«Σωστά το λέτε, τον ΣΥΡΙΖΑ και εμένα προσωπικά με έχουν αγκαλιάσει όλοι οι Σοσιαλιστές ηγέτες, η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Βρίσκομαι διαρκώς στις σκέψεις τους, μου ζητάνε να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και μέλος των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, εγώ επιλέγω να είναι παρατηρητής. (…) Το ερώτημα, εδώ, δεν είναι τόσο ένα ερώτημα που πρέπει να απευθυνθεί σε εμένα, είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απευθυνθεί στην ηγεσία σήμερα της μετεξέλιξης του παλαιού ΠΑΣΟΚ, του σημερινού ΚΙΝΑΛ. Το ερώτημα αυτό είναι: πώς είναι δυνατό η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία να αγκαλιάζει τον Τσίπρα και η κα Γεννηματά να αγκαλιάζει τον κ. Μητσοτάκη;».
Τα παραπάνω δε διατυπώθηκαν από κάποιον συριζαίο δημοσιογράφο-προπαγανδιστή, αλλά από τον ίδιο τον Τσίπρα στη διακαναλική συνέντευξη που παραχώρησε σε οχτώ περιφερειακά κανάλια. Και δείχνει την αγωνία των Τσιπραίων μην τυχόν και δουν το ΚΙΝΑΛ να αυξάνει το εκλογικό ποσοστό του. Από τη ΝΔ ξέρουν ότι θα χάσουν -πανηγυρικά μάλιστα- όμως αν δουν το ΚΙΝΑΛ να βελτιώνει το ποσοστό του και να κλείνει -έστω και ελάχιστα την ψαλίδα-, μολονότι η ίδια η Γεννηματά έχει δηλώσει ότι αν χρειαστεί θα δώσει ψήφο ανοχής στον Μητσοτάκη για να σχηματίσει κυβέρνηση και μετά θα συμπράξει κοινοβουλευτικά μαζί του για να επανέλθει η ενισχυμένη αναλογική (με μικρότερο μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα), θα έχουν πρόβλημα, γιατί θα φανεί καθαρά ότι οι περιβόητες «γέφυρες» προς τη Σοσιαλδημοκρατία, την Κεντροαριστερά, το Κέντρο, την προοδευτική παράταξη ή όπως αλλιώς ονομάζεται αυτός ο πολτός που βρίσκεται στο δεξιό σύνορο του ΣΥΡΙΖΑ, κατέρρευσαν, χωρίς να τις διαβούν παρά μόνο κάποιοι παραγοντίσκοι τύπου Ραγκούση, Τζουμάκα, Μαριλίζας, Μωραΐτη, Μπίστη και Τόλκα.
Οι συριζαίοι και προσωπικά ο Τσίπρας είναι αναγκασμένοι να δίνουν μάχη τουλάχιστον σε τρία μέτωπα. Πρώτο, ενάντια στη ΝΔ, με στόχο αν όχι να μειώσουν τη διαφορά των 9,5 μονάδων στις ευρωεκλογές, τουλάχιστον να μην τη δουν να αυξάνεται, όπως δείχνουν τα γκάλοπ (τα κυλιόμενα που βλέπουν μόνο τα κομματικά επιτελεία δείχνουν καλύτερα τις τάσεις). Δεύτερο ενάντια στο ΚΙΝΑΛ, που δείχνει μια μικρή τάση ανόδου, καθώς αρκετοί ψηφοφόροι έχουν αποδεσμευτεί από το δικομματικό δίλημμα και μετά τις ευρωεκλογές θεωρούν τον Τσίπρα τελειωμένο, οπότε πιο εύκολα μπορούν να ρίξουν μια ψήφο στο ΚΙΝΑΛ, έστω και ως ψήφο τιμωρίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τρίτο, ενάντια στον Μπαρουφάκη, που με τον αέρα του «ροκ σταρ» απειλεί να μαζέψει όλο το «χαρτί» (ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του) στ' αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανάγκη να παλέψουν σε όλα αυτά τα μέτωπα ταυτόχρονα, σε συνδυασμό και με την ηττοπάθεια που έχει φωλιάσει στον κομματικό μηχανισμό, προκάλεσε ζαλάδα στους συριζαίους. Τόσο μεγάλη ζαλάδα που κοτζάμ επικοινωνιακό επιτελείο υπέκυψε στην αλαζονεία και στο ναρκισσισμό του