Εκεί που κάναμε μαύρα μάτια να δούμε γκάλοπ, ξαφνικά άρχισαν να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια με τη βροχή. Εξι (αν μετρήσαμε καλά) δημοσιεύτηκαν την προηγούμενη εβδομάδα και όλα, βέβαια, έδειχναν τη ΝΔ να προηγείται καθαρά του ΣΥΡΙΖΑ και τον Σαμαρά μακράν του Τσίπρα στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα γκάλοπ είναι «τσιμπημένα». Πάντοτε τα γκάλοπ υπηρετού-σαν πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ότι η πολιτική κατάσταση αντανακλά σε σημαντικό βαθμό μια κοινωνική κατάσταση που θα μπορούσε ν’ αποδοθεί με τον όρο «το σύνδρομο της ήττας». Αρκεί να θέσουμε ένα ερώτημα: πέραν της προφανούς σκοπιμότητας που υπηρετεί η κρατική καταστολή (ό,τι ξεχωρίζει «κουρεύεται», ό,τι κινείται «ξαπλώνεται» κάτω), είναι επίσης προφανές ότι ο Σαμαράς απευθύνεται και σ’ ένα τμήμα του αντιμνημονιακού «πολτού», με σκοπό ν’ αποκομίσει πολιτικά οφέλη, σε διαγωνισμό με τους νεοναζί.
Η κρίση δεν έχει καταστρέψει μόνο εργατικά στρώματα. Εχει καταστρέψει και μικροαστικά, ακόμα και μεσοαστικά στρώματα. Μετά την πολιτική ήττα του «κινήματος των αγανακτισμένων», στο οποίο σημαντικό μέρος αυτών των στρωμάτων είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, η κοινωνική τους συμπεριφορά έγινε πιο συντηρητική, αποκτώντας φασίζοντα χαρακτηριστικά. Πάνω σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά ποντάρει ο Σαμαράς. Αυτά τα στρώματα θέλει να τραβήξει.
Δεν μπορεί, βέβαια, να τα τραβήξει με την οικονομική πολιτική, η οποία εξακολουθεί να είναι καταστροφική και γι’ αυτά τα στρώματα, προσπαθεί όμως να τους καλλιεργήσει φρούδες ελπίδες για καπιταλιστική ανάκαμψη, μέσω της οποίας θα μπορέσουν να επανακάμψουν και τα ίδια στην οικονομική δραστηριότητα και στα βιοτικά στάνταρ που είχαν συνηθίσει. Παράλληλα, ο Σαμαράς συνδέει την υλοποίηση αυτών των ψεύτικων ελπίδων με την επιβολή του νόμου και της τάξης, που θα δημιουργήσουν όρους για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Σ’ αυτό το δίπολο ποντάρει ο Σαμαράς. Ψεύτικες ελπίδες για ανάκαμψη και επιβολή σιωπής νεκροταφείου στο κοινωνικό επίπεδο. Αν για τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα μια τέτοια κοινωνική συμπεριφορά είναι εξηγήσιμη και εν πολλοίς αναμενόμενη σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, δεν ισχύει το ίδιο για τα εργατικά στρώματα, τα οποία απλώς δεν έχουν καταφέρει να βρουν οποιονδήποτε ταξικό βηματισμό σ’ αυτές τις συνθήκες και βιώνουν την ήττα με βαθιά απογοήτευση και κοινωνική αδράνεια, που με τη σειρά τους αφήνουν ανενόχλητη τη συγκυβέρνηση στο καταστροφικό της έργο.