Στις 30 και 31 του Αυγούστου συζητείται στην ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας «Ρυθμίσεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις», στο οποίο περιέχονται και οι ρυθμίσεις για τα ιδιωτικά σχολεία. Την πρώτη ημέρα το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε επί της αρχής και τη δεύτερη συνεχίζεται η συζήτηση επί των άρθρων, με την αντιπολίτευση, πλην Περισσού, να τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό των σχολαρχών (το σημείωμα αυτό γράφεται Τετάρτη βράδυ γι’ αυτό και δεν είναι γνωστό εάν έγιναν τροποποιήσεις στο άρθρο 28 που αφορά στην ιδιωτική εκπαίδευση).
Μιλώντας στη Βουλή ο Νίκος Φίλης προσπάθησε να στριμώξει τη ΝΔ επικαλούμενος ένα απόσπασμα από άρθρο του Παύλου Μπακογιάννη, σύμφωνα με το οποίο «η έλλειψη της μονιμότητας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δεν αποτελεί μειονέκτημα μόνο για τους εκπαιδευτικούς», αλλά «προκαλεί σειρά άλλων ανωμαλιών», σημειώνοντας, όμως, ότι γράφτηκε σε μια εποχή που η εργαζόμενη κοινωνία έβγαινε από τη δικτατορία και κατά την οποία είχε αναπτυχθεί ισχυρό διεκδικητικό κίνημα, καθώς και το ΠΑΣΟΚ επικαλούμενος την τοποθέτηση υπέρ του νομοσχέδιου και υπέρ του συγκεκριμένου άρθρου του Απόστολου Κακλαμάνη.
Η ομιλία Φίλη ήταν σε ήπιους τόνους, προσπαθώντας να πετύχει τη συναίνεση, έστω και σιωπηλή, της αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να αλλάξει το συγκεκριμένο άρθρο ως προς το ποιος θα ελέγχει τη νομιμότητα των απολύσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών: «Είναι προφανές ότι οι αιτιολογημένες απολύσεις και το όργανο -συμβούλιο πέστε το- που κρίνει προτού το θέμα αχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης αποτελεί το αντικείμενο της πολιτικής δημόσιας διαφωνίας.
Αν θα είναι υπηρεσιακά συμβούλια ή κάποιο άλλο όργανο -υπάρχουν προτάσεις, τις ακούμε και τις συζητούμε- έχει μικρή σημασία. Το βασικό είναι να υπάρξει διακομματική συνεννόηση. Συζητούμε, λοιπόν, σχήματα που επί της ουσίας δεν έχουν μεγάλη διαφορά, αλλά θέτουν ένα όργανο που θα κρίνει επί του αν είναι αιτιολογημένες οι απολύσεις ή όχι, πριν το θέμα αχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης».
Ακόμη, όμως, κι αν παραμείνει ο έλεγχος της «καταχρηστικότητας» των απολύσεων στα Υπηρεσιακά Συμβούλια (ΠΥΣΠΕ/ΠΥΣΔΕ), το σύστημα σε κάθε περίπτωση διαφυλάττει τα συμφέροντά του, αφού και αυτά είναι κρατικά όργανα (την πλειοψηφία σε αυτά την έχει το κράτος) και είναι οι τοποτηρητές της εκάστοτε εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Το έχουν αποδείξει αυτό διαχρονικά σε πλείστες περιπτώσεις από τις τοποθετήσεις των εκπαιδευτικών, τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις τμημάτων και σχολείων και τον υπολογισμό των εκπαιδευτικών κενών στην περιφέρειά τους.
Ο μόνος τρόπος να διαφυλαχθούν τα εργασιακά δικαιώματα των ιδιωτικών εκπαιδευτικών είναι η ανάπτυξη ισχυρού ταξικού κινήματος σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ταξικού κινήματος αντίστασης στη μνημονιακή επέλαση και διεκδίκησης από την εργατική τάξη και την εργαζόμενη κοινωνία.
