To βιβλίο του Κοττάκη για τους απόρρητους (λέμε τώρα) φακέλους Καραμανλή (του δάμαλου) έχει κυκλοφορήσει, αν δεν κάνουμε λάθος, το 2021. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη Λάρισα, παρουσία του δάμαλου, και μετά και σε άλλες πόλεις. Τι σόι παρουσίαση ήταν αυτή στην Αθήνα, τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία ενός βιβλίου; Οπως αντιλαμβάνεστε, κάτι έπρεπε να βρεθεί για να δικαιολογηθεί η παρέμβαση των Καραμανλή και Σαμαρά στα εσωτερικά της ΝΔ και είπαν στον Κοττάκη να οργανώσει ένα event δήθεν παρουσίασης του βιβλίου.
Καραμανλής και Σαμαράς παρέμειναν σιωπηλοί κατά την προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών. Αφησαν να περάσει λίγος καιρός, να γίνουν όλες οι εσωκομματικές κινήσεις (από τον ανασχηματισμό-οπερέτα μέχρι την πεντάωρη συνεδρίαση-μασάζ της γαλάζιας κοινοβουλευτικής ομάδας) και εμφανίστηκαν αλά μπρατσέτα σε μια δική τους εκδήλωση που είχε ως στόχο τον Μητσοτάκη. Δεν νομίζουμε να έχει κανείς καμιά αμφιβολία επ’ αυτού.
Αυτοί οι δύο δεν είναι από τους δεξιούς που γενικά ταιριάζουν πολιτικά. Μπορεί ο Καραμανλής να επανέφερε τον Σαμαρά στην πολιτική σκηνή, κάνοντας ένα ντιλ με τον πατριάρχη του Μητσοτακέικου (η Ντόρα μόνιμη υπουργός Εξωτερικών, ο Σαμαράς ευρωβουλευτής και μετά υπουργός… Πολιτισμού), όμως ιστορικά δεν είχαν συμβαδίσει. Ο Καραμανλής ήταν κοντά στον Ράλλη, στον οποίο ο μπάρμπας του παρέδωσε το δαχτυλίδι της διαδοχής στη ΝΔ, όταν πέρασε στην προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ ο Σαμαράς υπήρξε πνευματικό παιδί του Αβέρωφ, της πιο σκληρής δεξιάς πτέρυγας της ΝΔ.
Πάντοτε, όμως, τους ένωνε ο αντι-μητσοτακισμός. Κι αυτό φάνηκε στις προεδρικές εκλογές της ΝΔ το 2009, όταν οι Μητσοτάκηδες το είχαν σίγουρο ότι θα κερδίσει η Ντόρα αλλά κέρδισε ο Σαμαράς, με διαφορά μεγαλύτερη των δέκα μονάδων και με τους Μητσοτάκηδες να διαπιστώνουν κατόπιν εορτής ότι ο μηχανισμός των Καραμανλήδων δούλεψε υπέρ του Σαμαρά. Απ’ όταν έγινε πρόεδρος της ΝΔ και μετά πρωθυπουργός ο Κούλης, ο Καραμανλής υπήρξε γενικά πιο ήπιος στις δημόσιες εμφανίσεις του (πέραν του στιλ του, βαριόταν κιόλας, προτιμούσε το play station και το home cinema στη Ραφήνα), ενώ ο Σαμαράς έπαιζε ανοιχτά το ρόλο βαρόνου που διεκδικεί προνόμια για τα φέουδά του. Και τα κέρδιζε από τον Μητσοτάκη που έφτασε μέχρι του σημείου να του χαρίσει την περιφέρεια Πελοπονήσου.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που τους ένωσε σε μια από κοινού αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη, με μοιρασμένους μάλιστα ρόλους; Πρώτος μίλησε ο Σαμαράς που άνοιξε όλη τη σκληρή δεξιά (έως ακροδεξιά) ατζέντα. Και για ζητήματα εσωτερικής πολιτικής (στη λογική του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια») και για την εξωτερική πολιτική (βάφτισε εχθρούς όλους τους γείτονες: Τουρκία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, φτάνοντας μέχρι του σημείου να εισηγηθεί στον Μητσοτάκη τη συγκρότηση επιτροπής νομικών που θα ψάξουν να βρουν τρόπο για να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών!). Ακολούθησε ο Καραμανλής, που με ένα «τι να πω τώρα εγώ;» έδειξε να συμφωνεί με τον Σαμαρά, για να σταθεί στη συνέχεια κυρίως στα ελληνοτουρκικά, παρουσιάζοντας για πολλοστή φορά τη γνωστή «γραμμή Μολυβιάτη»: δεν υπογράφουμε συνυποσχετικό για παραπομπή στη Χάγη, γιατί αυτό θα απαιτούσε υποχωρήσεις στο ζήτημα των 12 μιλίων (που μετατρέπει το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη), αλλά αφήνουμε το ζήτημα να σέρνεται στο διηνεκές.
Aυτό που τους ένωσε ήταν το συμπέρασμα ότι ο Κούλης είναι τελειωμένος. Για να μην αφήσουν τους Μητσοτάκηδες να ρυθμίσουν τη μετά τον Κούλη ΝΔ, βγήκαν μπροστά οι δυο τους, ως βαρόνοι με αξιώσεις. Οπως ευθέως υπαινίχτηκε ο Σαμαράς, η… μόδα στην Ευρώπη είναι η Ακροδεξιά. Αντί, λοιπόν, ν’ αφήνουν τον κάθε Βελόπουλο, τον κάθε Νατσιό, ακόμα και πολιτικά φρούτα σαν τη Λατινοπούλου να λεηλατεί τις δεξιές ψήφους, θέλουν μια ΝΔ που θα περιλαμβάνει και την ακροδεξιά ατζέντα, ώστε να σταματήσουν οι διαρροές προς τα δεξιά.
Μπορεί η Ντόρα να δήλωσε ότι ο Σαμαράς λέει όσα λέει επειδή… δεν τον παίζουν, όμως και αυτή και ο Κούλης ξέρουν πολύ καλά ότι οι δύο βαρόνοι μπορούν να επηρεάσουν καταστάσεις μέσα στη ΝΔ. Αυτό που κάνουν τώρα, είναι οι προειδοποιητικές βολές. Οταν έρθει η ώρα, μετά από μια δεύτερη εκλογική ήττα, θα χτυπήσουν καίρια, απαιτώντας να είναι αυτοί που θα καθορίσουν τις εξελίξεις.
Ο Μητσοτάκης δεν πρόκειται, βέβαια, ν’ αλλάξει την πολιτική του. Ούτε οι δύο δημογέροντες του ζήτησαν να αλλάξει οικονομική πολιτική. Η δεξιά-ακροδεξιά ατζέντα που κατέθεσαν αφορούσε αποκλειστικά κοινωνικά ζητήματα (από το γάμο των ομόφυλων μέχρι τα… τηλεοπτικά σίριαλ, την καλλιέργεια της ισλαμοφοβίας και της ξενοφοβίας) και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά στα ελληνοτουρκικά, θέμα στο οποίο Καραμανλής και Σαμαράς ταυτίζονται, ο Μητσοτάκης δεν έχει το θάρρος να κάνει το επόμενο βήμα (π.χ. συνυποσχετικό για τη Χάγη), ούτε έχει καμιά ιδιαίτερη πίεση από τους Αμερικανονατοϊκούς που είναι ευχαριστημένοι με την υπάρχουσα κατάσταση. Επομένως, οι προειδοποιήσεις των δύο πρώην περισσότερο φτιάχνουν ένα εθνικιστικό κλίμα που εκθέτει τον Μητσοτάκη ως «ενδοτικό».
Ο Μητσοτάκης είναι αποφασισμένος να μείνει στην ιστορία του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού ως ο αστός πολιτικός που, χωρίς να βρίσκεται υπό μνημονιακή επιτροπεία, ολοκλήρωσε ένα πλέγμα αντιλαϊκών, αντεργατικών, αντιασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό είναι που ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό. Τα υπόλοιπα ενδιαφέρουν τους επαγγελματίες της αστικής πολιτικής που συσπειρώνονται στη ΝΔ.