«Ιnk», «Μελάνι» στα ελληνικά, είναι ο τίτλος της καινούριας παράστασης του διάσημου πλέον χορογράφου. Το μελάνι είναι αμυντικό όπλο για διάφορα μαλάκια, όπως το χταπόδι, ένα από τα στοιχεία-σύμβολα της παράστασης του Παπαϊωάννου.
Η πρώτη παρατήρηση για την παράσταση αφορά στην ποικιλομορφία του κοινού της. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι από τους πλέον δημοφιλείς δημιουργούς και έχει καταφέρει το έργο του να κεντρίζει το ενδιαφέρον πολλών και εκ πρώτης όψεως ατόμων από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.
Το περιβάλλον που δημιουργεί ο Παπαϊωάννου στο «Ιnk» είναι -όπως πάντα, άλλωστε- απολλώνιας ομορφιάς. Κλασική ομορφιά, υπέροχα σώματα, λιτές και μινιμαλιστικές γραμμές, ομορφιά που δημιουργεί σε πρώτο επίπεδο μια απαλή ευχαρίστηση. Το νερό αποτελεί κεντρικό στοιχείο της παράστασης. Η ροή του δίνει τον τόνο στη συνολική ροή της ενέργειας. Η εικόνα του νεαρού χορευτή να τρέμει σαν το ψάρι μαγνητίζει. Αργότερα, η εικόνα του νεαρού χορευτή να πατά πάνω σε τραπέζι και το βήμα του να συντονίζεται με τη δόνηση του νάιλον σκηνικού γύρω του είναι καθηλωτική. Και βέβαια, η εικόνα του νεαρού χορευτή σε κατακόρυφο, που κρατά ανάμεσα στα πόδια του μια γιάλα από την οποία ρέει νερό προς τον μεγαλύτερο σε ηλικία χορευτή που βρίσκεται από κάτω, είναι εντυπωσιακή (εικόνα-ορόσημο της παράστασης).
Ο κεντρικός μύθος περιστρέφεται γύρω από το δίπολο γήρας-νεότητα, την ομορφιά και την ερωτική επιθυμία. Ο Παπαϊωάννου χρησιμοποιεί πολύ λίγα υλικά και πολύ έντονα σύμβολα (όπως το χταπόδι, το νερό, το γλυπτό-μωρό), μελετώντας τη σχέση των δύο αντρών, η οποία περνά και κρατά στοιχεία από πολλά στάδια. Διακρίνουμε μια τάση πολέμου και εξουσίας, πατρικά χαρακτηριστικά, διάθεση επιβολής.
Με το τέλος της παράστασης, το κοινό χειροκροτούσε θερμά. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών συνέβαλε στο τελικό αποτέλεσμα. Η πρωτότυπη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή ερμηνεύεται από την ορχήστρα MusicAeterna υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή. Ο ηχητικός σχεδιασμός είναι του David Blouin και ο φωτισμός των Lucien Laborderie και Στέφανου Δρουσιώτη. Φωτογραφίες-κινηματογράφηση έγιναν από τον Julian Mommert (ο κατάλογος των συντελεστών είναι ακόμα πιο μακρύς).
Η πρώτη γεύση της παράστασης ήταν η εντύπωση ότι κάτι βαθιά προσωπικό, κάτι έντονα ενδοσκοπικό, που αφορά τον ίδιο τον δημιουργό της παράστασης, συντελέστηκε πάνω στη σκηνή. Και το μεγάλο πάντα ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό αφορά και συνδέεται με το κοινό. Η απάντηση, βέβαια, δεν μπορεί να δοθεί από κάποιον εξ ονόματος του κοινού, το οποίο σε τελευταία ανάλυση δεν είναι ενιαίο.
Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως η συγκεκριμένη παράσταση σίγουρα δεν είναι κοινωνικά γειωμένη, παρά μόνο πλανάται σε υπαρξιακά μονοπάτια. Και μάλιστα με τρόπο που αφήνει τον θεατή σε απόσταση. Ο θεατής μπορεί να θαυμάζει την όμορφη εικόνα που έχει μπροστά του, ενδεχομένως και να συγκινείται κάποιες στιγμές, ωστόσο αυτή η αψεγάδιαστη και λεπτεπίλεπτη προσέγγιση στερεί από τον θεατή κάθε συναισθηματική ένταση, καθώς σχεδόν τον κοιμίζει με τη μαγεία της απαλής ομορφιάς. Εχει αποδειχτεί ότι ενίοτε στην τέχνη στοιχεία υπερβολής ή ασχήμιας ή ακόμα και γκροτέσκ έχουν αποδώσει περισσότερο το ρεαλιστικό πυρήνα της (πχ εξπρεσιονισμός).
