Ασφαλώς, δεν επέλεξε τυχαία ο Τσίπρας τη συμμετοχή του στο συνέδριο «Μεταπολίτευση: 50 Χρόνια μετά», που συνδιοργάνωσαν η Καθημερινή, το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics. Δεν πήγε στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πήγε σε ένα συνέδριο ισχυρών μιντιακών φορέων με θέμα που τον βοηθούσε να εμφανιστεί σαν πολιτικός ηγέτης πρώτης γραμμής, σε αντιδιαστολή με τους «μικρούς» που διαγκωνίζονται για να μοιράσουν τα κουρελιασμένα ιμάτια του τέως ισχυρού ΣΥΡΙΖΑ.
Ανέχτηκε τις προσβολές της δημοσιογράφου (όπως όταν τον αποκάλεσε μίμο του Ανδρέα Παπανδρέου), γιατί η εμπειρία που διαθέτει τον βοηθά να επικεντρώνεται σ’ αυτά που θέλει να πει αυτός. Ηξερε ότι αυτά θα «έβγαζαν ειδήσεις» και θα έδιναν τον τόνο στην παραπολιτική φιλολογία της ίδιας και των επόμενων ημερών.
Ποια ήταν αυτά; Δεν ήταν η μπουρδολογία περί «προδοσίας των αξιών της Μεταπολίτευσης» από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που οδήγησε στην κρίση. Ούτε ο φιλελεύθερης έμπνευσης αφορισμός: «Η χώρα σταμάτησε να παράγει και σταμάτησε να φορολογεί», που συνοδεύτηκε από (αυτο)κριτική και για την Αριστερά που παραγνώρισε τους κινδύνους της οικονομίας («Αφεθήκαμε στο αφήγημα της δήθεν θωρακισμένης οικονομίας»).
Ο Τσίπρας ήξερε ότι «ειδήσεις θα έβγαιναν» από τις αναφορές του στην κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Και έδωσε δύο: υπόθεση τηλεοπτικών αδειών και παραπομπές για το σκάνδαλο Novartis. Μίλησε για «ατυχή διαχείριση» και φόρτωσε με νόημα την ευθύνη στον Παππά και τον Παπαγγελόπουλο, χωρίς να τους κατονομάσει. «Παραδέχομαι ότι στην υπόθεση Novartis και στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, η διαχείρισή μας ήταν ατυχής. Οι προθέσεις μας ήταν αντίθετες», είπε. Ειδικά για το σκάνδαλο Novartis είπε: «Είχαμε ένα μεγάλο σκάνδαλο, η πρόθεση μας να μην παρέμβουμε σε αυτό το σκάνδαλο, έδινε την εντύπωση ότι βάζαμε στο ίδιο τσουβάλι ανθρώπους που ενδεχομένως είχαν εμπλοκή, με ανθρώπους που δεν είχαν. Η υπόθεση της Novartis δημιούργησε εχθρούς, σε μια περίοδο που αναζητούσαμε συμμάχους».
Κι αμέσως γύρισε την κουβέντα στα «κατορθώματα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, καταλήγοντας με την ατάκα: «Αν υπήρχε κατά τη διακυβέρνησή μου το σημερινό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου δεν θα μπορούσα να σταθώ όυτε μια ημέρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Το ίδιο ισχύει και για τις παρακολουθήσεις».
Σχετικά με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είπε πως, «παρά τις προθέσεις μας, από λάθη και παραλείψεις, δώσαμε μια εικόνα διαφορετική από αυτό που επιδιώκαμε», δηλώνοντας απογοητευμένος που «ενώ πετύχαμε πολλά, διαχειριστήκαμε ενοχικά τη μεγάλη μας επιτυχία: το ότι διαχειριστήκαμε την πιο κρίσιμη στιγμή της χώρας, την κρίση». Και βέβαια, δεν παρέλειψε να δηλώσει περήφανος για τρία πράγματα: την «έξοδο από το Μνημόνιο», τη Συμφωνία των Πρεσπών και το ότι η κυβέρνησή του «ήταν η εντιμότερη της Μεταπολίτευσης, όσον αφορά τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος».
Τι έμεινε απ’ όλ’ αυτά; Αυτό που ο Τσίπρας και το επιτελείο του είχαν σχεδιάσει να μείνει: οι «ατυχείς χειρισμοί» για τις τηλεοπτικές άδειες και τη Novartis, που ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια «επανίδρυσης» του Τσίπρα από τον ίδιο τον Τσίπρα, έξω από το πλαίσιο των θεσμικών διαδικασιών του ΣΥΡΙΖΑ.
Πού το πάει; Στη δημιουργία νέου κόμματος, έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Θ’ αφήσει τον Κασσελάκη να ξεφτιλιστεί, ώστε να πειστούν εκείνοι που ονειρεύονται την κυβερνητική «κουτάλα» πως το τρίο ΣτέΚας-Τάιλερ-Φρόξι δεν μπορεί να τους την ξαναδώσει, οι δικοί του μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα βοηθήσουν να γίνει αυτό πιο γρήγορα, οι άλλοι της ΝέΑρ έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να δουν χαΐρι, οπότε θα κοιτάξει να τους μαζέψει όλους και όλες σε ένα νέο κόμμα, αφήνοντας τον Κασσελάκη με τη Θοδώρα και τον ναυαρχούκο.
Θα τα καταφέρει; Αυτό είναι άλλο. Για την ακρίβεια είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ο Τσίπρας έχει στο μυαλό του το μοντέλο του ιταλ.ικού Δημοκρατικού Κόμματος, στο οποίο τα στελέχη ανακυκλώνονται (π.χ. ο Λέτα, ο Τζεντιλόνι και άλλοι). Φιλοδοξεί ότι μπορεί να κάνει το ίδιο εδώ. Εδώ όμως… είναι Βαλκάνια. Αλλά και πάλι δεν ξέρεις. Δεν είναι δυνατόν το πολιτικό σύστημα να «περπατάει» με τον Μητσοτάκη μόνο, χωρίς εναλλακτική λύση. Σ’ αυτήν την ανάγκη πατάει ο Τσίπρας, προσπαθώντας να «επανιδρύσει» τον εαυτό του και να τον «πουλήσει» στις κορυφές του συστήματος σαν την καλύτερη εναλλακτική λύση, χτίζοντας σχέσεις με ισχυρούς μιντιακούς ομίλους (η αναφορά του στον Παπαχελά που –όπως είπε- τον κάλεσε σ’ αυτό το συνέδριο, δεν ήταν τυχαία).
ΥΓ. Ο Κοντονής έπαθε, λέει, «σκοτοδίνη», όταν είδε τα ονόματα των δέκα δεξιών και πασόκων πολιτικών (πρώην πρωθυπουργών και πρώην υπουργών) στο φάκελο για το σκάνδαλο Novartis. Και μας ενημέρωσε ότι «εκείνη την περίοδο είχε στηθεί ένα παραϋπουργείο Δικαιοσύνης στο Μαξίμου». Δεν άργησε και πολύ, μόλις… έξι χρόνια. Γιατί εμείς τον θυμόμαστε να στέκεται αγέρωχος κάτω από τις νεραντζιές στο πεζοδρόμιο έξω από το Μαξίμου και να συγκατανεύει όταν ο Παπαγγελόπουλος ανακοίνωνε το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους». Μια χαρά αντάλλασσε τη συνείδησή του (λέμε τώρα) με τον υπουργικό θώκο. Οταν έχασε τον τελευταίο, βρήκε τη συνείδησή του (λέμε τώρα).