Τσίπρα («στην τηλεόραση τους έχω όλους») και τον άφησε να πάει στην τηλεοπτική συνέντευξη στον ΣΚΑΙ, όπου ήταν σίγουρο ότι θα τον «σκίσει» ο Παπαχελάς συνεπικουρούμενος από τη μετρίων δυνατοτήτων Κοσιώνη. Εδώ που τα λέμε, ακόμα και για την Κοσιώνη δεν ήταν καθόλου δύσκολο να πάρει μέρος στο παιχνίδι της διαπόμπευσης του Τσίπρα. Αρκούσε να του κάνει ερωτήσεις μόνο στα θέματα για τα οποία δεν τον ρωτούν αλλού, είτε από αβρότητα είτε επειδή είναι «μιλημένοι». Σε μια συνέντευξη δύο ωρών κυριάρχησαν το Μάτι, το κότερο της Παναγοπούλου και ο Πετσίτης. Και ο Τσίπρας εκτέθηκε ανεπανόρθωτα, όταν επινόησε νέο παραμύθι για το Μάτι και την περίφημη σύσκεψη-τηλεοπτική φιέστα (παραμύθι που μόνο παιδιά του νηπιαγωγείου μπορούν να χάψουν), όταν προσπαθώντας να δικαιολογηθεί για τον Πετσίτη είπε ότι στο Μαξίμου μπαίνει οποιοσδήποτε (!) και όταν απολογούμενος για το κότερο προσπάθησε να το παίξει… Νίκος Ξανθόπουλος.
Οι συριζαίοι παρουσίασαν τη συνέντευξη Τσίπρα ως θρίαμβο! Πήγε στη φωλιά του λύκου και τους σάρωσε! Απόδειξη η τηλεθέαση που έπιασε ταβάνι. Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Οι πεισμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν ανάγκη να τον δουν στον ΣΚΑΙ για να ψηφίσουν. Οι άλλοι, οι ταλαντευόμενοι, πείστηκαν να μην τον ψηφίσουν. Αρκούσε και μόνο το παραμύθι για το Μάτι. Επομένως, κάνοντας talk of the town την εμφάνιση του Τσίπρα στον ΣΚΑΙ, μόνο τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ βοήθησαν.
Ισως γι' αυτό ο Τσίπρας άρχισε τις επόμενες μέρες να καλεί τους πασόκους να μην ψηφίσουν το ΚΙΝΑΛ που θέλει να κάνει πρωθυπουργό «το γιο του αποστάτη»! Επί σχεδόν τέσσερα χρόνια αντιπαρατίθεται με τον Μητσοτάκη, ποτέ δεν κατέφυγε σ' αυτό το επιχείρημα. Το θυμήθηκε ξαφνικά τώρα, μέσα στην απόγνωσή του, ποντάροντας στα «αντιδεξιά αντανακλαστικά» ενός τμήματος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Την ίδια απελπισία έδειξε και η κίνησή του να φύγει από τις Βρυξέλλες, ενόσω διεξαγόταν το μεγάλο παζάρι για την κατανομή των ευρωενωσίτικων πόστων, και να δώσει την ψήφο του στον Σάντσεθ, για να τη χειριστεί αυτός κατά το δοκούν. Δε νομίζουμε ότι αυτή η ενέργεια έχει προηγούμενο. Ο Τσίπρας δεν ήθελε να χάσει την ομιλία και τη μίνι περιοδεία στην Κρήτη, όπου τις ίδιες μέρες «αλώνιζε» η Γεννηματά που προσπαθούσε να ξαναμαζέψει τους πασόκους.
Τι ακριβώς κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ μ' όλο αυτό το προεκλογικό «πατιρντί» θα το ξέρουμε αύριο το βράδυ. Είναι πολύ πιθανό να χάσει και στα τρία μέτωπα, οπότε θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να ανασυγκροτηθεί σε συνθήκες αντιπολίτευσης. Αν ο Μητσοτάκης πάρει αυτοδυναμία, οπότε το ΠΑΣΟΚ δε θα χρειαστεί να του δώσει ψήφο ανοχής, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αισθάνεται διαρκώς την πίεση του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, ενώ αν μπει στη Βουλή ο Μπαρουφάκης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να βρίσκει απαντήσεις στα «ιβέντ» που αυτός θα οργανώνει.
