Τάσος Χαλκιάς (κλαρίνο): «Τ’ αγίου Δημητρίου [του 1940] μαζευτήκαν όλοι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες στο χωριό εδώ στο Τσεβάλι, σ’ ένα μαγαζί εκεί πέρα και καθήσαμε μέχρι περίπου τη μιάμιση με δύο η ώρα. Εχουμε γίνει όλοι τάπα στο μεθύσι. Θυμάμαι, Ευριπίδη και Μάνθο, εκείνη τη βραδιά, με το γλέντ’ απού κάναμε, όταν καθήσαμε όλοι μέσα σ’ αυτό το μαγαζί στο χωριό εδώ στο Τσεβάλι, μπήκε ο λοχαγός μας τότε… Αυτή τη βραδιά, μόλις μπήκε μέσα λέει: παιδιά, θα μας τραγουδήσουν τα όργανα, ο Χαλκιάς με τα παιδιά τ’ άλλα, το τραγούδι “Τρώτι για να πίνουμε”.
Ευριπίδης Φάκος (λαούτο): «Πάμε για πόλεμο και θα ιδούμε τι θα γίν’ παρακάτ’. Θα το πάρουμε όλ’ το τραγούδι αυτό κι έπειτα θα ιδούμε».
Μάνθος Σταυρόπουλος (ντέφι): «Σκωθείτε ρε παιδιά, να χορέψουμε “Για πες μας χάρε να χαρείς”. Δεν ξέρουμε αν γυρίσουμε ξανά πάλι στα σπίτια μας, να δούμε τ’ς οικογένειές μας».
Τάσος Χαλκιάς, η πορεία του στη μουσική παράδοση (ντοκιμαντέρ ΕΡΤ)
Τα καλλιτεχνικά έργα συχνά αυτονομούνται από τις προθέσεις των δημιουργών τους, όμως αυτές οι προθέσεις, ρητές ή άρητες, έχουν τη σημασία τους. Οφείλουμε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε από την άποψη που έχουν η CoGNiMUS Collektiv και ο καλλιτεχνικός διευθυντής και μαέστρος της, Γιώργος Ζιάβρας, για το έργο MOIROLÓI | A Lament for the Living, το οποίο δουλεύουν από το 2021 και παρουσίασαν επίσημα το περασμένο Σαββατοκύριακο (Σάββατο avant premiere, Κυριακή επίσημη παράσταση) και στο ελληνικό κοινό (σ’ ένα πολύ μικρό κλάσμα αυτών που θα ήθελαν να το παρακολουθήσουν) στην αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Επειδή η άποψή τους είναι «νόμιμη» (αυτοί είναι οι δημιουργοί) και επειδή η δική μας πρόσληψη πάει πιο πέρα, είναι πρέπον να ξεκινήσουμε από τους δημιουργούς, για να μπορούμε να «κουβεντιάσουμε»:
MOIROLÓI | A Lament for the Living: Μια ζωντανή μουσική εμπειρία βασισμένη στο μνημειώδες Ρέκβιεμ του Μότσαρτ (KV 626), μπλεγμένο με Ηπειρώτικα Μοιρολόγια, Βυζαντινούς ύμνους, και μπαρόκ μουσική. Το έργο ευελπιστεί να φέρει το κοινό πιο κοντά στην συμφιλίωση με την έννοια του θανάτου, μέσα από ένα πένθιμο τελετουργικό που μετατρέπεται σε μια γιορτή για την ζωή.
Αντλεί έμπνευση από τον μακάβριο χορό (Danse Macabre), τα λειτουργικά κείμενα της ορθόδοξης νεκρώσιμης ακολουθίας, και του Ηπειρώτικου μοιρολογιού με τις σύγχρονες οργανικές και φωνητικές συζυγίες του που τραγουδιέται μέχρι και σήμερα στα βουνά της Ηπείρου.
Το ανοίκειο πάντρεμα αυτών των μουσικών κόσμων, μαζί με συμπληρωματικά στοιχεία από την αγγλική Αναγέννηση, το πρώιμο baroque και το Βυζαντινό Μέλος, ενορχηστρώνει μία ηχητικά υπερβατική εμπειρία που μετουσιώνει το τελετουργικό του θανάτου σε μια γιορτή για τη ζωή.