Ταυτόχρονα, ο δημιουργός καταθέτει τρόπον τινά τη φιλοσοφική του θέση απέναντι στα ζητήματα που επέλεξε να μελετήσει. Η παράσταση ξεκινά με έναν γηραιότερο χορευτή πάνω στη σκηνή (Δημήτρης Παπαϊωάννου/Χάρης Φραγκούλης), ο οποίος περιφέρεται στο περιβάλλον με σιγουριά, ώσπου αυτή η ηρεμία του ταράσσεται από ένα νεότερο χορευτή (Suka Horn). Οπότε παρακολουθούμε μια σκηνή, κατά την οποία ο μεγαλύτερος προσπαθεί να επιβληθεί και να κατατροπώσει τον νεότερο.
Είτε αυτό συμβολικά φέρει την ένταση ενός γηραιού σώματος απέναντι στο νεότερο, λόγω της νιότης που έχει χαθεί ή της προσπάθειας επιβολής της εμπειρίας επί της φρεσκάδας, είτε αυτή η επιβολή συμβολίζει την ίδια την αντίσταση, την εσωτερική πάλη με σκοπό την επιβολή στην ερωτική επιθυμία αυτή καθαυτή, μοιραία σκοντάφτουμε πάνω σε μια ιδεαλιστική προσέγγιση, όπου το νέο αποτελεί μια αιώνια αξία, τη μοναδική έκφραση της ομορφιάς, της αγνότητας και της ζωής, σε αντίθεση με το γήρας που συμβολίζει την εμπειρία, την εξουσία και τελικά το θάνατο. Οπου ο άνθρωπος προσπαθεί να επιβληθεί στην ερωτική του επιθυμία και στα πάθη του, να αντισταθεί στα καλέσματα της φύσης και να εξυψωθεί ενδεχομένως σε κάτι ανώτερο, πιο πνευματικό.
Ούτως ή άλλως, ο δυτικός άνθρωπος, από τον Καρτέσιο ακόμα, έχει χωρίσει την ανθρώπινη υπόσταση στα δύο: πνεύμα-ανωτερότητα, σώμα-κατώτερα ένστικτα. Η παράσταση περνά από πολλά στάδια, οι ρόλοι εναλλάσσονται, το γήρας επιτάσσει και υποτάσσεται, φλερτάρει με την πατρική τρυφερότητα, μάχεται, παραδίνεται και μάχεται ξανά. Αντίστοιχα, η νεότητα εκρήγνυται, υποφέρει, ψάχνεται και δοκιμάζει.
Γιατί όμως να προσεγγίζουμε ακόμα αυτούς τους όρους με διάθεση πολεμική και αντικρουστική; Αυτή είναι η μεγαλύτερη παγίδα της εξιδανικευμένης/εξωραϊσμένης αντίληψης της ανθρώπινης υπόστασης, η οποία τελικά οδηγεί σε απώλειες (όπως κάθε πόλεμος, άλλωστε). Η βαθιά ιδεαλιστική ματιά του Παπαϊωάννου αντανακλάται τόσο έντονα στην παράσταση, που δημιουργεί σχεδόν θρησκευτικό αποτέλεσμα. Η στιγμή που απαλλασσόμαστε από την ανάγκη μας να αντιμετωπίζουμε τον άνθρωπο ως μικρό θεό και τον αντιλαμβανόμαστε στη φθαρτή του ολότητα, στην ομορφιά μέσα από την καθημερινή ασκήμια του, όπου γήρας και νεότητα δεν αποτελούν αντιθετικούς αλλά συμπληρωματικούς όρους και η ερωτική επιθυμία συναντιέται χωρίς μάχες και ενοχές, είναι πάντα μια στιγμή νίκης και απελευθέρωσης.
Ε.Π.