Ο Μητσοτάκης και οι σύμβουλοί του δεν τσίμπησαν ούτε στη σχετικά διαφοροποιημένη τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Απέφυγαν να μπουν σε οποιαδήποτε συζήτηση. Οποτε ο ΣΥΡΙΖΑ τους απέδιδε «κρυφή ατζέντα» ή πιανόταν από κάτι που είπε κάποιος νεοδημοκράτης, ο Μητσοτάκης περιοριζόταν σε μια περιφρονητική διάψευση, χαρακτηρίζοντας ανοησίες αυτά που οι συριζαίοι απέδιδαν στη ΝΔ και κλείνοντας το ζήτημα αμέσως. Κι όσο ο Μητσοτάκης κρατούσε αυτή την τακτική τόσο σκύλιαζαν οι συριζαίοι και τον κατηγορούσαν για φυγομαχία. Τα πράγματα είναι απλά και οι άνθρωποι του Μητσοτάκη το κατάλαβαν έγκαιρα: αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απόψεις που μπορούν να συντρίψουν τη ΝΔ, τι τον χρειάζεται το διάλογο; Μπορεί να παρουσιάσει τις απόψεις του και να κερδίσει σ' αυτό το πεδίο. Η ΝΔ δεν έχει τίποτα να συζητήσει μαζί του.
Αυτή η τακτική είχε ήδη αποδώσει στις ευρωεκλογές, οπότε δεν είχαν κανένα λόγο να την αλλάξουν στις βουλευτικές, δεδομένου ότι δε μεσολάβησε κάτι καινούργιο. Ετσι, ο Μητσοτάκης έμαθε καλά το ρόλο του, ένα ρόλο τεχνοκράτη, που έχει σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης και μιλάει με σιγουριά γι' αυτό. Πες πες κάτι θα μείνει, έλεγε ο Γκέμπελς και οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη κατάφεραν να τον βάλουν να επαναλαμβάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα, με την ίδια χαμηλότονη μονοτονία, έτσι που στο τέλος κανένας να μη δίνει σημασία στο τι λέει.
Για όλους τους, άλλωστε, είναι δεδομένο ότι τις εκλογές δεν τις κερδίζει ο Μητσοτάκης με το μεγαλοφυές του πρόγραμμα, αλλά τις χάνει ο Τσίπρας επειδή ένας κόσμος τον σιχάθηκε. Χωρίς κανένας να καθήσει να συγκρίνει προγράμματα και εξαγγελίες. Εκτός των άλλω και γιατί σχεδόν όλοι ξέρουν ότι τα θεμέλια και ο σκελετός της πολιτικής είναι καθορισμένα από το μετα-Μνημόνιο και οι διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας στην Αθήνα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μόνο το υλικό και το χρώμα των κουφωμάτων.
Απ' αυτή την άποψη, σύμμαχος του Μητσοτάκη υπήρξε η ηττοπάθεια, με τον ίδιο τρόπο που υπήρξε σύμμαχος του Τσίπρα την προηγούμενη τετραετία. Τίποτα δεν πρόκειται ν' αλλάξει από Δευτέρα, εκτός από τις μούρες που θα βλέπουμε στα υπουργικά έδρανα. Οσο γι' αυτούς που θα βλέπουμε στα έδρανα της αντιπολίτευσης, ας θυμηθούμε ότι είναι απαραίτητοι για να δουλεύει το σύστημα. Είναι το αποσμητικό στην τουαλέτα της αστικής δημοκρατίας. Για το ΚΙΝΑΛ δεν το συζητάμε, για τον Μπαρουφάκη δεν το συζητάμε, το ίδιο όμως ισχύει και για τον Περισσό, του οποίου η όποια εκλογική ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση μπορεί να έχει επίδραση μόνο στο κομματικό ταμείο (και όχι στους αγώνες για τα δίκαια της εργατικής τάξης και του λαού).
Απορεί κανείς, γιατί να πρέπει -υπ' αυτές τις συνθήκες- να συμμετάσχει αύριο σ' αυτή τη φιέστα της αστικής δημοκρατίας, με το προκαθορισμένο σ' όλα τα επίπεδα αποτέλεσμα; Για όποιον και όποια θέλει να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα συνολικής καταδίκης του καπιταλισμού, η αποχή είναι μονόδρομος. Μιλάμε για μήνυμα και μόνο, γιατί οι πραγματικοί ταξικοί συσχετισμοί δε θα διαμορφωθούν στις κάλπες, αλλά στους δρόμους των αγώνων ή στους καναπέδες της ήττας.