Χάρη σε ευγενική προσφορά του Γιώργου Ζιάβρα, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την βιντεοσκοπημένη πρώτη παρουσίαση του έργου (Κολωνία, AbenteuerHallenKALK, 20.11.2021) και -για να το πούμε απλά- «πάθαμε την πλάκα μας». Μια εκπληκτική καλλιτεχνική σύλληψη σε μια υψηλότατου επιπέδου εκτέλεση. Παραπέρα: μια καλλιτεχνική σύλληψη που μέσα από τις αντιθέσεις που αναδεικνύει δημιουργεί μια διαλεκτική ενότητα με καθαρά κοινωνιολογικό περιεχόμενο. Επομένως, δεν έχουμε απλά μια καλλιτεχνική πρόταση, αλλά έχουμε μια αισθητική άποψη.
Εκείνη η πρώτη παρουσίαση του έργου συνοδευόταν από το εξής σημείωμα (μεταφράζουμε από τα αγγλικά): «Πώς ηχεί ο θάνατος, όχι για τους νεκρούς αλλά για τους ζωντανούς; Ταιριάζοντας το Ρέκβιεμ του Β.Α. Μότσαρτ, μια λειτουργία για τους νεκρούς, με το παραδοσιακό Ελληνικό Μοιρολόι, έναν θρήνο στην παράδοση της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, δημιουργείται μια ειδική και μοναδική ατμόσφαιρα: μια γιορτή για τη ζωή μέσα από μια τελετουργία θλίψης».
«Μια γιορτή για τη ζωή μέσα από μια τελετουργία θλίψης». Αυτό είναι το ηπειρώτικο μοιρολόι. Βρίσκεται στον αντίποδα και του υπέροχου Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ενός βαθύτατα θρησκευτικού έργου, και των (μουσικά σπουδαίων) νεκρώσιμων ιδιόμελων του μοναχού Ιωάννου του Δαμασκηνού (το πρώτο απ’ αυτά ακούγεται στο έργο του Γιώργου Ζιάβρα και της CoGNiMUS Collektiv), που υποβαθμίζουν τη ζωή και υμνούν το θείο, το υπερβατικό, και των μπαρόκ τραγουδιών, των γεμάτων πεσιμισμό, σπαραγμό και απελπισία.
Εξ ορισμού, λοιπόν, έχουμε παράθεση δύο διαφορετικών κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων: από τη μια της απόλυτης μεταφυσικής και του θρησκευτικού ιδεαλισμού (σε εκδοχή χειρότερη απ’ αυτή του επίσκοπου Μπέρκλεϊ), που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως άθυρμα του θεού και τη ζωή του επί της γης ως μια μαρτυρική δοκιμασία με γέρας την αιώνια ζωή στον παράδεισο (με την κόλαση να επαπειλείται ως σκιάχτρο για τους «άτακτους»), και από την άλλη τον πρωτόγονο, ενστικτώδη υλισμό του ηπειρώτικου μοιρολογιού, που θεωρεί το θάνατο οριστικό τέλος, τιμά τον θανόντα και παρηγορεί τους ζωντανούς, χωρίς ίχνος μεταφυσικής/ιδεαλιστικής προσέγγισης. Αυτά τα δύο στοιχεία, ακόμα και αν συντεθούν αρμονικό στο καθαρό μουσικό επίπεδο, στο ιδεολογικό επίπεδο αντιπαρατίθενται.
Το ηπειρώτικο μοιρολόι (ή μοιργιολόι, όπως λέγεται στην παλιά ηπειρώτικη ντοπιολαλιά) δεν εκφέρεται για να παραδώσει τον νεκρό στις αγκάλες του θεού, ζητώντας συγχώρεση για λογαριασμό του. Εκφέρεται για να θρηνήσει την απουσία. Αφορά εξίσου τους νεκρούς και τους ξενιτεμένους, γενικά τους απόντες. Γι’ αυτό και τα γνήσια πανηγύρια, εκεί που άνθισε και σ’ ένα βαθμό συνεχίζεται το είδος, αρχίζουν και τελειώνουν με μοιρολόι. Γι’ αυτό μοιρολόι παίζεται και στους γάμους, στις χαρές. Δεν είναι μόνο η ομορφιά των πεντατονικών συνθέσεων του μοιρολογιού, που τις σμίλεψαν μεγάλοι τεχνίτες της μουσικής (δεν μνημονεύουμε κανέναν, γιατί είναι πάρα πολλοί και κάποιους θα τους ξεχνούσαμε), είναι και η μνημόνευση των απόντων, νεκρών και ξενιτεμένων, που είναι υποχρέωση των παρόντων σε κάθε γιορτή. Η ζωή συνεχίζεται, αλλά η μνημόνευση των απόντων είναι στοιχείο του ήθους της. Είναι μια απλουστευμένη εκδοχή του γνωμικού «λαός χωρίς ιστορική μνήμη είναι λαός χωρίς μέλλον».
