Κάθε άλλο παρά τυπική ήταν η μετά βαΐων και κλάδων υποδοχή του (αγραβάτωτου) Γ. Παπανδρέου από τον Τσίπρα στο Μαξίμου. Σ’ αυτό το επίπεδο τίποτα δε γίνεται τυχαία. Ακόμη και αν ο ΓΑΠ είχε ζητήσει τη συνάντηση, το Μαξίμου θα την ανέβαλε συνεχώς (επικαλούμενο φόρτο εργασίας του Τσίπρα). Ακόμα κι αν παραβλέπαμε τα παραπάνω, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε αυτό που είπε ο Τσίπρας στη Βουλή, στη συζήτηση για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής: «Ανεξαρτήτως των διαφωνιών μας με την κυβέρνηση Παπανδρέου, πρέπει να μάθουμε πώς ανατράπηκε έλληνας πρωθυπουργός για πρώτη φορά μετά από 37 χρόνια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας».
Αυτή η καθόλου τυχαία αναφορά, απόλυτα συμβατή με όσα υποστηρίζει (κατόπιν εορτής, φυσικά) ο Παπανδρέου αποκάλυψε ότι υπήρχαν ήδη παρασκηνιακές επαφές, οι οποίες κορυφώθηκαν (σ’ αυτή τη φάση) με τη συνάντηση στο Μαξίμου. Η επίσημη δικαιολογία, ότι ο Παπανδρέου ζήτησε τη συνάντηση για να ενημερώσει τον Τσίπρα για όσα ακούει στο εξωτερικό και να τεθεί στη διάθεση της κυβέρνησης για βοήθεια με τις διεθνείς επαφές που έχει, είναι για πλάκα. Λες και ο Τσίπρας δεν ξέρει τι λέγεται στο εξωτερικό (τα ακούει διά ζώσης πλέον) ή λες και η διεθνής πολιτική γίνεται με δημόσιες σχέσεις. Αλλού, λοιπόν, πρέπει να ψάξουμε τους λόγους αυτής της απρόσμενης συνάντησης.
Οι επιδιώξεις του Παπανδρέου είναι προφανείς. Προσπάθησε να επανακάμψει στην αστική πολιτική σκηνή, το ΚΙΔΗΣΟ πάτωσε, το διατηρεί όμως περιμένοντας πως θα έρθουν καλύτερες μέρες. Επομένως, μια συνάντηση με τον πρωθυπουργό συντηρεί την εικόνα του ως σημαντικού παίκτη του αστικού πολιτικού παιχνιδιού. Ο Τσίπρας, όμως, τι λόγο έχει να βοηθήσει τον Παπανδρέου σ’ αυτή την κατεύθυνση; Ούτε το ΚΙΔΗΣΟ φοβάται σήμερα, ούτε το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου που πάει από το κακό στο χειρότερο. Αύριο, όμως; Αν ο Τσίπρας και η παρέα του έχουν αρχίσει να πείθονται ότι δε θα πορευτούν με τον ΣΥΡΙΖΑ ενωμένο, λογικό είναι να σκέφτονται ακόμη και τα πιο απίθανα σενάρια και να θέλουν καλές σχέσεις με αποτραβηγμένους παράγοντες, όπως ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου, οι οποίοι στο μέλλον μπορούν να ξαναδιαδραματίσουν ρόλο, ο ένας στη Δεξιά και ο άλλος στην παραδοσιακή Σοσιαλδημοκρατία.