Ψευδαισθήσεις, λοιπόν, δεν πρέπει να υπάρχουν ούτε εφησυχασμός, παρόλο που το νομοσχέδιο επιχειρεί να βάλει μια στοιχειώδη, κουτσουρεμένη τάξη στο χάος που επικρατεί στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, έπειτα από το γενικό ξεσάλωμα των σχολαρχών που ακολούθησε τις σχετικές ρυθμίσεις Αρβανιτόπουλου με τη μεταφορά των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο υπουργείο Εργασίας και την παύση ουσιαστικά κάθε ελέγχου στη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων από το υπουργείο Παιδείας.
Ρυθμίσεις και συμπεράσματα
Οι ρυθμίσεις για τα ιδιωτικά σχολεία και τα συμπεράσματα που απορρέουν από αυτές είναι τα εξής, σύμφωνα με όσα επισημάναμε και στο τελευταίο καλοκαιρινό φύλλο της «Κόντρας», όταν το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή:
♦ Συγκεκριμενοποιείται το καθεστώς των συμβάσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Η αρχική σύμβαση είναι διετής και αν αυτή δεν καταγγελθεί στο τέλος της διετίας, τότε μετατρέπεται αυτοδικαίως σε αορίστου χρόνου.
Μπαίνει, λοιπόν, περιορισμός στο καθεστώς των συμβάσεων, ώστε να αποτραπεί το γιγαντωμένο φαινόμενο, μετά τις ρυθμίσεις Αρβανιτόπουλου, των ολιγόμηνων συμβάσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί να απολύονται το καλοκαίρι -και επομένως να μην πληρώνονται- και να ξαναπροσλαμβάνονται τον Σεπτέμβρη.
♦ Η σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί, πέραν όλων των άλλων περιπτώσεων που ισχύουν και για τους δημόσιους υπαλλήλους, «εάν ο εργοδότης επικαλείται και αποδεικνύει επαρκώς αιτιολογημένη διαταραχή του εκπαιδευτικού κλίματος στο σχολείο λόγω αδυναμίας συνεργασίας εργοδότη-εκπαιδευτικού».
Επίσης, στην περίπτωση κατάργησης τάξεων και τμημάτων τάξεων, καθώς και «ανεπάρκειας ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους (σ.σ. των εκπαιδευτικών)».
Η «διαταραχή του εκπαιδευτικού κλίματος», η «αδυναμία συνεργασίας εργοδότη-εκπαιδευτικού», που διαπιστώνονται από τον σχολάρχη, αν και «επαρκώς αιτιολογημένες» και η «ανεπάρκεια ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων», είναι διατυπώσεις που φανερά δίνουν το δικαίωμα στους εμπόρους της γνώσης να απολύουν τελικά τους «ανεπιθύμητους» εκπαιδευτικούς, ειδικά αυτούς που τους «μπαίνουν στη μύτη», επειδή δε δέχονται να γίνουν «πρόβατα» και να υπακούουν τυφλά στις ορέξεις τους.
Βέβαια, σύμφωνα με το νόμο, οι απολύσεις αυτές συναντούν τώρα κάποια εμπόδια, αφού περνούν από τον έλεγχο του αντίστοιχου Υπηρεσιακού Συμβούλιου, που «επιβεβαιώνει εάν η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε νομίμως, διαπιστώνει εάν η καταγγελία είναι καταχρηστική ή μη και εισηγείται σχετικά με την απόλυση στον αρμόδιο Διευθυντή Εκπαίδευσης, ο οποίος έχει δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει διαπιστωτική πράξη».
