Τις εικόνες έξω από τα αστυνομικά τμήματα με τις ουρές ανθρώπων που περιμένουν να βγάλουν νέα έγχαρτη ταυτότητα, ώστε τα επόμενα δέκα χρόνια να γλιτώσουν από το «χάραγμα του αντίχριστου», τις έχουμε δει όλες και όλοι. Και έχουμε ακούσει ή διαβάσει τα απαξιωτικά σχόλια των «προοδευτικών» και «κοσμοπολιτών» δημοσιογράφων, που ειρωνεύονται την «αδαή μάζα», παραβλέποντας (φυσικά) να μας πουν ποιος συντηρεί την αμορφωσιά και τον θρησκευτικό σκοταδισμό, ποιος διατηρεί ένα Σύνταγμα συντεταγμένο «στο όνομα της αγίας τριάδας», ποιος αρνείται πεισματικά να διαχωρίσει το κράτος από την Εκκλησία από το κράτος, δυόμισι αιώνες μετά τη γαλλική και τις άλλες αστικές επαναστάσεις.
Η εστίαση στα στίφη των φανατικών, που οργανώνονται από τους μηχανισμούς της Εκκλησίας (κι ας ονομάζουν κάποιους απ’ αυτούς τους μηχανισμούς «παρεκκλησιαστικούς») είναι ένας πρώτης τάξης άλλοθι για να περάσει η επαναφορά του δακτυλικού αποτυπώματος στις ταυτότητες και η δυνατότητα επέκτασης των βιομετρικών και λοιπών προσωπικών δεδομένων που θα περιλαμβάνει κάθε νέα ταυτότητα.
Δημοσιεύουμε άρθρο που μας έστειλε ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης, σχετικά με αυτή τη δεύτερη και αθέατη στους πολλούς πλευρά των νέων ταυτοτήτων.
Για τις νέες ταυτότητες: το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού και το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού
του Θ. Καμπαγιάννη
Η συζήτηση για την έκδοση των νέων δελτίων αστυνομικής ταυτότητας κυριαρχείται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τις “ουρές στα αστυνομικά τμήματα” όσων σπεύδουν να εκδώσουν παλιού τύπου ταυτότητα “γιατί δεν θέλουν το ηλεκτρονικό τσιπάκι”. Όπως και σε άλλα ζητήματα, η κυβέρνηση, με τη βοήθεια των φιλικών της ΜΜΕ, επιλέγει τον βολικό αντίπαλο στον χώρο του ανορθολογισμού για να εμφανιστεί ως “μετριοπαθής” και “κεντρώα” και να μην απαντήσει στα πραγματικά ζητήματα που εγείρονται από τις αποφάσεις της.
Καταρχάς, η υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας δεν περιγράφεται: οι μεγάλες ουρές που σχηματίζονται σήμερα στα αστυνομικά τμήματα οφείλονται σε απόφαση της ίδιας της κυβερνητικής πλειοψηφίας που διά φετινής τροπολογίας (
ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-109568/17.2.2023, ΦΕΚ Β’ 824, άρθρο 1, παρ. 8) κατοχύρωσε την ισχύ των παλαιού τύπου δελτίων ταυτότητας που θα εκδοθούν πριν τον Σεπτέμβριο για μια επιπλέον δεκαετία, σε αντίθεση με την υπουργική απόφαση του 2018 (
ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-297647/27.04.2018, ΦΕΚ Β’ 1476, άρθρο 9) που προέβλεπε την υποχρεωτική αντικατάσταση των παλαιού τύπου δελτίων ταυτότητας σε ένα έως πέντε έτη ανάλογα με το αρχικό γράμμα του επωνύμου. Για να το πούμε απλά: η Νέα Δημοκρατία έκλεισε προεκλογικά το μάτι σε (δυνάμει δικό της) εκλογικό ακροατήριο νομοθετώντας τη δυνατότητα αποφυγής έκδοσης νέου τύπου ταυτότητας για μια ακόμα δεκαετία, με άμεση συνέπεια τις “ουρές” στα αστυνομικά τμήματα. Όπως φάνηκε εξάλλου και από την πρόσφατη συνάντηση του πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη Νότη Μηταράκη με τον μητροπολίτη Πειραιώς με θέμα τις νέες ταυτότητες (!), η τακτική του κατευνασμού του θρησκευτικού ανορθολογισμού είναι στο dna της ελληνικής δεξιάς. Ας μην υποκρίνονται λοιπόν ότι δήθεν τον πολεμάνε.