Ο Γιώργος Ζιάβρας τα ξέρει αυτά, όχι μόνο λόγω της ευρύτερης μόρφωσής του, αλλά και λόγω της ηπειρώτικης καταγωγής του. Και νομίζουμε πως μέσα στο μυαλό του ήταν δύο στόχοι ενωμένοι σε έναν: να αναδείξει την αντίφαση ανάμεσα στη μεταφυσική-θρησκευτική και στη γήινη-υλιστική προσέγγιση του θανάτου, φτιάχοντας ένα fusion στο οποίο το «ταπεινό» Μοιρολόι των παραδοσιακών μαστόρων, που δεν ξέρουν καν νότες, θα αναδειχτεί στο ίδιο επίπεδο με το μνημειώδες Ρέκβιεμ μιας μουσικής μεγαλοφυΐας, ένα από τα κορυφαία μουσικά έργα όλων των εποχών.
Αν και νομίζουμε ότι περιορίστηκε κάπως στις επιλογές του από τις επιλογές του Κινγκ (Κρίστοφερ Κινγκ, Ηπειρώτικο μοιρολόι), οι οποίες προέρχονται αποκλειστικά από τη δισκογραφία των 78 στροφών, γι’ αυτό και απουσιάζουν όχι μόνο το κλασικό Μοιρολόι του Τάσου Χαλκιά, αλλά και το μοναδικό Μοιρολόι σε Φα του νεότερου Βαγγέλη Χαλιγιάννη (περισσότερα στο: Nicola Maher, The Crying Clarinet: Emotion and Music in Parakalamos), το σημαντικό είναι πως ο Ζιάβρας δεν έμεινε μόνο στα κλασικά μοιρολόγια, αλλά προσέθεσε τον Οσμάν Τάκα και το Πάρε γιατρέ τα γιατρικά, που δεν είναι μοιρολόγια. Στη δε ελληνική βέρσιον, προσέθεσε και έναν κύκλο με τη Μαργιόλα, αυτό το θρηνητικό αριστούργημα που γράφτηκε κατά παραγγελία ενός ξενιτεμένου Ηπειρώτη, όταν γύρισε και έμαθε τον τραγικό θάνατο της νεαρής συζύγου του. Ας σημειωθεί πως και στη Μαργιόλα ουδαμώς υπεισέρχεται το θείον. Είναι ο σπαρακτικός διάλογος ενός ζωντανού με μια νεκρή.
Ο Οσμάν Τάκα, αλβανός οπλαρχηγός από την Κονίσπολη, πήρε χάρη από την καταδίκη του σε θάνατο για αντι-οθωμανική απελευθερωτική δράση, όταν σαν τελευταία του επιθυμία ζήτησε να χορέψει και μάγεψε όλο τον κόσμο με το λεβέντικο χορό του. Πολύ λίγο μετά τη χάρη που του ‘δωσε ο μπέης του Μαργαριτιού, ο Οσμάν Τάκα, που ξαναβγήκε στο κλαρί, έπεσε νεκρός σε μάχη με οθωμανικά στρατεύματα. Το τραγούδι υπάρχει σε ελληνική και αλβανική εκδοχή και χορεύεται μόνο από καλούς χορευτές (όποιος «πατάει σταφύλια» απλά θα γίνει ρεζίλι).
Ο χορός στην αλβανική εκδοχή του τραγουδιού, Vallja e Osman Takes (ο σύνδεσμος οδηγεί σε απόσπασμα από μια παλιά αλβανική ταινία – στο κλαρίνο ο σπουδαίος Λαβέρ Μπαρίου, ο άνθρωπος που ανανέωσε και εξέλιξε το ιδίωμα της Σχολής της Πρεμετής), έχει όλους τους συμβολισμούς συγκεντρωμένους σε μια σκηνή: ο χορευτής πέφτει και κάνει το σώμα του γέφυρα. Ενας άλλος χορευτής ανεβαίνει και χορεύει πάνω στο στήθος του. Ο θάνατος του Οσμάν Τάκα δίνει ζωή και δύναμη σ’ αυτούς που συνεχίζουν τον υπέρ ελευθερίας αγώνα.
Πολύ σοφά ο Ζιάβρας ενέταξε τον Οσμάν Τάκα (και ζήτησε από τον Μεράντζα να τον τραγουδήσει ως Οσμάν Τάκα και όχι ως Σιαμαντάκα) στο fusion που δημιούργησε. Αν και δεν είναι μοιρολόι, είναι ο αντίποδας στον θρησκευτικό θρήνο. Με την εξωστρέφεια και τη λεβεντιά που έχει ως σύνθεση, τις οποίες ο Ζιάβρας φρόντισε να τονίσει.
Ενσταση έχουμε για την επιλογή του ζαγορίσιου Πάρε γιατρέ τα γιατρικά, ενός ερωτικού τραγουδιού, που είναι θαυμάσιο, εν προκειμένω όμως ήρθε να λειτουργήσει σαν αμορτισέρ που αποσβαίνει τον μπρούτο υλισμό που θα εισέφερε ένα πωγωνίσιο, όπως για παράδειγμα το Ενα βράδυ βγήκε ο χάρος, που εκτιμούμε ότι θα παρόξυνε την αντίφαση ιδεαλισμού-υλισμού και θα ολοκλήρωνε με τον καλύτερο τρόπο την αισθητική άποψη της όλης σύνθεσης.
Το πρώτο από τα νεκρώσιμα ιδιόμελα του Ιωάννου του Δαμασκηνού, που ενέταξε ο Ζιάβρας στο έργο του, είναι το εξής:
Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὃν ἐξελέξω ἀνάπαυσον, ὡς φιλάνθρωπος.
Σε μετάφραση στη νεοελληνική του Ντίνου Χριστιανόπουλου:
Μὲς στὴ ζωὴ ποιά χαρὰ δίχως λύπη ὑπάρχει; Σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ ποιὰ δόξα στέκεται στὴ θέση της; Ὅλα εἶναι πιὸ ἀδύναμα κι ἀπ᾽ τὴ σκιά, ὅλα εἶναι πιὸ ἀπατηλὰ κι ἀπὸ τὰ ὄνειρα. Λίγο νὰ γυρίσει ἡ ζυγαριά, καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ διαδέχεται ὁ θάνατος. Ἀλλά, Χριστέ μου, μὲ τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, καὶ μὲ τῆς ὡραιότητός σου τὴ γλυκύτητα, ἀνάπαυσε αὐτὸν ποὺ διάλεξες, φιλάνθρωπε.
Ο πιο αντιδραστικός θεολογικός λόγος (παρά την ομορφιά της μουσικής και το λυρισμό της στιχουργικής). Ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Η ζωή του είναι μια καταδίκη σε κάποια οιονεί καταναγκαστικά έργα (αχ! αυτό το… προπατορικό αμάρτημα) και μόνο με το θάνατο θα βρει ανάπαυση, στις αγκάλες του θεού, βεβαίως, βεβαίως. Ιδια και χειρότερα από κοσμοθεωρητική άποψη είναι και τα υπόλοιπα ιδιόμελα του Ιωάννου Δαμασκηνού (στη βιομηχανία κηδειών στις πόλεις δεν τα ψάλλουν, γιατί… περιμένει ο επόμενος νεκρός να τον «διαβάσουν» και ο χρόνος είναι -όπως σε κάθε πτυχή της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας- χρήμα).
Διαβάστε τώρα και τους στίχους που εμείς θα θέλαμε ν’ ακούσουμε στο fusion του Ζιάβρα:
Ενα βράδυ βγήκε ο χάρος πάει να βρει βιολιά / πάει να πιει να τραγουδήσει στη φτωχολογιά. / Φάτε, πιέτε και γλεντάτε όλοι, ρε παιδιά, / όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά. / Ετσι είναι η ζωή μας, πώς να σας το ειπώ / ένα πρωί και μεσημέρι κι ένα δειλινό. / Φάτε, πιέτε και γλεντάτε όλοι, ρε παιδιά, / όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά. /
Χθόνιο, ασεβές, ανθρώπινο, ταξικό. Εδώ δεν υπάρχει θεός, μετά θάνατο ζωή, παράδεισος και κόλαση, ανάσταση νεκρών και δευτέρα παρουσία. Εδώ υπάρχει ο άνθρωπος, ο φτωχός άνθρωπος. Υπάρχει το τέλος της ζωής του με την οριστική μετάβαση στον «κάτω κόσμο» και ο καημός της φτωχολογιάς για λίγο γλέντι στον πάνω κόσμο, τον ταξικό, τον εκμεταλλευτικό, τον μόνο υπαρκτό.
Ο Γιώργος Ζιάβρας, αν και δεν έχει φτάσει ακόμα τα 40, δρέπει δάφνες σε μια δύσκολη καλλιτεχνική «αγορά», στη Γερμανία. Το γεγονός ότι στα 35 του επιλέχτηκε ως αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Κρέφελντ και Μένχενγκλαντμπαχ (Κολωνία, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία), λέει πολλά (οι Γερμανοί δεν κάνουν χάρες, ιδιαίτερα σ’ έναν «γκάσταρμπαϊτερ» της κλασικής μουσικής). Βιογραφικά στοιχεία του υπάρχουν στο Διαδίκτυο, οπότε παρέλκει να τα αναφέρουμε εδώ.
