Και να του περνούσε από το μυαλό να μην παραιτηθεί αλλά να το παλέψει, και να προσπερνούσε τη διαρροή της Μπακογιάννη ότι του είχε στείλει επιστολή ζητώντας του να παραιτηθεί σε περίπτωση νίκης του «όχι», δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη συντριπτική διαφορά, που ξεπερνούσε την ήττα της 25ης Γενάρη, ούτε τις δημόσιες δηλώσεις στελεχών όπως ο γραμματέας της ΟΝΝΕΔ Σ. Ιωαννίδης και ο πολύπλαγκτος και πολυπροβεβλημένος Γ. Πατούλης. Η παραίτηση ήταν μονόδρομος για τον Σαμαρά, καθώς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πιστοποίησε το ναυάγιο της τακτικής της «αριστερής παρένθεσης», στην οποία στήριξε την πεισματική παραμονή του στην ηγεσία της ΝΔ μετά την εκλογική ήττα του Γενάρη.
Αν για την ήττα του Γενάρη ο Σαμαράς μπορούσε να επικαλεστεί το ρεύμα που είχε δημιουργηθεί υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και τις «μαχαιριές» που είχαν ρίξει στον ίδιο οι ευρωπαίοι «εταίροι», αρνούμενοι να τον διευκολύνουν με μια στοιχειωδώς ανεκτή συμφωνία, επειδή τον θεωρούσαν τελειωμένο, για την ήττα στο δημοψήφισμα δεν μπορούσε να επικαλεστεί τίποτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και πήγε σε δημοψήφισμα με κλειστές τις τράπεζες. Εστω και άτυπα, υπήρξε «φιλοευρωπαϊκό μέτωπο» με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ. Μίλησε ακόμα και ο σιωπηλός Βούδας της Ραφήνας. Και οι ευρωπαίοι «εταίροι» ξεσάλωσαν εξαπολύοντας πυρ ομαδόν και κατά μόνας ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν σε όλ’ αυτά προσθέσουμε και την εμετική συγχορδία των ΜΜΕ, τότε θα διαπιστώσουμε ότι ο Σαμαράς είχε τις ιδανικές συνθήκες, σύμφωνα με το σχέδιό του της «αριστερής παρένθεσης». Επαιξε και έχασε. Και η ήττα ήταν όλη δική του.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ναυάγησε ήταν η τακτική της «αριστερής παρένθεσης». Ολος αυτός ο ορυμαγδός της ψυχολογικής τρομοκράτησης έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Η κατά μέτωπον έφοδος ενάντια σε μια κυβέρνηση ηλικίας μόνο πέντε μηνών, η οποία δεν είχε καμιά διαφορετική στρατηγική από τις υπόλοιπες αστικές δυνάμεις και καμιά κρυφή ατζέντα, έφερε το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεισε πως δε θέλει έξοδο από το ευρώ και πως εκείνο που ζητάει από το δημοψήφισμα είναι στήριξη για να βελτιώσει λιγουλάκι τη συμφωνία που πρότειναν οι ιμπεριαλιστές δανειστές. Κατάφερε να πείσει πως όλα όσα έλεγαν ο Σαμαράς και ο Θεοδωράκης στο εσωτερικό, και οι Γιούνκερ, Σουλτς, Ντεϊσελμπλούμ και σία στο εξωτερικό δεν ήταν παρά μια προπαγάνδα τρόμου, με στόχο να ρίξουν την κυβέρνηση και να διαπραγματευθούν τη συμφωνία με τους πειθήνιους «γιέσμαν» της προηγούμενης συγκυβέρνησης. Από τη στιγμή που έπεισε γι’ αυτό, η συντριπτική νίκη του «όχι» ήταν πανεύκολη υπόθεση, διότι το μόνο καινούργιο που υπήρχε στην πλευρά του «ναι» ήταν ένας αφασικός πολιτικός κλόουν, πιο φανατικός από τους φανατικότερους των ιμπεριαλιστών (τον Θεοδωράκη εννοούμε). Οι υπόλοιποι, με πρώτο τον Σαμαρά, ήταν εκείνοι που είχαν αποδοκιμαστεί στις 25 Γενάρη.
Ο Σαμαράς, αρνούμενος να παραιτηθεί μετά την ήττα του Γενάρη, έπαιξε τα ρέστα του στο δημοψήφισμα, εγκλωβισμένος σε μια στενή πολιτική τακτική, αυτή της «αριστερής παρένθεσης»: οι δανειστές θα στριμώξουν τον ΣΥΡΙΖΑ και ο ελληνικός λαός θα προσπέσει σ’ εμένα ζητώντας μου να σώσω τη χώρα. Οχι απλώς δεν του βγήκε, αλλά έπαθε Βατερλό. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει μόνος του, πριν τον διώξουν.
Ο τρόπος με τον οποίο φεύγει, κυριολεκτικά ταπεινωμένος, δεν του δίνει τη δυνατότητα να παίξει ένα ρόλο αντίστοιχο αυτού του Καραμανλή. Ούτε Καραμανλής ονομάζεται ούτε σαν κύριος έφυγε. Αναγκαστικά θα περάσει μια νέα περίοδο «πολιτικής εξορίας», όπως κατά τη δεκαετία που είδε την ΠΟΛΑ να διαλύεται και τον είχαν όλοι στο φτύσιμο (και για να μην ξεχνάμε: ο Καραμανλής ήταν αυτός που τον έβγαλε από τον πάγο, στέλνοντάς τον αρχικά στην ευρωβουλή). Βέβαια, στην αστική πολιτική, ιδιαίτερα σε συνθήκες παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, ισχύει το «ποτέ μην πεις ποτέ». Θεωρητικά, όμως, δεν υπάρχει τρόπος επανόδου του Σαμαρά στο ορατό μέλλον.
Δεν έχει νόημα να καθήσουμε τώρα να κάνουμε προβλέψεις για τις πιθανές εξελίξεις στη ΝΔ. Ο Βαγγέλας, ως μεταβατικός πρόεδρος, είναι η καλύτερη λύση. Μην τον δούμε και ως μόνιμη λύση, σε μια προσπάθεια επανασυσπείρωσης του χώρου. Διότι κάτι άλλες λύσεις που ακούγονται είναι είτε ανεπαρκείς (Δένδιας, Κούλης Μητσοτάκης) είτε για γέλια (Ολγα, Μιλτιάδης).