Πέραν όμως από τα ενδο-οικογενειακά ζητήματα της δεξιάς πολυκατοικίας, το μείζον ζήτημα αναφορικά με τις νέες ταυτότητες είναι η (επαν)εισαγωγή της υποχρεωτικής δακτυλοσκόπησης για την έκδοσή τους (σσ: προσπερνάμε για λόγους χώρου τον λυσσαλέο εταιρικό ανταγωνισμό για την ανάληψη του έργου των νέου τύπου ταυτοτήτων, που συνδέθηκε και με το σκάνδαλο των υποκλοπών). Όπως θυμούνται οι μεγαλύτεροι, το δακτυλικό αποτύπωμα προβλεπόταν παλιότερα στην έκδοση της ταυτότητας, αποτυπωνόταν μάλιστα και στο ίδιο το δελτίο κάτω από τη φωτογραφία του κατόχου (ν.δ. 127/1969 (Α’ 29) σε συνδ. με
ΥΑ υπ’ αριθμ. 8200/0-6/6.7.1981, ΦΕΚ Β’ 392). Η υποχρέωση αυτή καταργήθηκε στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των ταυτοτήτων το 2000 (
ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-441210/17.7.2000, ΦΕΚ Β’ 879), με την περιβόητη συζήτηση για την υποχρεωτική ή μη αναγραφή του θρησκεύματος. Κρίθηκε τότε, και σωστά, ότι το δακτυλικό αποτύπωμα είναι προσωπικό δεδομένο που ο πολίτης δεν οφείλει να προσκομίσει, παρά μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με την τέλεση αξιόποινης πράξης (Π.Δ. 342/1977, άρθρα 27-29). Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά
η με αριθμό 510/17/15-05-2000 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υπό τον πρόεδρό της Κ. Δαφέρμο:
“κατά την κοινή αντίληψη, το αποτύπωμα (η “σήμανση”) συνδέεται με την υποψία ή διαπίστωση εγκληματικής δραστηριότητας (“σεσημασμένοι”), η απόδοση της οποίας έστω και εν δυνάμει στο σύνολο του ελληνικού λαού, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και προσβάλλει την προστατευόμενη από το Σύνταγμα αξία του ανθρώπου”.
Σήμερα, όμως, η επιστροφή στην υποχρεωτική δακτυλοσκόπηση δεν έρχεται ως κατάλοιπο του μετεμφυλιακού παρελθόντος, αλλά ως απαίτηση του… ευρωπαϊκού μέλλοντος.
Με τον
Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1157 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
“για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας”, προβλέπεται ότι:
“Τα δελτία ταυτότητας περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας το οποίο περιέχει βιομετρικά δεδομένα που συνίστανται σε εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακούς μορφοτύπους”.
Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως ρητά αναφέρεται, η πρόβλεψη αυτή ήδη υπάρχει “για τα βιομετρικά διαβατήρια και τις βιομετρικές άδειες διαμονής για τους υπηκόους τρίτων χωρών”: πρόκειται δηλαδή για μεταφορά της τεχνογνωσίας που απέκτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω στα σώματα των προσφύγων και των μεταναστών στα σύνορα και που τώρα θα εφαρμοστεί καθολικά στους πολίτες της ΕΕ, με τρόπο που η δακτυλοσκόπηση καθίσταται προϋπόθεση της “άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας”!
Από την υποχρέωση εξαιρούνται μόνο τα παιδιά κάτω των 6 ετών, δυνητικά τα παιδιά 6-12 ετών και τα πρόσωπα που αδυνατούν να δακτυλοσκοπηθούν για σωματικούς λόγους. Να σημειωθεί ότι η υποχρέωση δακτυλοσκόπησης για την έκδοση των νέου τύπου ταυτοτήτων δεν περιλαμβανόταν στην ως άνω υπουργική απόφαση του 2018, αλλά νομοθετήθηκε με τροπολογία το 2019 (
ΚΥΑ υπ’ αρίθμ. 8200/0-181621/14.05.2019, ΦΕΚ Β’ 1671), με ρητή επίκληση του ευρωπαϊκού Κανονισμού σε σχετική ανακοίνωση.
Ως δικαιολογητική βάση της ηλεκτρονικής αποθήκευσης βιομετρικών δεδομένων (εικόνα προσώπου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα) του κατόχου της ταυτότητας προβάλλεται η “αξιόπιστη εξακρίβωση και επαλήθευση της γνησιότητας της ταυτότητας με μειωμένο κίνδυνο απάτης, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενίσχυσης της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας και διαμονής”. Η υποχρέωση δακτυλοσκόπησης ως προϋπόθεση ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ, με επίκληση λόγων ασφαλείας και γνησίου των ταξιδιωτικών εγγράφων, είναι ένα μέτρο εξαιρετικά επαχθές. Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι λόγοι ασφάλειας επιτάσσουν τη δακτυλοσκόπηση για την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στο εξωτερικό (ήδη στα νέα διαβατήρια προβλέπονται βιομετρικά δεδομένα), η δακτυλοσκόπηση του ΣΥΝΟΛΟΥ του πληθυσμού ως προϋπόθεση για την έκδοση ταυτότητας (δηλαδή εγγράφου που είναι υποχρεωτικό, σε αντίθεση με την έκδοση διαβατηρίου που σχετίζεται με τη μετάβαση στο εξωτερικό και είναι εν τέλει προαιρετική) είναι μέτρο απολύτως δυσανάλογο με τον προβαλλόμενο σκοπό.