Πνεύμα ανήσυχο, «ψάχνεται» συνεχώς και «βουτάει» σε πολλά είδη, πέρα από την κυρίως δουλειά του. Η CoGNiMUS Collektiv, ένα πολυεθνικό σχήμα με έδρα την Κολωνία, είναι δικό του δημιούργημα, στο οποίο μοιράζεται με συναδέλφους του το πάθος για μουσικούς πειραματισμούς out of the box. Με συλλογική λειτουργία, όπως «λέει» και ο προσδιορισμός κολλεκτίβα. Η σύλληψή του για το RequieMoiroloi ίσως να μην είχε καμιά τύχη στο πρόγραμμα κάποιου λυρικού θεάτρου, όμως έγινε πράξη από την CoGNiMUS Collektiv.
Φέτος το έργο μπόρεσε να βγει σε ευρωπαϊκή περιοδεία. Σε σχέση με την πρώτη παρουσίαση στην Κολωνία, τον Νοέμβρη του 2021, ο Ζιάβρας πρόσθεσε περισσότερη μπαρόκ και αναγεννησιακή μουσική, ενώ στην ελληνική παράσταση πρόσθεσε -όπως είπαμε- και τον κύκλο της Μαργιόλας. Eτσι, η διάρκεια μεγάλωσε κατά περίπου 50%.
Μιλώντας αυστηρά μουσικά, ο Ζιάβρας είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα στοίχημα: πώς θα αποφύγει την απλή παράθεση ετερόκλητων υλικών και θα δημιουργήσει απ’ αυτά ένα καινούργιο έργο. Το στοίχημα το κέρδισε 100%! Αυτό που παρουσίασε δεν ήταν Μότσαρτ διανθισμένος με… ολίγον Χέντελ και… άφθονο μοιρολόι. Ηταν αυτό που λέει ο τίτλος του έργου: Μοιρολόι / Ενας θρήνος για τους ζωντανούς. Ο Μότσαρτ, ο Χέντελ, οι συνθέτες του πρώιμου μπαρόκ και οι ηπειρώτες παραδοσιακοί της πεντατονικής, διατηρώντας τη σχετική τους αυτοτέλεια και την αναγνωρισιμότητά τους, διαλύθηκαν και επανασυντέθηκαν σε ένα καινούργιο «όλον».
Η είσοδος της ορχήστρας, των τραγουδιστών και του μαέστρου παρέπεμπε ευθέως στην πάροδο της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Ο ήχος του νταουλιού (Μαρίνος Τρανουδάκης), που άρχισε να ακούγεται έξω από την αίθουσα, συνοδεύτηκε από μια δωρική θρηνητική μελωδία με ποντιακή λύρα (Κατερίνα Χατζηνικολάου), που δεν υπήρχε στην πρώτη παρουσίαση του 2021. Κι από τη στιγμή που όλοι πήραν τις θέσεις τους και ο μαέστρος «κούνησε τα χέρια του» (έκφραση του Γιώργου Ζιάβρα) μέχρι την τελευταία νότα, «άκουγες» ένα καινούργιο έργο, μολονότι τα είδη εναλλάσσονταν και δεν είχες δυσκολία να διακρίνεις τη Lacrimosa του Μότσαρτ από το Μοιρολόι του Ζούμπα. Τα διαφορετικά είδη δεν αθροίστηκαν αλλά συντέθηκαν στο ανώτερο επίπεδο μιας διαλεκτικής ενότητας. Ο Ζιάβρας «χώρεσε» ακόμα και ένα πολυφωνικό τραγούδι, που απέδωσε θαυμάσια το σχήμα «Χαονία», τα μέλη του οποίου εμφανίστηκαν ξαφνικά σε έναν εξώστη, πίσω και πάνω από τη σκηνή.
Ο ίδιος ο Ζιάβρας είναι ένας πολύ εκδηλωτικός μαέστρος. Θεαματικός θα λέγαμε. Διευθύνει με όλο του το σώμα. Η τέλεια γνώση της παρτιτούρας, την οποία δε χρειάζεται ούτε για σιγουριά (αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, προφανώς), συνοδεύεται από τον απόλυτο έλεγχο της ορχήστρας και των τραγουδιστών. Οχι δικτατορικώ τω τρόπω, αλλά με μια γλυκύτητα που του προσδίδει το ρόλο του primus inter pares. Τα χέρια του κινούνται σαν χέρια χορευτή, το πρόσωπό του παίρνει συνεχώς μούτες, πηδάει, σκύβει, είναι σαν να βρίσκεται σε έκσταση κι αυτό το μεταφέρει στους μουσικούς του, που είμαστε σίγουροι ότι τον λατρεύουν. Μόνον έτσι βγαίνει τέτοιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Στα «συν» του και το γεγονός ότι δε διστάζει να «τσαλακώνεται» εμφανισιακά, στέλνοντας ένα αντικομφορμιστικό σινιάλο.