Μπορεί οι σχολάρχες να μην επιθυμούν με τίποτε ούτε αυτά τα ελάχιστα εμπόδια, που οι συριζαίοι βάζουν για να δώσουν σάρκα και οστά στην «υγιή επιχειρηματικότητα», στην οποία ομνύουν, όμως είναι γνωστό ότι τα Υπηρεσιακά Συμβούλια είναι και αυτά κρατικά όργανα και γι’ αυτό φροντίζουν να διαφυλάττουν σε κάθε περίπτωση τα συμφέροντα του συστήματος, ειδικά σε περιπτώσεις που οξύνεται η ταξική πάλη. Το σύστημα φροντίζει να θωρακίζεται, βλέποντας μακριά, στην ανάπτυξη των ταξικών αγώνων του μέλλοντος, που μπορεί να μην είναι και τόσο μακρινοί.
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε το υπουργείο Παιδείας στο θόρυβο που ξεσήκωσαν ο Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τα φιλικά τους προσκείμενα ΜΜΕ: «το άρθρο δεν αφαιρεί τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να απολύουν εκπαιδευτικούς με μία προϋπόθεση που ισχύει σε όλα τα πολιτισμένα κράτη: Να αιτιολογούν επαρκώς την απόλυση».
♦ Το διδακτικό ωράριο των ιδιωτικών εκπαιδευτικών παραμένει ως έχει, σύμφωνα με όσα προβλέπει το διοριστήριό τους, ανεξάρτητα από το αν καταργηθούν τάξεις ή τμήματα, ή οι ώρες διδασκαλίας ενός μαθήματος δεν επαρκούν για την κάλυψή του. Στους εκπαιδευτικούς αυτούς ανατίθενται άλλες σχολικές δράσεις και δραστηριότητες (ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, ενίσχυση της γλωσσομάθειας, διοικητικό έργο, κ.λπ.) προκειμένου να συμπληρώσουν το υποχρεωτικό τους ωράριο.
♦ Τα ιδιωτικά σχολεία μπορούν να πραγματοποιούν οποιαδήποτε εκπαιδευτική δράση πέραν του υποχρεωτικού ωρολόγιου προγράμματος (ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, ενίσχυση γλωσσομάθειας) με την προϋπόθεση να τη δηλώνουν και οι εκπαιδευτικοί να έχουν τα απαραίτητα τυπικά προσόντα.
Δε υπάρχει, λοιπόν, φραγμός στις δράσεις, με τις οποίες οι σχολάρχες προσπαθούν να δελεάσουν τους πελάτες τους (ασφαλώς αυτούς που διαθέτουν και τα οικονομικά μέσα). Απλά τώρα το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να ελέγξει στοιχειωδώς αυτές τις δράσεις, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η μαύρη εργασία, η φοροδιαφυγή και να τηρούνται τα τυπικά προσόντα των διδασκόντων και οι όροι εργασίας τους.
Στην πραγματικότητα οι έμποροι της γνώσης έχουν πολλούς υπόγειους τρόπους για να διαφεύγουν τον έλεγχο. Αλλα δηλώνουν στις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης και άλλα κάνουν και όταν έρχεται ο αρμόδιος υπάλληλος να κάνει τον έλεγχο, αυτοί έχουν όλο το χρόνο να καλύψουν την παρανομία (τα ιδιωτικά σχολεία είναι «φρούρια» και δεν μπορεί ο καθένας να μπει ανεξέλεγκτα στους χώρους τους). Ας αφήσουμε δε, το γεγονός ότι πολλές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης κάνουν συνειδητά «τα στραβά μάτια» στις παρανομίες των σχολαρχών, αφού το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του είναι συνδεδεμένοι σαν το νύχι με το κρέας με το κεφάλαιο και την επιχειρηματική του δράση.
Επίσης, είναι γνωστό ότι οι εκβιασμοί στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς δίνουν και παίρνουν. Με τις ουρές των ανέργων να «καραδοκούν» να πάρουν τη θέση των «τυχερών εργαζόμενων», την απουσία ταξικού διεκδικητικού κινήματος και συλλογικής ταξικής συνείδησης, την απουσία ουσιαστικής προστασίας από τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, οι εργαζόμενοι είναι πολύ εύκολο να πέσουν θύματα του εργοδότη τους. Οι σχολάρχες άλλους μισθούς φαίνεται να καταβάλλουν τυπικά στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και άλλους τελικά αυτοί να παίρνουν με συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι».
