Με την 178/2023 απόφασή της, η Ολομέλεια του ΣτΕ έβαλε κυριολεκτικά μπουρλότο στο άρθρο 16 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας επαγγελματική ισοδυναμία σε τίτλους κολλεγίων που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της αλλοδαπής, ακόμη και αν μέρος των σπουδών πραγματοποιήθηκε σε Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών!
Παραθέτουμε την περίληψη της απόφασης για να σχολιάσουμε στη συνέχεια τα επίμαχα σημεία:
ΣτΕ Ολομ. 178-9/2023
Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας
Αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναµίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται από αρμόδιες αρχές κρατών-μελών και πιστοποιούν τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης
Με το π.δ. 38/1010 [όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 4093/2012 και 4111/2013] ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται από αρμόδιες αρχές κρατών-μελών και πιστοποιούν τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης. Η δυνατότητα αναγνώρισης της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” των τίτλων παρέχεται ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Η αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” από το ΣΑΕΠ δεν αποτελεί και αναγνώριση της ακαδημαϊκής αξίας του τίτλου, αλλά απλώς παρέχει στον κάτοχο του τίτλου την δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση και να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις υπό τους οποίους δύνανται να ασκήσουν την δραστηριότητα αυτή οι κάτοχοι συγκρίσιμων τίτλων του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η διαδικασία συγκριτικής εξέτασης παρέχει στο ΣΑΕΠ τη δυνατότητα να βεβαιώνεται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα. Αν από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία, το ΣΑΕΠ μπορεί να αξιώσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν ή, εφόσον τούτο δεν αποδεικνύεται προσηκόντως, να τον υποβάλει σε γραπτή δοκιμασία. Εφόσον, όμως, ο προσκομιζόμενος τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης έχει χορηγηθεί από αρμόδια, κατά τη νομοθεσία του κράτους-μέλους προέλευσης, αρχή και πιστοποιεί, ως προς πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης, το ΣΑΕΠ δεν δύναται να μη λαμβάνει υπόψη τίτλους σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών, μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής, ούτε δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση τέτοιου τίτλου επικαλούμενο το γεγονός ότι για την χορήγησή του από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης συνεκτιμήθηκαν σπουδές πραγματοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, στην Ελλάδα και μη αναγνωριζόμενες, κατά την εθνική νομοθεσία, ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως είναι οι πραγματοποιηθείσες σε εργαστήρια ελευθέρων σπουδών.
- Η απόφαση του ΣτΕ ξεκινά από το πλαίσιο που έχει επιβληθεί εδώ και χρόνια και στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του αντιδραστικού ιδεολογήματος του διαχωρισμού των επαγγελματικών προσόντων από το πτυχίο, από το οποίο αυτά απορρέουν. Τούτο ήταν αναγκαίο για να πεταχθούν στον κάλαθο των αχρήστων οι ακαδημαϊκές σπουδές, και να μπουν στο γουδί των «προσόντων» που οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα, τα πάντα όλα: πτυχία τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης, σεμινάρια, πιστοποιήσεις, εμπειρία, κ.λπ. Εξ ου και η κατάργηση του ΔΙΚΑΤΣΑ και η δημιουργία δύο διαφορετικών οργάνων, του ΔΟΑΤΑΠ, αρμόδιου για την ακαδημαϊκή ισοτιμία και του ΣΑΕΠ αρμόδιου για την επαγγελματική ισοτιμία.
- Τον πρώτο και καθοριστικό λόγο έχει η αρμόδια αρχή του κράτους προέλευσης. Εφόσον αυτή χορηγεί τον τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης και πιστοποιεί, ως προς το πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης, η αρμόδια ελληνική αρχή, δηλαδή το ΣΑΕΠ, οφείλει να υπακούσει, ακόμη και αν στην Ελλάδα υπάρχουν διαφορετικές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις ως προς τη δομή και το περιεχόμενο (τουλάχιστον τετραετείς σπουδές στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ) για την πρόσβαση σε αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα.
Το ΣΑΕΠ επίσης δεν μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει τέτοιους τίτλους, που έχουν πάρει πιστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους προέλευσης, ακόμη και αν αυτοί αποκτήθηκαν με συνεκτίμηση σπουδών που πραγματοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα (κολλέγια) ή σε δομές που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, δεν ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως π.χ. τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών!
Βέβαια, για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, και να κρυφτεί η τραγική αλήθεια, το ΣτΕ στην απόφασή του αναφέρει ότι το ΣΑΕΠ διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει τον κάτοχο του αλλοδαπού διπλώματος σε γραπτή δοκιμασία εφόσον κατά την συγκριτική εξέταση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία ως προς τις γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το εθνικό δίπλωμα.
Στην πραγματικότητα μιλάμε για «σύγκριση» μεταξύ των τίτλων σπουδών των κολλεγίων που κατοικοεδρεύουν στη χώρα μας και αυτών που χορηγούν τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια, καθώς τα κολλέγια συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, που «νοικιάζουν» τους τίτλους σπουδών τους στα εν λόγω «μαγαζιά» των εμπόρων της γνώσης, και καθώς, βάσει των όσων αναφέρονται παραπάνω, τους τίτλους αυτούς υποχρεούται να αναγνωρίσει το ΣΑΕΠ, αποδίδοντας επαγγελματικά δικαιώματα στους κατόχους τους ισοδύναμα με αυτά των αποφοίτων των ελληνικών ΑΕΙ. Κοντολογίς, μιλάμε για καραμπινάτη υποβάθμιση των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων.
Με την κατάπτυστη αυτή απόφαση το ΣτΕ εφάρμοσε για άλλη μια φορά το «δίκιο του μονάρχη». Στην περίπτωσή μας ικανοποίησε το αίτημα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου κατεδαφίζοντας ουσιαστικά το άρθρο 16 του συντάγματος, αναγορεύοντας τα κολλέγια σε οιονεί ιδιωτικά πανεπιστήμια, μολονότι ισχυρίζεται υποκριτικά ότι η απόφασή του δεν αντίκειται στο άρθρο 16: «Τούτο δεν αντίκειται στο άρθρο 16 του Συντάγματος …ούτε παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, εφόσον δεν εξομοιώνονται πλήρως οι χορηγούμενοι από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής τίτλοι, με τους ανωτέρω τίτλους τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης οι οποίοι χορηγούνται, κατόπιν τριετούς διάρκειας σπουδών, από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών. Συγκεκριμένα, αφενός, η ανωτέρω διαδικασία περιορίζεται στην αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” των τίτλων, όχι δε και της ακαδημαϊκής αξίας τους· αφετέρου, κατά την κρίση του για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” το ΣΑΕΠ προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τους χορηγούμενους από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών τίτλους και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία. Η δε διαδικασία συγκριτικής εξέτασης παρέχει στο ΣΑΕΠ τη δυνατότητα να βεβαιώνεται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα και αν από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία, το ΣΑΕΠ μπορεί να αξιώσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν ή, εφόσον τούτο δεν αποδεικνύεται προσηκόντως, να τον υποβάλει σε γραπτή δοκιμασία, κατά το άρθρο 57Α του π.δ. 38/2010».
Ολόκληρη η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε στην απόφασή του το ΣτΕ βασίζεται στην κακόφημη Συνθήκη της Μπολόνια και στην ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας 2005/36/ΕΚ με το ΠΔ 38/2010.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, το περιεχόμενο αυτών των κατευθύνσεων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, οι οποίες υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του σκληρού ανταγωνισμού του με τις ΗΠΑ.
Στόχος ήταν και είναι η ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση να καταστεί «διεθνώς ανταγωνιστική και ελκυστική», με τα πανεπιστήμια να «αναμορφώνουν τα πτυχία και τα προγράμματα σπουδών τους», ώστε να απορροφούν μεγάλο μέρος των φοιτητών-πελατών, που επιλέγουν τις σπουδές σε χώρες του εξωτερικού και να συνδεθούν στενά με τις επιχειρήσεις, που πρέπει να έχουν βαρύνοντα λόγο στο περιεχόμενο των σπουδών.