Η ορχήστρα της CoGNiMUS Collektiv είναι πολύ δεμένη. «Γκρουβάρει» που θα ‘λεγε ένας λάτρης της τζαζ. Οι τραγουδίστριες και οι τραγουδιστές, είτε ως μονωδοί (όλες και όλοι!) είτε χορωδιακά, υπέροχοι.
Από τους σολίστ, η εξάρχουσα Κατερίνα Χατζηνικολάου μας χάρισε και μια γεμάτη πόνο και ένταση εκτέλεση στο Μοιρολόι για βιολί του Αλέξη Ζούμπα, εξελίσσοντας μάλιστα το κομμάτι, χρησιμοποιώντας την τεχνική των σπουδαίων σολίστ της συμφωνικής μουσικής. Eνα μικρό δείγμα μπορείτε να δείτε και ν’ ακούσετε στο απόσπασμα από την πρώτη παρουσίαση του έργου στην Κολωνία το 2021. Η τεχνική αρτιότητα της Χατζηνικολάου είναι η ίδια, όμως στην παράσταση της Αθήνας εμείς «ακούσαμε» περισσότερο πάθος και πόνο. Ισως «έφταιγε» η ατμόσφαιρα…
Ο Κώστας Τζέκος επωμίστηκε και τα μέρη του κλαρινέτου (κλαρίνου) στα ηπειρώτικα. Πρέπει να δούλεψε πάρα πολύ για να πλησιάσει περισσότερο το ύφος των παραδοσιακών κλαριντζήδων που «πειράζουν» το όργανο. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν προσπάθησε να μιμηθεί τους παραδοσιακούς. Αυτό θα ήταν «δηθενιά», απαράδεκτη. Ολο αυτό το fusion που συνέλαβε ο Ζιάβρας έπρεπε να εκτελεστεί από τους μουσικούς της CoGNiMUS Collektiv, που δεν είναι φυσικά παραδοσιακοί. Αν προσπαθούσαν να παραστήσουν τους παραδοσιακούς ή αν ο Ζιάβρας χρησιμοποιούσε παραδοσιακούς για τα ηπειρώτικα, τότε η «συνταγή» θα χαλούσε και το «φαγητό» θα έβγαινε «λαπάς λύσσα».
Ο Πτολεμαίος Αρμάος στο λαούτο «αδικήθηκε» στην πρώτη παράσταση στην Κολωνία, καθώς έπαιζε κυρίως συνοδευτικά στα ηπειρώτικα. Με την προσθήκη περισσότερων αναγεννησιακών και μπαρόκ μερών στη νέα εκδοχή του έργου, κλήθηκε να συνοδεύσει τις/τους μονωδούς και έδειξε τις ικανότητές του.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον «κρουστό» της ορχήστρας, Μαρίνο Τρανουδάκη, ιδιαίτερα για το παίξιμό του στα παραδοσιακά ντέφι και νταούλι. Κάποιες στιγμές είχαμε την εντύπωση ότι ακούγαμε κάποιο δεξιοτέχνη γύφτο μουσικό από το Πωγώνι. Εξίσου δυναμικός ήταν και στα «κλασικά» μέρη.
Στην ελληνική παράσταση ο Ζιάβρας χρησιμοποίησε ως τραγουδιστή τον Γιώργο Μεράντζα. Ο Μεράντζας εξακολουθεί να έχει την ίδια καλή φωνή, είναι ηπειρώτης, επομένως γνωρίζει το «είδος», όμως κατά τη γνώμη μας προσπαθεί να «ρυμουλκήσει» τα παραδοσιακά για να τα προσαρμόσει (αρκούντως ναρκισσιστικά ενίοτε) στις δικές του δυνατότητες, αντί ν’ ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία. Δε θα πούμε ότι δεν τραγούδησε καλά (κάθε άλλο), όμως ήταν τόσο εξωστρεφές το τραγούδι του που στα δικά μας τουλάχιστον αυτιά ηχούσε σαν «παρέκκλιση» από το ηχητικό σύμπαν που είχε χτίσει ο Ζιάβρας με τους μουσικούς του.
Ο Σάββας Σιάτρας, παρά το «εθνικιστικόν ακατοίκητον» (οι παλαιότεροι θα θυμούνται ασφαλώς ότι τη δεκαετία του 1980 δημιούργησε ελληνοαλβανικό διπλωματικό επεισόδιο, όταν καλεσμένος στη γειτονική χώρα, στο πλαίσιο των πολιτιστικών ανταλλαγών που είχαν αρχίσει, τραγούδησε εθνικιστικά αλυτρωτικά τραγούδια), υπήρξε ένας καλός τραγουδιστής στα ηπειρώτικα. Σε προχωρημένη ηλικία πλέον, δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Τραγούδησε μόνο τη Μαριόλα, όμορφα και με μπόλικη ενίσχυση στο μικρόφωνο.
Εδώ πρέπει να καταθέσουμε τη δεύτερη ένστασή μας. Στην παράσταση της Κολωνίας το Πάρε γιατρέ τα γιατρικά το τραγούδησε ο ίδιος ο μαέστρος (κατέβηκε από το πόντιουμ και κάθησε στο όργανο για να παίξει και να τραγουδήσει) με τη συνοδεία των υπόλοιπων Ελλήνων της ορχήστρας. Και ήταν καλύτερο από την εκτέλεση του Μεράντζα. Οχι γιατί ο Ζιάβρας είναι καλύτερος τραγουδιστής από τον Μεράντζα (σίγουρα όχι), αλλά γιατί αυτή η τρόπον τινά χορωδιακή απόδοση ήταν/είναι πιο κοντά στον παλιό «τρόπο», όταν δεν υπήρχαν διακριτοί τραγουδιστές αλλά τραγουδούσε ολόκληρη η κομπανία.
ΥΓ. Πικρή παρατήρηση κοινωνιολογικού τύπου: Ο άνθρωπος του Ιδρύματος Νιάρχου στην ΕΛΣ (αυτό είναι για εμάς ο Κουμεντάκης), αντί να βάλει το έργο του Ζιάβρα και της κολλεκτίβας του στο πρόγραμμα της ΕΛΣ και να κάνει πάταγο, επέλεξε να το στριμώξει σ’ έναν κύκλο λατρευτικής μουσικής (επ’ ευκαιρία του μεγαλοβδόμαδου) στη μικρή αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής. Επειδή η παράσταση ήταν δωρεάν με προκράτηση θέσεων, οι προσκλήσεις εξαφανίστηκαν μέσα σε 20 λεπτά! Κι εμείς μείναμε «μπουκάλα» και «βάλαμε μέσον» για να βρούμε θέση στην avant premiere του Σαββάτου. Πάρα πολλοί άνθρωποι που θα ήθελαν να παρακολουθήσουν την παράσταση, αποκλείστηκαν ετσιθελικά.
Στο τέλος της avant premiere, κάποιος έτρεξε να δώσει ένα χαρτί στον μαέστρο κι αυτός, επιστρατεύοντας όσα ψυχικά αποθέματα του είχαν απομείνει, διάβασε τις ευχαριστίες στους χορηγούς: ευχαριστούμε το ίδρυμα του τάδε μαικήνα που φρόντισε για τη μεταφορά των μουσικών στην Αθήνα, τον τάδε κρατικό οργανισμό που φρόντισε τη διαμονή των μουσικών στην Αθήνα, την τάδε αλυσίδα σούπερ μάρκετ που φρόντισε για τη σίτιση των μουσικών!
Δεν μεμφόμαστε τον Ζιάβρα, βέβαια. Απλά σχολιάζουμε, πως είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που οι διάσημοι συνθέτες έψαχναν αποκούμπι σε κάποιον φιλόμουσο φεουδάρχη για να μπορούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν. Στον καπιταλισμό οι φεουδάρχες έχουν αντικατασταθεί από μαικήνες, ιδρύματα ξεπλύματος χρήματος και «εταιρική κοινωνική προσφορά». Ο κάθε τσόγλανος που κάνει καριέρα γλείφοντας τους καπιταλιστές και διάφορες κλίκες θεωρείται πιο σημαντικός από τον Ζιάβρα (τον κάθε Ζιάβρα) και τους μουσικούς του. Αυτός αποφασίζει αν θα παιχτεί ένα έργο και πόσοι θα το παρακολουθήσουν. Τα δε καλλιτεχνικά σχήματα πρέπει να προσλάβουν πιαρτζήδες ή πιαρτζούδες για να μπορέσουν οι καλλιτέχνες να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον.
Πείτε μας, λοιπόν, εσείς αν έχουμε άδικο όταν λέμε πως μόνο σε μια άλλη κοινωνία, μη εκμεταλλευτική, θα μπορούν οι καλλιτέχνες να εργάζονται απερίσπαστοι και να προσφέρουν τη δουλειά τους στην κοινωνία (ως «μηχανικοί των ψυχών», όπως έλεγε ο Στάλιν), χωρίς να χρειάζεται να προστρέξουν σε μαικήνες και λοιπά τρωκτικά.
Παρατήρηση αγανάκτησης: Ο σύλλογος κάποιας περιοχής της Ηπείρου, που δεν ξέρουμε πώς ενεπλάκη στην παράσταση, νόμισε πως βρισκόταν στο πανηγύρι του χωριού, που το διακόπτουν στα μισά (αφού όλοι/ες έχουν ντερλικώσει και προτού αρχίσουν να μην αισθάνονται… νηφάλιοι) για να κάνουν την κλήρωση των λαχνών, να βγάλει λόγο ο πρόεδρας (άμα η περίοδος είναι προεκλογική και καναδυό υποψήφιοι βουλευτές ή δημαρχαίοι). Κράτησαν για τον εαυτό τους την τελευταία λέξη, στήνοντας 41 κατάκοπους καλλιτέχνες να περιμένουν υπομονετικά πότε θα τελειώσουν οι αφόρητες παπάρες.
Συγγνώμη, αλλά τι δουλειά είχε ο τρισέγγονος της Μαργιόλας να συστήνεται στο κοινό; Τι είχε να μας πει πέραν του ότι είναι ο τρισέγγονος; Κι εγώ είμαι εγγονανιψιός ενός διάσημου την εποχή του ληστή της μπάντας των Ρεντζαίων, αλλά δεν το κάνω θέμα… Κατάλαβαν τι ακριβώς γινόταν εκεί, τι ήταν αυτό που μόλις είχαμε παρακολουθήσει; Σίγουρα όχι. Αλλιώς, θα χειροκροτούσαν τους καλλιτέχνες, φωνάζοντας το πολύ μερικά «μπράβο», όπως έκανε όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Δε θα έβαζαν τον μικρόκοσμό τους πάνω από τον Μότσαρτ, τον Χέντελ, τα μοιρολόγια (και τη Μαργιόλα), συγχαίροντας τάχα τον Ζιάβρα, ενώ στην πραγματικότητα συνέχαιραν εαυτούς και αλλήλους. Τα συγχαρητήρια ή οι αποδοκιμασίες μετά την παρουσίαση ενός καλλιτεχνικού έργου είναι υπόθεση του κοινού. Oυδείς δικαιούται να διαχωρίζεται, ασκώντας κάποια ακατανόητη προνομία, για να πει στους υπόλοιπους «δείτε με».
Επειτα, έπρεπε να διαλέξουν αυτή την εκδήλωση για να βραβεύσουν τον Σιάτρα; Και να του δώσουν το μικρόφωνο για να πει (ευτυχώς που δεν προσέφερε στήριξη στον «βορειοηπειρώτη» της ΜΑΒΗ, Φρέντι Μπελέρι) ότι «απόψε ακούσαμε και παραδοσιακά και σύγχρονα!»; Εντάξει, δεν απαιτούμε από τον Σιάτρα να διακρίνει τον Μότσαρτ από τον… Θανάση Παπακωνσταντίνου (καλύτερα να τραγουδάει παρά να μιλάει), αλλά οι κύριοι του εν λόγω συλλόγου όφειλαν να δείξουν σεβασμό στον μαέστρο, τους/τις μουσικούς, τις τραγουδίστριες και τους τραγουδιστές. Οχι να τους στήσουν όρθιους, σαν ντεκόρ στα καραγκιοζιλίκια τους. Χρειάστηκε να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια, αναλογιζόμενοι πως ο Ζιάβρας και η CoGNiMUS Collektiv δεν φταίνε σε τίποτα και θα θολώναμε άδικα την υπέροχη δουλειά τους, αν υποκύπταμε στην παρόρμηση και μπήγαμε τις φωνές.
Αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα του Ηπειρωτικού Αγώνα: Τίτλος:«Εκδήλωση προς τιμή του Σάββα Σιάτρα». Ψαχνό: «Εκδήλωση προς τιμήν του γνωστού Ηπειρώτη τραγουδιστή Σάββα Σιάτρα διοργανώνει η Ομοσπονδία Μουργκάνας αύριο Σάββατο 27 Απριλίου, στις 9 το βράδυ, στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με τη συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας. Θα του αποδοθεί τιμητική πλακέτα για την πολύχρονη και πολύτιμη προσφορά στην Ηπειρωτική παράδοση και το δημοτικό τραγούδι»! Κανένα περαιτέρω σχόλιο (η έμφαση είναι δική μας).
Πέτρος Γιώτης