Ενόψει της κατάρτισης του «νέου ακαδημαϊκού χάρτη», που σηματοδοτεί συγχωνεύσεις-καταργήσεις πανεπιστημιακών τμημάτων, και του νέου νόμου-πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια με ένταση της νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το υπουργείο Παιδείας, προετοιμάζουν το έδαφος με κατά παραγγελία εκθέσεις είτε της επιτροπής Πισσαρίδη, είτε της Επιστημονικής Επιτροπής Ανώτατης Εκπαίδευσης του Ιδρύματος Μποδοσάκη (επικεφαλής της επιτροπής είναι η Βάσω Κιντή, καθηγήτρια ΕΚΠΑ, μέλος του κακόφημου Συμβουλίου Ιδρύματος του ΕΚΠΑ την περίοδο 2012-2015 με υπουργό Παιδείας τον Αρβανιτόπουλο, υποψήφια με τη ΔΗΜΑΡ και μετά με το ΠΟΤΑΜΙ, και ένας εκ των μελών της επιτροπής είναι ο Μανώλης Δερμιτζάκης, γενετιστής, γνωστός από τα τηλεπαράθυρα για την παρουσίαση μοντέλων εξέλιξης της πανδημίας).
Οι ομοιότητες στις προτάσεις αυτών των δύο επιτροπών, όπως και με τις κατά καιρούς προτάσεις του ΟΟΣΑ, του ΣΕΒ και του Μνημόνιου-3 είναι πολύ χαρακτηριστικές, καθώς όλες έχουν αντληθεί από το οπλοστάσιο των προτάσεων των απανταχού καπιταλιστών και των νεοφιλελεύθερων απόψεων για την εκπαίδευση.
Την περασμένη Δευτέρα μάλιστα, παρουσία της Κεραμέως, έγινε παρουσίαση του «Σχεδίου Δράσης για το Πανεπιστήμιο του 2030» της επιτροπής του…ευαγούς Ιδρύματος Μποδοσάκη (σ.σ. στην ιστορία του εργατικού κινήματος, το όνομα Μποδοσάκης, είναι συνδεδεμένο με τα μαρτύρια χιλιάδων εργατών στα εργοστάσια-κάτεργα του -εδώ και χρόνια νεκρού- μεγαλοκαπιταλιστή). Την εκδήλωση μάλιστα, προπομπό των αντιδραστικών αλλαγών, έσπευσε να θέσει υπό την αιγίδα της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Από την αρχή ακόμη η επιτροπή Μποδοσάκη φροντίζει να δώσει το στίγμα της, τασσόμενη υπέρ της ίδρυσης «ιδιωτικών/μη-κερδοσκοπικών πανεπιστημίων», γιατί, λέει, «κάτι τέτοιο μπορεί να προσδώσει δυναμισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να συμβάλει σε μια δυναμική εκσυγχρονισμού των δημόσιων πανεπιστημίων». Ο δρόμος, άλλωστε, διαμόρφωσης μιας νέας πραγματικότητας, που ροκανίζει το άρθρο 16 του Συντάγματος, έχει ανοίξει με την πανεπιστημιοποίηση των κολλεγίων και τα προπτυχιακά προγράμματα από το δημόσιο Πανεπιστήμιο για αλλοδαπούς φοιτητές με δίδακτρα.
Το «Σχέδιο Δράσης», ακολουθώντας τη λογική της σκληρής ανταγωνιστικότητας-αποδοτικότητας των Πανεπιστημίων, σύμφωνα με την οποία καταρτίζονται οι διεθνείς λίστες κατάταξης, θεωρεί ότι τα ελληνικά Πανεπιστήμια στην πλειοψηφία τους, πλην «φωτεινών εξαιρέσεων», έχουν «απόδοση μη ικανοποιητική» και «δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις σύγχρονες εξελίξεις και να ανταποκριθούν στο έργο τους αποτελεσματικά». Προτείνει μάλιστα ένταση και διεύρυνση των «μεταρρυθμίσεων», αφού θεωρεί ότι «οι μεταρρυθμίσεις που έχουν επιχειρηθεί, είτε είναι ανεπαρκείς ή αντιπαραγωγικές και δεν έχουν καρποφορήσει, είτε δεν έχουν αναπτυχθεί στην αναγκαία κλίμακα, είτε έχουν υπονομευθεί και αναιρεθεί».
Πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στην κοροϊδία της διεθνούς κατάταξης των Πανεπιστημίων. Γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει μια κατάταξη για τα Πανεπιστήμια, που να λαμβάνει υπόψη της δεδομένα από έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων όλου του κόσμου, όπου υπάρχουν εντελώς διαφορετικά καθεστώτα λειτουργίας των Πανεπιστημίων, χωρίς αυτή να πέφτει σε σφάλματα.
Τα δε κριτήρια κατάταξης που παίρνονται υπόψη για να «μετρηθεί» η «ανταγωνιστικότητα» και η «αποδοτικότητα» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, είναι η συμμετοχή των αποφοίτων τους σε διεθνείς διαγωνισμούς, πόσοι από τους καθηγητές τους είναι καταξιωμένοι με βραβεία, πόσο «δημοφιλή» είναι τα ιδρύματα στους καθηγητές παγκοσμίως, δηλαδή αν μπορούν να τους προσελκύουν για δουλειά με παχυλούς μισθούς, σε ποιο βαθμό ικανοποιούν τα αιτήματα των καπιταλιστών, πόσο «καλούς» φοιτητές διαθέτουν, αν οι απόφοιτοί τους απορροφούνται από την αγορά εργασίας, αν έχουν μεγάλη παραγωγή «αποδοτικής» έρευνας (δηλαδή έρευνας κατά παραγγελία καπιταλιστικών επιχειρήσεων), αν έχουν δημιουργήσει παραρτήματα σε άλλες χώρες («εξωστρέφεια»), κ.λπ.
Ο καημός, λοιπόν, είναι να γίνουν εκείνες οι αλλαγές «που μπορούν να φέρουν τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια στις πρώτες κατηγορίες των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διεθνώς».
Σύμφωνα με το «Σχέδιο δράσης», οι προτάσεις αναπτύσσονται πάνω σε τρεις άξονες: «αποτελεσματικότητα, αυτονομία και λογοδοσία».
- Η «αποτελεσματικότητα» αφορά αλλαγές στη διοίκηση, τη δομή και οργάνωση, τα προγράμματα σπουδών, κ.λπ.
Η εκλογή της διοίκησης από τα μέλη ΔΕΠ είναι έκφραση δημοκρατικής λειτουργίας, πλην όμως από την επιτροπή Μποδοσάκη χαρακτηρίζεται ως «παθογένεια», που για να αντιμετωπιστεί απαιτείται π.χ. «συμπλήρωση με πρόσωπα εκτός ιδρύματος».
Στη λογική αυτή, προτείνεται η επιστροφή των κακόφημων Συμβουλίων Ιδρυμάτων με εποπτικό/στρατηγικό ρόλο, που θα έχουν την εποπτεία και των οικονομικών .
Ο πρύτανης, που η αποκλειστική του αρμοδιότητα θα είναι τα ακαδημαϊκά θέματα, θα είναι εκλεκτός, μαριονέτα του Συμβουλίου, αφού θα επιλέγεται έμμεσα από αυτό. Το Συμβούλιο θα ορίζει ειδική επιτροπή για την αναζήτηση «των κατάλληλων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων θα γίνεται η επιλογή (του πρύτανη) από το Συμβούλιο. Ανάλογη θα είναι η διαδικασία και για την επιλογή των κατώτερων οργάνων, τα μέλη του Πρυτανικού Συμβουλίου και τους κοσμήτορες». Πλήρης, δηλαδή, θα είναι ο έλεγχος της «εκτελεστικής διοίκησης» του Πανεπιστήμιου από το Συμβούλιο.
Οσον αφορά τη δομή και οργάνωση προτείνεται αναδιάταξη/κατάργηση/ σύμπτυξη τμημάτων και σχολών. Η «αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη» έχει ήδη δρομολογηθεί και σ’ αυτό αρωγός είναι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, που άφησε εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεκάδες χιλιάδες υποψήφιους και «γυμνά» πολλά πανεπιστημιακά τμήματα και μέσο εφαρμογής αυτής της πολιτικής η «αξιολόγηση». Το «Σχέδιο δράσης» κάνει ειδική αναφορά στον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό ομοειδών τμημάτων», σε «τμήματα με χαρακτήρα μεταπτυχιακής εξειδίκευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης» που «πρέπει να ενσωματωθούν σε συγγενή τους τμήματα ή να καταργηθούν μετά από εξωτερική αξιολόγηση», σε «σύσταση νέων διεπιστημονικών αντικειμένων και προγραμμάτων σπουδών σε άμεση οργανωτική και διοικητική συνεργασία με αντίστοιχα τμήματα του εξωτερικού».
«Παρωχημένες» χαρακτηρίζονται οι δομές των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που κατά την επιτροπή Μποδοσάκη πρέπει να επιδείξουν «ευελιξία» και επιχειρηματικό πνεύμα και με τη συμβολή των Κέντρων Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) των ΑΕΙ να ιδρύσουν «ειδικούς κλάδους/παραρτήματα εκπαιδευτικών μονάδων», σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, προφανώς ταχύρυθμης «επιμόρφωσης» και κατάρτισης προσελκύοντας νέους «πελάτες».
Το «Σχέδιο δράσης» απορρίπτει και την ιδέα του ιδρύματος ως χώρου συγκροτημένης επιστημονικής γνώσης που οδηγεί σε σαφή και καθορισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, διαμόρφωσης στέρεης επιστημονικής σκέψης, κοινωνικής συνείδησης με όρους προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο και έμφαση στις ανθρωπιστικές αξίες, πολιτικοποίησης, με ελευθερία έκφρασης και ελεύθερη διακίνηση ιδεών.
Γι΄αυτό κάνει λόγο για σπουδές-σούπα, για πτυχία χωρίς …λεπτομερή επαγγελματικά δικαιώματα για προγράμματα σπουδών ευέλικτα, για εισαγωγή φοιτητών σε σχολές: «Με δεδομένες αυτές τις διεθνείς εξελίξεις, τα προγράμματα σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια πρέπει να διευκολύνουν την εξοικείωση και την επικοινωνία ανάμεσα σε ακαδημαϊκά πεδία. Υπ’ αυτή την έννοια, πρέπει να οδηγούν σε πτυχία που μπορούν να είναι και διεπιστημονικά και συνδυαστικά. Επίσης, τα πτυχία δεν πρέπει να συνδέονται με λεπτομερή επαγγελματικά δικαιώματα. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να είναι ευέλικτα,…Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε να δημιουργηθούν ενότητες μαθημάτων (modules), π.χ. μαθηματικά, οικονομικά, ανθρωπιστικές επιστήμες, τέχνες, υπολογιστές, επιστήμες μηχανικού, κ.λπ., οι οποίες θα μπορούν να ενσωματώνονται σε διαφορετικές διαδρομές σπουδών που θα επιλέγουν οι φοιτητές. Οι ενότητες μαθημάτων και τα προγράμματα σπουδών να ανήκουν στις σχολές και όχι στα τμήματα. Η εισαγωγή των φοιτητών να γίνεται, επίσης, σε σχολές».
Οι επαγγελματικοί φορείς θα αξιολογούν και θα πιστοποιούν τα προγράμματα σπουδών και οι φοιτητές θα αποκτούν «δεξιότητες» όχι μόνο στα αμφιθέατρα, αλλά και στους χώρους της παραγωγής και της οικονομίας, με ειδικά προγράμματα μαθητείας και πρακτικής άσκησης, ενώ μπορούν να παίρνουν πιστωτικές μονάδες (credits) καιεκτός πανεπιστημίων, δηλαδή σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς.
Το πανεπιστήμιο-επιχείρηση ΑΕ, στο οποίο θα έχει ενεργό εμπλοκή η καπιταλιστική αγορά και οι μηχανισμοί του αστικού κράτους, συμπληρώνει το μέτρο της απασχόλησης σε αυτό διδασκόντων «εκτός ιδρύματος (π.χ. από επιστήμονες ερευνητικών κέντρων, από στελέχη της αγοράς ή υπουργείων και ΔΕΚΟ)», καθώς και η ανάπτυξηξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών για ξενόγλωσσους φοιτητές-πελάτες.
Είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι στο όνομα καταπολέμησης της συντεχνιακής λειτουργίας και της «ενδογαμίας» προτείνεται η μπαχαλοποίηση των εργασιακών σχέσεων στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, ακόμη και με «αξιοποίηση των καθηγητών που συνταξιοδοτούνται»(!): «Στην αντιστροφή της κατάστασης θα συμβάλει η θεσμοθέτηση μεγαλύτερης ποικιλίας διδασκόντων: συνεργαζόμενων καθηγητών μερικής απασχόλησης (affiliated, clinical ή research professors, professors of practice), με φυσική ή διαδικτυακή παρουσία, κυρίως από την εξαιρετικά πλούσια Ελληνική διασπορά… Θα βοηθήσει, επίσης, η θεσμοθέτηση θέσεων καθηγητών/ερευνητών της βιομηχανίας/οικονομίας που μισθοδοτούνται από τον ιδιωτικό ή και τον ευρύτερο δημόσιο τομέακαι καλύπτουν κοινά ερευνητικά προγράμματα ή προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης αναγκών της οικονομίας. Ακόμη, είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση καθηγητών/ερευνητών αριστείας, κληροδοτημάτων ή σημαντικών δωρεών (Endowed chairs) για την προσέλκυση κορυφαίων επιστημόνων (Ελλήνων ή αλλοδαπών) με εργασιακές συνθήκες που θα καθιστούν δυνατή τη μετακίνησή τους. Στην ίδια κατεύθυνση θα συμβάλει η αξιοποίηση των καθηγητών που συνταξιοδοτούνται…».
- Η «αυτονομία» και «λογοδοσία» είναι δυο πλευρές που αλληλοσυμπληρώνονται και σηματοδοτούν ουσιαστικά τη σταδιακή αποδέσμευση του δημόσιου Πανεπιστήμιου από την κρατική χρηματοδότηση ή και τον αυστηρό περιορισμό της στα τελείως απαραίτητα για τη λειτουργία του ιδρύματος.
Η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά πως «δεν νοείται αυτονομία δίχως μεγάλα περιθώρια επιλογών των ιδρυμάτων σε όλο το εύρος της λειτουργίας τους», προφανώς στην αγρίως νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση που περιγράψαμε παραπάνω σε όλους τους τομείς.
Το ευαγγέλιο λειτουργίας των ΑΕΙ είναι η «στήριξη της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και από τον ιδιωτικό τομέα και ο συντονισμός τους με τις ανάγκες της οικονομίας (παραγωγική βάση) και της κοινωνίας (κοινωνικά δίκτυα στήριξης μετά την πανδημία)». Τα Πανεπιστήμια, επίσης «θα πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με άλλα ΑΕΙ ή εργαστήρια στη χώρα ή διεθνώς, με τη βιομηχανία, την επιχειρηματικότητα και την αγορά».
Ο εκβιασμός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ώστε αυτά να κινούνται στο πλαίσιο του νέου επιχειρηματικού μοντέλου λειτουργίας, επιτυγχάνεται μέσω της «αξιολόγησης». Σύμφωνα με την επιτροπή Μποδοσάκη «Η αξιολόγηση οφείλει να είναι ο κεντρικός πυλώνας της αναδιοργάνωσης και της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων».
Η «ανεξάρτητη εξωτερική αξιολόγηση σχολών και ιδρυμάτων… πρέπει να γίνεται επί τη βάσει στόχων που έχουν τεθεί από τα ιδρύματα και συμφωνηθεί με το Υπουργείο Παιδείας, κατά την πάγια διεθνή πρακτική», ενώ «είναι απαραίτητο να υπάρχει συγκριτική αξιολόγηση ιδρυμάτων εντός και εκτός Ελλάδας, αλλά και ομοειδών τμημάτων και σχολών».
Γιούλα Γκεσούλη