Από το βράδυ της περασμένης Κυριακής, που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, τελείωσε το παραμύθι «πρώτα τα προβλήματα – θέλουμε doers κτλ», και άρχισε η κομματική σπέκουλα για το ποιο κόμμα κέρδισε και ποιο έχασε. Και μπήκαν «τα πάντα όλα» στη σπέκουλα.
Η ΝΔ, για παράδειγμα, έβαλε και τον Αρναουτάκη στο γαλάζιο λογαριασμό! Εναν πασόκο, που προτού αρχίσει τη μακρά θητεία του ως περιφερειάρχης Κρήτης, είχε περάσει από όλα τα πολιτικά πόστα της κεντρικής πολιτικής σκηνής (βουλευτής, ευρωβουλευτής, υφυπουργός), πάντα με το ΠΑΣΟΚ. Αρχισε να διεκδικεί και τους «αντάρτες» που πέρασαν στο δεύτερο γύρο και έχουν ελπίδες να εκλεγούν. Αμα είναι έτσι, γιατί δεν στήριξαν αυτούς αλλά στήριξαν άλλους υποψήφιους; Γιατί διέγραψαν τον πρώην βουλευτή Αμανατίδη, που μάλλον θα είναι ο επόμενος περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας;
Το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ διεκδικεί δημάρχους στους οποίους δεν είχε δώσει «χρίσμα». Αφού είναι πασόκοι και νίκησαν, βάζει τη νίκη στο κομματικό σακί. Διεκδικεί ακόμα και τον Αγγελούδη (άνθρωπο του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη), τον οποίο δεν είχε τολμήσει να στηρίξει, γιατί στη Χαριλάου Τρικούπη εκτιμούσαν ότι δεύτερος θα είναι μάλλον ο Πέγκας (άνθρωπος του Μπουτάρη, που στήριζε και ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ διεκδικεί ακόμα και το θρίαμβο του Μώραλη στον Πειραιά. Ο οποίος Μώραλης «πήρε» τρεις διαδοχικές φορές τον Πειραιά όχι ως πασόκος αλλά ως υπάλληλος (μάνατζερ) του Μαρινάκη.
Eίχε και άλλα ευτράπελα η βραδιά της περασμένης Κυριακής. Πανηγύριζε η ΝΔ για τον (αναμενόμενο) θρίαμβο του Τζιτζικώστα, αλλά την ίδια στιγμή έκανε το παπί για τη συντριβή του Ζέρβα στην πρωτεύουσα της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, τη Θεσσαλονίκη. Και ο Ζέρβας είχε «χρίσμα» και την ανοιχτή στήριξη του ίδιου του Μητσοτάκη, που ανέβηκε τρεις φορές στη Θεσσαλονίκη για να στηρίξει τον εκλεκτό του.
Πανηγύριζαν οι πασοκιναλίτες για τη δεύτερη θέση του Δούκα (με μόλις 14,2%) στην Αθήνα, αλλά έκαναν το παπί για τη συντριβή του Σγουρού στην περιφέρεια Αττικής, όπου ήρθε τέταρτος (τον πέρασε και ο Πρωτούλης).
Ολοι κάνουν παιχνίδι με τα ποσοστά και μετρούν αυξομειώσεις, ενώ οι αριθμοί των ψήφων δείχνουν άλλα. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αθήνα.
- Το 2019 ο Μπακογιάννης είχε πάρει 88.921 ψήφους και ποσοστό 42,65%. Το 2023 πήρε 57.800 ψήφους και ποσοστό 41,35%. Το ποσοστό δε δείχνει μεγάλη απώλεια, όμως οι ψήφοι δείχνουν ότι έχασε το 35% των ψήφων που είχε πάρει το 2019!
- Το 2019 ο Γερουλάνος είχε έρθει τρίτος με 27.504 ψήφους και 13,19%. Το 2023 ο Δούκας ήρθε δεύτερος με 19.842 ψήφους και 14,19%. Ο εκλεκτός του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ πήρε 1% παραπάνω σε σχέση με το 2019, όμως έχασε το 28% των ψήφων!
- Το 2019 ο Ηλιόπουλος ήρθε δεύτερος με 35.403 ψήφους και 16,98%. Το 2023 ο Ζαχαριάδης ήρθε τρίτος με 18.668 ψήφους και 13,36%. Ο εκλεκτός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει χάσει μόνο 3,62%, ενώ έχει χάσει το 47% των ψήφων.
- Το 2019 ο Σοφιανός πήρε 15.561 ψήφους και 7,46%. Το 2023 ο ίδιος πήρε 18.002 ψήφους και 12,88%. Το ποσοστό φαίνεται να αυξάνεται με το εντυπωσιακό 5,42%, όμως οι ψήφοι αυξήθηκαν μόνο κατά 2.441!
- Ο νεοναζιστής Κασιδιάρης το 2019 είχε πάρει 21.963 ψήφους και 10,54%, ενώ το 2023 πήρε 11.643 ψήφους και 8,33%. Σε ποσοστό φαίνεται να χάνει 2,21%, ενώ έχει χάσει το 47% των ψήφων!
- Οι τρεις παρατάξεις που συνασπίστηκαν στην «Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα» είχαν πάρει αθροιστικά 6.991 ψήφους και 3,35%. Το 2023 το κοινό σχήμα πήρε 8.516 ψήφους και 6,09%. Το ποσοστό φαίνεται σχεδόν να διπλασιάζεται (+82%), όμως η αύξηση σε ψήφους είναι 1.525 (+22%).
Πού οφείλεται αυτή η… οφθαλμαπάτη; Στη μεγάλη αύξηση της αποχής. Οπως έχουμε αποκαλύψει, η πραγματική αποχή είναι 14%-15% μικρότερη από αυτή που προκύπτει από τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών. Η διακύμανση της αποχής, όμως, με βάση και τα μη έγκυρα απόλυτα νούμερα του υπουργείου Εσωτερικών είναι σωστή. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η αποχή στις δημοτικές εκλογές 2023 σε όλη τη χώρα ήταν 47,5%, όταν στις δημοτικές εκλογές 2019 ήταν 41,04%. Mιλάμε για σημαντική αύξηση.
Πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να βγουν από τα αποτελέσματα, όμως αυτά πρέπει να τα δούμε ως, σχετικά, συγκυριακά και ευμετάβλητα.
Η σχετικότητα προκύπτει από τον ίδιο το χαρακτήρα αυτών των εκλογών, κυρίως των δημοτικών, στις οποίες παίζουν ρόλο και τα πρόσωπα και οι υποψήφιοι των τεράστιων σε μέγεθος ψηφοδελτίων, που «τραβάνε» προσωπικές ψήφους. Η συγκυριακότητα προκύπτει από το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών (τρεις-τέσσερις μήνες μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές) και το κομματικό τοπίο που αυτές διαμόρφωσαν (με κύριο χαρακτηριστικό την κατάρρευση –αλλά όχι διάλυση- του ΣΥΡΙΖΑ). Τα δυο προηγούμενα χαρακτηριστικά, σχετικότητα και συγκυριακότητα, καθορίζουν και την ευμεταβλητότητα των πολιτικών συμπερασμάτων που μπορούν να βγουν, αν απομονώσουμε αυτές τις εκλογές.
Ο βασικός παράγοντας που προσδιόρισε τη συγκυρία είναι η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ να αποκομίσει οφέλη απ’ αυτήν. Παρά ταύτα, η ΝΔ δεν αποκόμισε οφέλη, αλλά είχε σημαντικές απώλειες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχε «άκρες» στην τοπική διοίκηση. Κι όταν «πήρε» την Αττική, αυτή ήταν μια καθαρά πολιτική νίκη, συνέπεια του γενικού κομματικού συσχετισμού εκείνη την περίοδο. Σε συνθήκες εσωτερικής κρίσης ήταν επόμενο να πληγεί ακόμα περισσότερο. Δεν μπορούσε να δώσει αυτή τη μάχη και δεν την έδωσε ως κόμμα (έστω και σε κρίση). Εκανε από μια βόλτα με τον Ιωακειμίδη και τον Ζαχαριάδη ο Κασσελάκης κι αυτό ήταν όλο.