Για να ικανοποιηθεί ακριβώς αυτός ο στόχος υπογράφηκε η Συνθήκη της Μπολόνια (ως συνέχεια της Διακήρυξης της Σορβόννης το 1998) τον Ιούνιο του 1999 από 29 κράτη-μέλη της ΕΕ, από τους αντίστοιχους υπουργούς Παιδείας. Από ελληνικής πλευράς την υπογραφή του έβαλε ο Γεράσιμος Αρσένης.
Η Συνθήκη της Μπολόνια έβαλε τις βάσεις για τη διαμόρφωση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, χάραξε δηλαδή τις κατευθύνσεις που υποδείκνυε για την Ανώτατη Εκπαίδευση το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας για τις επιχειρήσεις του και την αγορά εργασίας, με στόχο τη μέγιστη κερδοφορία, κατάλληλα εκπαιδευμένο επιστημονικό προσωπικό σε μια εποχή που όλες οι αξίες -συμπεριλαμβανομένων της γνώσης, της επιστήμης, της έρευνας- θεωρούνται εμπορεύματα που δικαιούται να τα κατέχει μια μειοψηφία εκλεκτών, αφού η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της πληροφορικής πέρασε πλέον μεγάλο μέρος της γνώσης και των δεξιοτήτων στις μηχανές, φθηναίνοντας «τα χέρια».
Η Μπολόνια δέσμευσε τις συμμετέχουσες χώρες (των οποίων ο κατάλογος έκτοτε μεγάλωσε) να προχωρήσουν σε αλλαγές στα εκπαιδευτικά τους συστήματα, μέχρι να εναρμονιστούν πλήρως με τις κατευθύνσεις που αυτή όρισε. Ως επιχείρημα επιστρατεύθηκε η αναγκαιότητα «κινητικότητας» των φοιτητών και η διευκόλυνση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στην αναγνώριση ισοτιμίας των σπουδών.
Οι κατευθύνσεις της είναι οι εξής:
♦ Οι πανεπιστημιακές σπουδές διασπώνται σε κύκλους, εκ των οποίων ο πρώτος, που οδηγεί στο βασικό πτυχίο (bachelor), είναι τριετής.
Στόχος είναι η μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων να καθηλώνεται στο πρώτο πτυχίο, αποτελώντας στη συνέχεια ένα εργατικό δυναμικό μέσου επιπέδου, με γνώσεις περιορισμένης εμβέλειας, αφού αυτές ούτε το αντικείμενο της επιστήμης μπορούν να υπηρετήσουν συνολικά, αλλά ούτε και στο χρόνο μπορούν να αντέξουν. Οι φοιτητές πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα της εμπέδωσης δεξιοτήτων και όχι στην ανάπτυξη της αναλυτικής και συνθετικής σκέψης στο έδαφος της επιστήμης, αλλά και γενικά. Οι εργαζόμενοι αυτοί στη συνέχεια αποτελούν εύκολη λεία για τα σαγόνια των αφεντικών, ενώ η μειοψηφία, που έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει τσουχτερά δίδακτρα, προχωρεί στους μεταπτυχιακούς κύκλους, έχοντας καλύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Ταυτόχρονα, μέσω των βραχύβιων σπουδών για την πλειοψηφία, ελαχιστοποιούνται και οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση.
♦ Δημιουργείται ένα σύστημα «ανάγνωσης» και σύγκρισης των τίτλων σπουδών.
♦ Θεμελιώνεται ένα κοινό σύστημα αξιολόγησης των σπουδών και των πτυχίων, το σύστημα πιστωτικών μονάδων ECTS (European Credit Transfer System).
Η ρύθμιση αυτή έγινε για να ανατρέψει την έως τότε υπάρχουσα δομή των πανεπιστημίων, όπου η παραγωγή επιστημόνων με ένα λίγο-πολύ ομοιόμορφο κατά γνωστικό αντικείμενο επίπεδο γνώσεων, οδηγούσε στη συνέχεια σε απαιτήσεις για εργασία με κοινούς καλύτερους όρους και καλύτερες αμοιβές.
Με την εισαγωγή του Συστήματος Πιστωτικών Μονάδων, επιχειρείται η ποσοτική μέτρηση των σπουδών. Κριτήριο αντιστοίχισης των διαφόρων μορφών σπουδών σε μονάδες είναι ο φόρτος εργασίας που απαιτείται για κάθε μια από αυτές. Η επιλογή αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στη διάσπαση της ενότητας της επιστήμης, στην πολυδιάσπαση των σπουδών και των πτυχίων, που πρέπει να «φωτογραφίζουν» τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς και μετατρέπει τους φοιτητές σε «κυνηγούς» συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων, οι δε ατομικές διαδρομές γίνονται με οικονομικό κόστος που σε μεγάλο βαθμό επιβαρύνει τον φοιτητή.
Στο πνεύμα αυτό η Μπολόνια προχώρησε πολύ παραπέρα, θεωρώντας ότι πιστωτικές μονάδες μπορεί να συλλέγει κανείς και από μη τυπικά συστήματα εκπαίδευσης, υπηρετώντας μια εμπορευματική και χυδαία αντίληψη για την Παιδεία και υποβαθμίζοντας έτσι τις πανεπιστημιακές σπουδές χάριν των επιχειρήσεων που στήνουν στο χώρο της εκπαίδευσης οι έμποροι της γνώσης (π.χ. κολλέγια, ΙΕΚ, Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, κ.λπ.).
Σε συνέχεια αυτής της αντίληψης επινοήθηκε ο όρος «προηγούμενη μάθηση» από τη Σύνοδο του Λονδίνου, ώστε να συμπεριλαμβάνονται όλες οι μορφές μη τυπικής (σεμινάρια, εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, κέντρα κατάρτισης, κ.λπ), όσο και άτυπης μάθησης, όπως είναι η εμπειρική γνώση.
Το ΠΔ 38/2010 με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η ευρωπαϊκή Οδηγία 2005/36
Ο χορός της υποβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων, που ξεκίνησε με την υπογραφή της Συνθήκης της Μπολόνια, έκλεισε με το ΠΔ 38/2010.
Στην καταδικαστική του απόφαση για την Ελλάδα, επειδή αυτή παραβίαζε την κοινοτική νομοθεσία για την αναγνώριση των διπλωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαξίωνε πλήρως την ουσία της εκπαίδευσης που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο, δηλώνοντας ότι η εκτίμησή του βασίζεται στο γεγονός ότι «με το σύστημα της οδηγίας 89/48 (προπάτορα της οδηγίας 36/05), ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα».
Την εξοργιστική αυτή αντίληψη, που διαχωρίζει την εκπαίδευση που υπάρχει πίσω από έναν τίτλο σπουδών από τα επαγγελματικά δικαιώματα, επικαλείται στο σκεπτικό του και το ΣτΕ: «Η αμοιβαία αναγνώριση των διπλωµάτων δεν συνεπάγεται ότι τα χορηγηθέντα από τα άλλα κράτη-μέλη διπλώματα πιστοποιούν εκπαίδευση ανάλογη ή συγκρίσιμη προς την απαιτούμενη στο κράτος-μέλος υποδοχής· κατά το σύστημα των οδηγιών, ένα δίπλωμα δεν αναγνωρίζεται ως εκ της εγγενούς αξίας της εκπαίδευσης την οποία πιστοποιεί, αλλά διότι παρέχει, εντός του κράτους-μέλους όπου αυτό έχει χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί, την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωµένο επάγγελµα… Διαφορές, όσον αφορά την οργάνωση ή το περιεχόμενο της κτηθείσας στο κράτος προέλευσης εκπαίδευσης, σε σχέση με την παρεχόμενη στο κράτος υποδοχής, δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την άρνηση αναγνώρισης του σχετικού επαγγελματικού προσόντος· εάν, όμως, αυτές οι διαφορές είναι ουσιώδεις, μπορεί το κράτος υποδοχής να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι ικανοποιεί τα προβλεπόμενα μέτρα αντισταθμιστικού χαρακτήρα… Εν σχέσει προς την ανωτέρω οδηγία 89/48/ΕΟΚ, με την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2008, εκδοθείσα επί προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, κρίθηκαν, επίσης, τα ακόλουθα [υπόθεση C-274/05, Eπιτροπή κατά Ελλάδος]: “Το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που καθιερώθηκε με την οδηγία 89/48 στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζουν…’’».
Τρία είναι τα κρίσιμα σημεία του ΠΔ 38/2010, πάνω στα οποία εδράζεται όλη η φιλοσοφία του: Το ένα είναι ότι πουθενά δε γίνεται μνεία στο περιεχόμενο των σπουδών των αιτούντων την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, πουθενά δε γίνεται λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα των σπουδών, ούτε για το ποιόν του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και βέβαια, δεν προβλέπεται κανένας απολύτως έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασης (δηλαδή της Ελλάδας στην προκειμένη περίπτωση) στα προγράμματα, στο περιεχόμενο σπουδών και στους καθηγητές.
Για την ευρωπαϊκή Οδηγία και το ΠΔ που την ενσωματώνει ατόφια, μετράει μόνο το γεγονός ότι το «πτυχίο» το αποδίδει το ξένο πανεπιστήμιο, γεγονός που ευνοεί καθαρά τα κολλέγια που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της αλλοδαπής.
Ως προς το ποιος θα κρίνει αν το ίδρυμα είναι «του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» με ένα πανεπιστήμιο ή ένα ανώτατο ίδρυμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι κατηγορηματική: «Αποκλειστικώς η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα», πράγμα που φροντίζει να επαληθεύσει με τις διαδικασίες αναγνώρισης που θεσπίζει το ΠΔ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
Το κρίσιμο σημείο, δηλαδή, του ΠΔ είναι ότι η αναγνώριση των τίτλων και των αντίστοιχων επαγγελματικών προσόντων γίνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του τίτλου (εν προκειμένω του ξένου πανεπιστήμιου), ενώ το κράτος υποδοχής ή εγκατάστασης αρκείται σε τυπικούς ελέγχους διασταύρωσης των στοιχείων.
Το ΠΔ δεν ενδιαφέρεται διόλου για τον τόπο ή το ίδρυμα στο οποίο έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του ένας πολίτης της ΕΕ, εφόσον οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής (ή προέλευσης) των τίτλων σπουδών. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξαν να βγουν στο εξωτερικό για σπουδές και σε αυτούς που φοίτησαν σε κολλέγιο στην Ελλάδα που συνεργάζεται με ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, αφού το «πτυχίο» το απονέμει το ξένο πανεπιστήμιο, το οποίο εδράζεται σε χώρα της ΕΕ.
Ενα άλλο σημαντικό σημείο του ΠΔ είναι ότι δίνει μερίδιο από την πίτα της αναγνώρισης και στα κολλέγια που συνεργάζονται με αμερικανικά πανεπιστήμια (προβλέπεται ήδη από την οδηγία 36/05, αλλά και δεν πήγαν τσάμπα οι επισκέψεις αμερικανών βουλευτών και των πρεσβευτών στους υπουργούς Παιδείας). Στο άρθρο 3 του ΠΔ γίνεται λόγος για τίτλους εκπαίδευσης (διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από την Αρχή) που βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί «κατά κύριο» λόγο στην Κοινότητα. Ενώ παρακάτω δηλώνεται ότι «εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους, το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο».
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα βλέπουμε τώρα με όσα νομοθέτησε για τον ΔΟΑΤΑΠ και τα κολλέγια η Κεραμέως με το νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ.
Γιούλα Γκεσούλη