Μερικές παρατηρήσεις
♦ Στο κεφάλαιο για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση του εξωτερικού, το υπουργείο νομοθετεί, όπως άλλωστε και σε όλες τις μέχρι τώρα παρεμβάσεις του (π.χ. Ενιαίος Τύπος Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου και Νηπιαγωγείου, περικοπές ωρών στην πρωινή ζώνη του Δημοτικού και των ωρών διδασκαλίας μαθημάτων στο Γυμνάσιο, αύξηση ωραρίου Νηπιαγωγών, κ.λπ.), με βάση τις μνημονιακές επιταγές για αποφασιστικό «κόφτη» στις δημόσιες δαπάνες.
Ετσι, το νομοσχέδιο ανοίγει πόρτες και παράθυρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία στο χώρο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό, αφού φορείς της μπορούν να είναι η ορθόδοξη εκκλησία, οι ελληνικές κοινότητες, οι σύλλογοι, τα σωματεία, ΜΚΟ, κ.λπ. Το ελληνικό αστικό κράτος αρνείται να επωμιστεί την ευθύνη που απορρέει από την υποχρέωση να χρηματοδοτεί επαρκώς όλα τα δημόσια σχολεία, σε μια εποχή μάλιστα που έχουν αυξηθεί οι έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό.
Επίσης, τα ΤΕΓ (Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας) ενισχύονται από το ελληνικό κράτος μόνο εφόσον πληρούνται αυστηρές προδιαγραφές, όπως ο αριθμός των μαθητών να υπερβαίνει συνολικά τους πενήντα (50) και ανά τμήμα επιπέδου γλωσσομάθειας τους έξι (6), να ολοκληρώνονται οι οριζόμενες ώρες ανά επίπεδο και οι μαθητές να μην απουσιάζουν σε ποσοστό άνω του 20% των ωρών διδασκαλίας.
Στην κατεύθυνση εξοικονόμησης δαπανών είναι και η πρόβλεψη η διδασκαλία να πραγματοποιείται εξ αποστάσεως με τη χρήση των νέων Τεχνολογιών «στις περιπτώσεις των ολιγομελών τμημάτων σε απομακρυσμένες περιοχές όπου είναι ανέφικτο οικονομικά να αποσπαστεί εκπαιδευτικός».
Βροχή τροπολογιών
♦ Με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να αντιμετωπίσει αποσπασματικά το σοβαρότατο κεφάλαιο της Ειδικής Αγωγής.
Το πνεύμα της τροπολογίας συμπλέει με το πνεύμα του νομοθετικού βήματος που έχει ήδη κάνει το υπουργείο με τη λεγόμενη «συνεκπαίδευση» των παιδιών με ειδικές ανάγκες με τους μαθητές των γενικών σχολείων.
Ειδικά, το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να βουλώσει τις τρύπες από τα χιλιάδες εκπαιδευτικά κενά που παρατηρούνται στις δομές της πολύπαθης Ειδικής Αγωγής όχι με βάση τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών της, αλλά με τοποθετήσεις «πλεοναζόντων» εκπαιδευτικών από τη Γενική Εκπαίδευση (οι «πλεονάζοντες» θα προκύψουν από τη μείωση των ωρών διδασκαλίας σε Νηπιαγωγεία, Δημοτικά και Γυμνάσια).
Οι «πλεονάζοντες» αυτοί αρκεί να έχουν παρακολουθήσει τα γνωστά σεμινάρια των 400 ωρών, τα οποία κατήγγειλαν στο παρελθόν όλες οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες.
Με άλλη τροπολογία ρυθμίζεται υποτυπωδώς η λειτουργία των φροντιστηρίων και των κέντρων ξένων γλωσσών.