Το 2021, πολίτης γερμανικής υπηκοότητας που, επικαλούμενος την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών του δεδομένων, αρνήθηκε τη δακτυλοσκόπηση στο πλαίσιο έκδοσης νέας ταυτότητας, προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο του Wiesbaden, το οποίο διατήρησε αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος του κανονισμού 2019/1157 και απευθύνθηκε με προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Δημοσιεύματα επικαλούνται την πρόταση της Γενικής Εισαγγελέα, που είναι θετική για τη λήψη βιομετρικών δεδομένων (
ανακοινωθέν τύπου 112/29-6-2023, υπόθεση C-61/22), ωστόσο η απόφαση δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Πάντως, στην Ελλάδα, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (
2388/2019 ΣΤΕ, Δ’ Τμήμα) έκρινε νόμιμη τη συλλογή και αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων (και των δακτυλικών αποτυπωμάτων) σε ηλεκτρονικό μέσο, επικαλούμενη τον νόμο για τα διαβατήρια, τη δε σκοπιμότητα επιλογής του συγκεκριμένου τύπου αστυνομικής ταυτότητας έκρινε “ακυρωτικώς ανέλεγκτη”.
Ωστόσο, η ίδια απόφαση ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση όσον αφορά την αποθήκευση στο ενσωματωμένο ηλεκτρονικό μέσο του δελτίου ταυτότητας (RFID chip) των “στοιχείων που απαιτούνται για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης”. Με την πρόβλεψη αυτή (η οποία ουδέποτε εξαλείφθηκε σε συμμόρφωση της απόφασης του ΣτΕ), η κυβέρνηση προετοιμάζει την επόμενη φάση χρήσης των ψηφιακών ταυτοτήτων, πχ τη σύνδεσή τους με το ΑΦΜ, το “ψηφιακό πορτοφόλι”, την πληρωμή οφειλών στην Εφορία, κλπ. Σε μια εποχή που τα κινητά μας τηλέφωνα ήδη καταγράφουν το ψηφιακό αποτύπωμα του κάθε κατόχου και στη συνέχεια οι εταιρείες πωλούν τα στοιχεία αυτά για λόγους διαφήμισης και εμπορίου, η ψηφιακή διασύνδεση της ταυτότητας με το πορτοφόλι σημαίνει ότι το κράτος θα διαθέτει πρωτογενώς έναν ασύλληπτο όγκο δεδομένων για τους υπηκόους του, τα οποία θα μπορούν να αξιοποιηθούν με τρόπο πιθανά ασύδοτο. Οι αστικές δημοκρατίες της Δύσης επιτίθενται συχνά σε κράτη, όπως πχ αυτό της Κίνας, για τη χρήση ολοκληρωτικών μεθόδων ηλεκτρονικής παρακολούθησης των πολιτών τους, όπως είναι η αναγνώριση προσώπου από κάμερες. Στην πραγματικότητα, όμως, η Δύση κινείται προς την ίδια κατεύθυνση χρήσης ολοκληρωτικών μεθόδων ελέγχου κατά παράβαση κάθε έννοιας προστασίας προσωπικών δεδομένων, επικαλούμενη απλώς ότι “αυτά δεν γίνονται στη δημοκρατία”…
Ας σκεφτούμε τελικά: το 2000, εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα σήμαινε την απάλειψη του θρησκεύματος και του δακτυλικού αποτυπώματος από τις ταυτότητες ως μέσο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και υπεράσπισης της αξίας του ανθρώπου. Είκοσι χρόνια μετά, εν μέσω ενός τοπικά περιορισμένου αλλά πάντως θερμού παγκόσμιου πολέμου δι’ αντιπροσώπων, “εκσυγχρονισμός” σημαίνει την υποχρεωτική αποδοχή σήμανσης του συνόλου του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο και μόνο για να λάβει ένας πολίτης δελτίο ταυτότητας. Η πολιτικοποίηση αυτονόητων ενεργειών, όπως είναι η έκδοση ταυτότητας ή ο εμβολιασμός, και η σύνδεσή τους – ως προϋπόθεση – με την άσκηση στοιχειωδών δικαιωμάτων (όπως η ελεύθερη μετακίνηση, η εργασία, οι συναλλαγές με το κράτος, κοκ) δεν τσακίζει απλώς δημοκρατικές κατακτήσεις και δικαιώματα: αποξενώνει ένα διευρυνόμενο κομμάτι πολιτών από το πολιτικό σύστημα και δημιουργεί τη δεξαμενή από την οποία ψαρεύει ο ανορθολογισμός και ο φασισμός, που νομιμοποιούνται και θεριεύουν μέσα από τις πολιτικές φτωχοποίησης, ρατσισμού και εθνικισμού τις οποίες ασκούν τα ίδια τα – κατά τα άλλα “ορθολογικά” – κράτη.
Απ’ αυτή την άποψη, είναι σημαντικό να βλέπουμε, όχι μόνο το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού που δικαίως μας ανησυχεί, αλλά το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού και του κρατικού ολοκληρωτισμού που δημιουργεί το πεδίο για όλα τα επί μέρους νοσηρά φαινόμενα.
* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος, πρ. σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή.