Πρόκειται για την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του βρετανού εικαστικού-σκηνοθέτη («Hunger», «Shame»). Αυτή τη φορά ο ΜακΚουίν εμπνεύστηκε από την ιστορία του Σόλομον Νόρθαπ, την οποία διάβασε στο ομώνυμο βιβλίο του 1853. Ο Σόλομον Νόρθαπ ήταν ένας ελεύθερος μαύρος που ζούσε στον αμερικάνικο Βορρά. Ηταν μορφωμένος βιολιστής και είχε δυο παιδιά, μέχρι που τον απήγαγαν και τον πούλησαν ως σκλάβο στον αμερικάνικο Νότο. Για δώδεκα χρόνια έμεινε σκλάβος, και μάλιστα τα πιο πολλά είχε πάνω από το κεφάλι του έναν πολύ σκληρό δυνάστη, μέχρι που κατάφερε με τη βοήθεια ενός Καναδού, να αποδείξει ότι είναι ελεύθερος και να βγει από την κόλαση που ζούσε.
Ο ΜακΚουίν έχει γυρίσει μια ταινία οσκαρικών προδιαγραφών. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι στιγμής έχει βραβευτεί σε αρκετά φεστιβάλ στην Αμερική. Ο σκηνοθέτης κάνει μια κλασική προσέγγιση της ιστορίας του. Αλλωστε πρέπει να συμβαδίζει μ’ έναν τρόπο με την χολιγουντιανή αισθητική πια. Ακόμα όμως και σε αυτό το πλαίσιο, αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ότι ο καλός σκηνοθέτης βρίσκει τρόπους να ελίσσεται και να μας παραδίδει τελικά μια ταινία αξιοπρεπή, η οποία δε θα μείνει στην ιστορία ως πρωτοποριακή, αλλά σίγουρα ως μια άρτια και ειλικρινής ταινία, με εμφανές το στίγμα του σκηνοθέτη.
Ο ΜακΚουίν αρχικά δημιουργεί μια κλειστοφοβική και βίαιη ατμόσφαιρα. Χάρη στα κοντινά πλάνα μεγάλης διάρκειας και στις σιωπές που επιλέγει αφήνει χώρο στο θεατή να σκεφτεί τα όσα διαδραματίζονται. Κρατά τα επίπεδα δραματικότητας σχετικά χαμηλά, γιατί έτσι κι αλλιώς το θέμα κουβαλά μια δραματικότητα από μόνο του.
Ενας από τους λόγους επιτυχίας του ΜακΚουίν είναι και οι συνεργάτες που επιλέγει. Ακόμη μία φορά συνεργάζεται με τον Μάικλ Φασμπέντερ, που αποδεικνύεται ξανά μια άριστη επιλογή, όπως και ο πρωταγωνιστής Τσιούιτελ Ιτζίοφορ. Τέλος, η μουσική του Χανς Ζίμερ όπως και η φωτογραφία του Μπόμπιτ παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην ατμόσφαιρα της ταινίας.
Ελένη Π.