Οι ιδιοκτήτες τους οφείλουν να καταθέτουν στην αρμόδια διεύθυνση εκπαίδευσης, το αναλυτικό εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων, απ’ όπου προκύπτει ο αριθμός των τμημάτων και των μαθητών κάθε τμήματος, οι ώρες διδασκαλίας κάθε μαθήματος και ο διδάσκων εκπαιδευτικός κάθε διδακτικής ώρας.
Οφείλουν επίσης να καταθέτουν αντίγραφο των συμβάσεων εργασίας που συνάπτουν με τους εκπαιδευτικούς, ώστε να γίνεται έλεγχος των τυπικών προσόντων.
Το εβδομαδιαίο ωράριο πλήρους διδακτικής απασχόλησης καθορίζεται στις 21 ώρες και η συμπλήρωσή του αντιστοιχεί σε 25 ένσημα μηνιαίως, ανεξαρτήτως της κατανομής των διδακτικών ωρών μέσα στην εβδομάδα.
Σημειώνουμε ότι η τροπολογία αυτή είναι «πίσω» από τη ρύθμιση που προέβλεπε για τα φροντιστήρια η πρότερη ρύθμιση Φίλη, που ουδέποτε ψηφίσθηκε, αφού το άρθρο 40, που περιλάμβανε τις σχετικές διατάξεις, ουδέποτε ήρθε στη Βουλή με την κατάθεση του νομοσχέδιου για την Ερευνα.
Δεν καθορίζονται οι διακοπές και οι αργίες των φροντιστηρίων και των κέντρων ξένων γλωσσών, απλά προβλέπεται ότι οι εκπαιδευτικοί αμείβονται με προσαυξημένες αποδοχές σε περίπτωση απασχόλησής τους κατά τη διάρκειά τους (και εδώ χωράει πολλή συζήτηση, καθόσον το όργιο που επικρατεί στην αγορά εργασίας είναι τεράστιο).
Σημειώνουμε επίσης με νόημα ότι δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη για την απαγόρευση λειτουργίας φροντιστηρίων στο πλαίσιο των ιδιωτικών σχολείων, πρόβλεψη που υπήρχε στην αρχική απόπειρα Φίλη.
Τότε το άρθρο 40 προέβλεπε ότι «Στα ιδιωτικά σχολεία απαγορεύεται η χορήγηση άδειας φροντιστηρίου και άδειας κέντρου ξένων γλωσσών».
Και με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, το υπουργείο Παιδείας ομολογούσε ότι και «Στα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν σήμερα εσωτερικά φροντιστήρια χωρίς να υφίσταται επ’ αυτών ο απαραίτητος έλεγχος από το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους, αλλά και όσον αφορά στον έλεγχο των τυπικών τους προσόντων και του εν γένει εργασιακού καθεστώς του προσωπικού που απασχολείται σε αυτά, γεγονός το οποίο αφενός δεν είναι σύμφωνο με την συνταγματικά θεσπισμένη εποπτεία του Κράτους στην ιδιωτική εκπαίδευση, αφετέρου υποβαθμίζει την ποιότητα των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, μερικές φορές θέτοντας και σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία και ασφάλεια των μαθητών».
♦ Τέλος, με τροπολογία καταργείται η διάταξη του νόμου Διαμαντοπούλου, σύμφωνα με την οποία διαγράφεται αυτοδίκαια από το Πανεπιστήμιο ο φοιτητής που δεν ανανεώνει την εγγραφή του για δυο συνεχόμενα εξάμηνα. Οι φοιτητές αυτοί επανεγγράφονται με έγγραφη αίτησή τους στη Σχολή.
Η φιλεκπαιδευτική αυτή ρύθμιση είναι σταγόνα στον ωκεανό των αντεργατικών ρυθμίσεων που έχει φορτωθεί στην καμπούρα της η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της τα μνημονιακά χρόνια απ’ όλες τις κυβερνήσεις που ανέλαβαν ασμένως να υπηρετήσουν τον καπιταλισμό.
Γιούλα Γκεσούλη