονται μοιάζουν απίστευτα. Είναι εκπληκτικό ότι στη Γαλλία, που διαφημίζει τον εαυτό της σαν η χώρα των Γραμμάτων και των Τεχνών, μόλις 150 συγγραφείς καταφέρνουν να ζουν από τη δουλειά τους, ενώ το 65% κάνει άλλη εργασία. Το υπουργείο Πολιτισμού αυτής της χώρας έχει ορίσει επισήμως την εξής ποσόστωση στην τιμή ενός βιβλίου: 8% (!!!) για τον συγγραφέα (που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε καν το βιβλίο), 15% για τον τυπογράφο, 20% για τον διανομέα, 21% για τον εκδότη και 36% για τον βιβλιοπώλη! Δηλαδή, για ένα βιβλίο των 17 ευρώ ο συγγραφέας παίρνει 1,36 ευρώ αλλά και αυτό μόνο αφότου καλυφθεί η συνηθέστατα ισχνή προκαταβολή που έχει καταβάλει ο εκδότης στο δημιουργό.
Για βιβλία που χρειάστηκαν χρόνια έρευνας και μόχθου ο Ζ.Α. έλαβε (αν είναι δυνατόν!) τις εξής προκαταβολές μεικτά: Για τα Για τα πληγωμένα μας αδέρφια 3.000 ευρώ, για το Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος 200, για το Κανακύ 10.000, για το Νουντέμ Ντουράκ 2.500, για το Για να σας πολεμήσουν 10.000, για το Ετσι τους κάνουμε πόλεμο 5.000 και για το Λογοτεχνία και επανάσταση 1.000 ευρώ! Ετσι εξηγείται το ότι αυτός ο άνθρωπος φυτοζωεί σε ένα χωριό φτωχός και καταχρεωμένος. Το μηνιαίο του εισόδημα δεν φτάνει πολλές φορές ούτε το επίδομα αλληλεγγύης.
Φυσικά αν κάποιος δεν έχει παραβιάσει την κόκκινη γραμμή που λέγεται «ανατροπή του καπιταλισμού» κι αν αντί να ενδιαφέρεται για την ουσία της δουλειάς του ενδιαφέρεται για την προώθηση του εαυτού του, τότε ίσως να έχει μια καλύτερη τύχη. Για «κακή» ή μάλλον για καλή του τύχη, ο Ζ.Α. έχει τοποθετήσει τον εαυτό του απέναντι στο λογοτεχνικό και πανεπιστημιακό κύκλωμα. Θεωρεί ότι δεν ανήκει σε αυτό το σινάφι. Σιχαίνεται τον κυνισμό, τον σαρκασμό, τον σκεπτικισμό, την ειρωνεία αυτού του σιναφιού που θεωρεί ότι δεν πιάνεται κορόιδο. Δεν σχετίζεται με κριτικούς ή δημοσιογράφους. Τα βραβεία, οι τιμές ή οι υποτροφίες δεν τον αφορούν. Τον ενδιαφέρει απλώς, τα βιβλία του να αναγνωρίζονται, «όπως αναγνωρίζουμε ένα σύντροφο στο δρόμο».
Διεκδικεί για τον εαυτό του μόνο το ρόλο του συγγραφέα, παρότι σχετίζεται στενά με την ιστορία και τη δημοσιογραφία, πράγμα που τον βοηθά να προσεγγίζει τα γεγονότα με ακριβή, επιστημονικό τρόπο και με επίκαιρη ματιά. Ο Ζ.Α. περιγράφει τη θλιβερή εμπειρία του, όταν το βραβείο Γκονκούρ, που κέρδισε το πρώτο του βιβλίο (ο ίδιος αρνήθηκε να το παραλάβει), έγινε πρωτοσέλιδο στη Monde, αλλά δεν υπήρχε καμιά αναφορά στο περιεχόμενο του βιβλίου παρά μόνο στο παλτό του συγγραφέα ή τη χλωμάδα του δέρματός του.
Η μιντιακή περιφρόνηση για το κείμενο, τη γλώσσα και την πολιτική ήταν καθολική και η ματιά καθαρά ηδονοβλεπτική. Και στη Γαλλία, όπως παντού, το εκδοτικό κατεστημένο προωθεί το ευπώλητο σκουπιδαριό με κριτήριο το κέρδος. Η σοβαρή συγγραφική δουλειά που έχει κοινωνικές αναφορές αλλά και όσα σημαντικά γίνονται σε άλλους τομείς της τέχνης, είναι το άλλοθι μιας «δημοκρατικότητας» και ενός υποτιθέμενου πλουραλισμού, καθόλου ενοχλητικού, καθώς οι λαϊκές τάξεις «κρατούνται» ούτως ει άλλως μακριά από την αληθινή τέχνη. Είναι χαρακτηριστική, λέει η Καουτάρ Αρσί, η προώθηση, με μαζικές διαφημιστικές εκστρατείες, ιστοριών μουσουλμάνων γυναικών με τίτλους όπως Η μαντήλα της Τεχεράνης ή Γεννήθηκα στο χαρέμι ή Η ζωή μου ως σκλάβας κ.ο.κ. που κατέληγαν απλώς να διαδίδουν ισλαμοφοβικές αναπαραστάσεις.
Η κατάσταση στον συγγραφικό και εκδοτικό κόσμο αντικατοπτρίζει την πλήρη περιφρόνηση του καπιταλιστικού συστήματος σε ό,τι ονομάζεται μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Στις συμπληγάδες αυτού του συστήματος ένα σωρό ταλέντα, καταπιεσμένα και κυνηγημένα πνεύματα, ταπεινώνονται, συνθλίβονται, χάνονται ή λοξοδρομούν.
Οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου δεν τρέφουν αυταπάτες για την απήχηση και επίδραση της μαχόμενης λογοτεχνίας στην αλλαγή πορείας αυτού του κόσμου. Σε μια εποχή παντοδυναμίας της εικόνας και ραγδαίας εξάπλωσης των τεχνολογιών επικοινωνίας, ο λόγος και η γραφή υποβαθμίζονται δραματικά. Τα σόσιαλ μίντια προωθούν μια άνευ προηγουμένου πλύση εγκεφάλου, διαχέουν την καπιταλιστική αγριότητα και τη βία στις κοινωνικές σχέσεις και λοβοτομούν τη φαντασία. Η αναπαραγωγή στα οπτικοακουστικά μέσα αναξιόπιστων πληροφοριών και ειδήσεων, φτηνής παραφιλολογίας και υπνωτιστκών τηλεοπτικών σειρών, έχει περιθωριοποιήσει ακόμα περισσότερο το συγγραφικό έργο. Ελπίζουν απλώς ότι τα βιβλία τους, προσπαθώντας να αποκαλύψουν τα αίσχη ενός άδικου συστήματος και να εξερευνήσουν την αλήθεια, εντάσσονται στο συλλογικό ποτάμι ανατροπής, είναι ο αντίλαλος της αγωνιζόμενης κοινωνίας. Αυτή η φιλοδοξία είναι εφικτή και είναι αρκετή.
Γιατί ακόμα και σε αυτή την τρομακτική και αποτελματωμένη εποχή, η αλήθεια σε κάθε της μορφή μπορεί να φτάσει σε ευαίσθητους, ανήσυχους και ελεύθερους ανθρώπους.
Ε.Σ.