Πήρε τίποτα το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ; Τίποτα απολύτως, όσο κι αν προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τον Δούκα, που πήρε μόλις τα δύο τρίτα των ψήφων που είχε πάρει ο Γερουλάνος. Την ίδια στιγμή, στη Θεσσαλονίκη γύρισε την πλάτη στον Αγγελούδη, επειδή είναι άνθρωπος του Βενιζέλου, ενώ στην Αττική πήγε να δώσει μάχη με έναν εντελώς καμένο πολιτικά, τον Σγουρό. Κάποιοι πασόκοι που κέρδισαν δήμους στην επαρχία τούς κέρδισαν χάρη στους προσωπικούς μηχανισμούς που έχουν δημιουργήσει και όχι επειδή εξέφραζαν το σημερινό ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ.
Η ΝΔ έχασε τη Θεσσαλονίκη, παρά τη μεγάλη στήριξη που προσέφερε προσωπικά ο Μητσοτάκης στον Ζέρβα, είδε τις ψήφους της παντού να μειώνονται, λόγω αποχής κυρίως, και θα χάσει και κάποιες περιφέρειες σήμερα. Αν μάλιστα ο Κουρέτας νικήσει τον Αγοραστό στη Θεσσαλία, παρά την εκστρατεία μαυρογιαλουρισμού από στελέχη της κυβέρνησης, θα πρόκειται για πολιτική ήττα της κυβέρνησης και προσωπικά του Μητσοτάκη και όχι του Αγοραστού. Κι αν ο Μουτζούρης ξανακερδίσει το Βόρειο Αιγαίο, επίσης θα είναι προσωπική ήττα του Μητσοτάκη. Φυσικά, στη συνέχεια ο Μητσοτάκης θα αγκαλιάσει τους «αντάρτες» περιφερειάρχες, όπως έκανε και με τον Ζέρβα που το 2019 είχε νικήσει στη Θεσσαλονίκη ως «αντάρτης».
Το ΚΚΕ πανηγυρίζει για την άνοδο των ποσοστών του και «δεν βλέπει» την αποχή. Στην Πάτρα, όπου δίνεται η «μητέρα των μαχών» για τον Περισσό, η αποχή στον πρώτο γύρο αυξήθηκε κατά σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες! Ο δε Πελετίδης πήρε 5.751 λιγότερες ψήφους απ’ αυτές που είχε πάρει το 2019 (-14% σε ψήφους).
Από εκεί και πέρα, είναι λογικό –εξαιτίας της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ και της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ να αναδειχτεί σε ηγέτρια πολιτική δύναμη του σοσιαλδημοκρατικού χώρου- να αυξάνονται σχετικά τα ποσοστά των αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ πολιτικών σχηματισμών. Αυτό έχει ξαναγίνει. Και την εποχή της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ. Πάντοτε, όμως, όταν η σοσιαλδημοκρατία ανέκαμπτε και κυρίως όταν διεκδικούσε με αξιώσεις την κυβερνητική εξουσία, τα συγκοινωνούντα δοχεία έγερναν προς τη μεριά της σοσιαλδημοκρατίας που «σκούπιζε» τις διαρροές προς τ’ αριστερά της. Το 1993 «σκούπισε» το επανακάμψαν ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το 2012 (δεύτερες εκλογές) και το 2015 «σκούπισε» ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εξελίξεις θα καθοριστούν από το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θ’ αρχίσει να ανασυγκροτείται. Αυτό φοβούνται και ο Μητσοτάκης και ο Ανδρουλάκης, γι’ αυτό και έχουν βάλει τα παπαγαλάκια τους να τιτιβίζουν θεωρίες περί πλήρους διάλυσης και εξαφάνισης του ΣΥΡΙΖΑ, μένοντας στη σημερινή του εικόνα.
Ολα τα παραπάνω, όμως, και πολλά περισσότερα που θα μπορούσαν να γραφτούν, είναι πολιτικές αναλύσεις στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, που μετράει εκλογικά ποσοστά και τις επιδράσεις τους στους συσχετισμούς μεταξύ των αστικών κομμάτων. Γι’ αυτό και όσοι μένουν αποκλειστικά σ’ αυτές τις αναλύσεις αρνούνται να ασχοληθούν με την αποχή, που έχει το δικό της πολιτικό βάρος, είτε είναι συνειδητή πολιτική στάση είτε είναι απότοκος απέχθειας προς το αστικό πολιτικό σύστημα.