Μπορεί η Διαμαντοπούλου να ξιφουλκούσε ενάντια στο νόμο Στυλιανίδη για τα κολέγια, να προχωρούσε σε δημαγωγικές κινήσεις αφαίρεσης των 40 αδειών λειτουργίας, που είχαν δοθεί εσπευσμένα τις παραμονές των βουλευτικών εκλογών, όλα τούτα, όμως, αποδείχτηκαν αέρας κοπανιστός. Αφού έφτιαξε το κατάλληλο κλίμα για να αποκοιμίσει κυρίως το φοιτητικό κίνημα, αλλά και την εργαζόμενη κοινωνία που αντιδρούσε στο ενδεχόμενο «ανωτατοποίησης» των μαγαζιών-κολεγίων και στην ουσιαστική κατεδάφιση του άρθρου 16 του Συντάγματος, η υπουργός Παιδείας, προχώρησε στα επόμενα βήματα, έχοντας αμέριστη βοήθεια από τα παπαγαλάκια του αστικού Τύπου, που υποβάθμιζαν στο εξής συνειδητά όλες τις επόμενες ενέργειες. Καταρχήν, το ΣτΕ ενέκρινε το ΠΔ, με το οποίο ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η ευρωπαϊκή οδηγία 2005/36/ΕΚ για τα επαγγελματικά προσόντα, βάσει της οποίας αναγορεύονται ουσιαστικά σε ιδιωτικά πανεπιστήμια τα κολέγια που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Αφού το ΠΔ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως (ΠΔ 38, ΦΕΚ 78/25 Μαΐου 2010), η υπουργός Παιδείας προχώρησε σε αλλαγές -και όχι σε κατάργηση, όπως αρχικά άφηνε σκόπιμα να εννοηθεί- στο νόμο 3696/2005 (νόμος Στυλιανίδη), που καθορίζει τους όρους για τις άδειες ίδρυσης και λειτουργίας των κολεγίων. Αλλαγές επουσιώδεις, που αφαιρούν κυρίως τη λογοκοπία Στυλιανίδη (απαραίτητη για το σύστημα εκείνη την περίοδο, που δεν είχε χαθεί ακόμα ο απόηχος του κινήματος υπεράσπισης του άρθρου 16), ειδικά σε ζητήματα όπως αυτό του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, των επιχειρήσεων αυτών εμπορίας ελπίδων, και προσαρμόζουν και αυτές τις διατάξεις στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής οδηγίας. Οι τροποποιήσεις στο νόμο Στυλιανίδη αναφέρονται στο άρθρο 45 του γνωστού πολυνομοσχέδιου της Διαμαντοπούλου που φέρει τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού-καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και άλλες διατάξεις».
Σύμφωνα με αυτές:
♦ Τα κολέγια μετονομάζονται σε Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (ΚΕΜΕ), για να εξυπηρετηθεί η ανάγκη υποτίμησης του θέματος και να κρατηθούν η φοιτητική νεολαία και η εργαζόμενη κοινωνία εν υπνώσει.
♦ Καταργείται το Γραφείο Κολεγίων και μετονομάζεται σε Τμήμα Κέντρων Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης, το οποίο υπάγεται στη Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Ενωσης του υπουργείου Παιδείας, για να μην ξεχνιόμαστε ως προς το ποιος έχει τον πρώτο λόγο στη μπίζνα αναγνώρισης των κολεγίων.
♦ Επαναλαμβάνεται η γνωστή παπάρα του νόμου Στυλιανίδη για την «πληρότητα του προγράμματος σπουδών», ώστε σε επίπεδο απλής έστω αναφοράς, να εξακολουθήσει να αναπαράγεται η δημοκοπία. Αφαιρούνται, όμως, όλες οι φιοριτούρες της παλιάς Υπουργικής Απόφασης 129450/Δ6/8-10-2008, άρθρο 2, που εξειδίκευε τα κριτήρια για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στα κολέγια, διά των οποίων επιδιώκονταν να καλλιεργηθεί η αυταπάτη, ότι δήθεν το ελληνικό κράτος μπορεί να παρέμβει και να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο στα προγράμματα σπουδών των κολεγίων.
Τώρα, αναφέρεται ότι «σε περίπτωση σύμπραξης με εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, κατά το άρθρο 10 του νόμου αυτού (νόμος Στυλιανίδη), η συνδρομή του κριτηρίου αυτού (δηλαδή της πληρότητας του προγράμματος σπουδών) αποδεικνύεται με την υποβολή εγκεκριμένου από το εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής αναλυτικού προγράμματος σπουδών και βεβαίωσης αξιολόγησής του από την εθνική αρχή διασφάλισης ποιότητας ή τον κατά το δίκαιο της έδρας αρμόδιο φορέα πιστοποίησης, εφόσον η βεβαίωση αυτή προβλέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου εδρεύει το ίδρυμα». Τα παραπάνω λέγονται για να υπάρξει ταυτοποίηση με αυτά που ορίζει η ευρωπαϊκή οδηγία 2005/36 και το ΠΔ που την ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο.
Θυμίζουμε ότι τα «πτυχία» των κολεγίων αποδίδονται από τα ξένα πανεπιστήμια, με τα οποία αυτά έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης και ως εκ τούτου, όπως ορίζει σαφώς η ευρωπαϊκή οδηγία, αλλά και το ΠΔ, το κράτος υποδοχής (δηλαδή η Ελλάδα) οφείλει να τα αποδεχτεί και να περιοριστεί σε τυπικούς ελέγχους επαλήθευσης των στοιχείων με τις αρμόδιες αρχές του κράτους που εξέδωσε τους τίτλους (κράτος προέλευσης). Θυμίζουμε επίσης ότι πουθενά δε γίνεται μνεία στο περιεχόμενο σπουδών, πουθενά δε γίνεται λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα, ούτε για το ποιόν του εκπαιδευτικού προσωπικού. Αλλωστε, έχει διακηρυχθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που καταδίκασε την Ελλάδα για τη χρονοτριβή στην ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας και από της Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι «ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, ενώ και η Διαμαντοπούλου δήλωσε, καταρτίζοντας το σχέδιο για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, ότι ουδεμία αξία έχει η ποιότητα της εκπαίδευσης που βρίσκεται πίσω από ένα δίπλωμα, παρά μόνο «τα αποτελέσματα των μαθησιακών δραστηριοτήτων».
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία και το ΠΔ, στην χειρότερη περίπτωση, όταν η Ελλάδα έχει «δικαιολογημένες αμφιβολίες» για τους τίτλους εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί, «οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο». Πέραν της απλής επαλήθευσης, στην οποία πρέπει να αρκεστεί το ελληνικό κράτος, έχει το δικαίωμα στην περίπτωση των «δικαιολογημένων αμφιβολιών» να επιβάλει στον αιτούντα την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, δοκιμασία επάρκειας ή πρακτική άσκηση διάρκειας το πολύ τριών ετών.
♦ Επαναλαμβάνονται οι ίδιες με το νόμο Στυλιανίδη ανέξοδες διακηρύξεις για την ποιότητα του διδακτικού προσωπικού, όταν, όπως ήδη αναφέραμε, αυτές απουσιάζουν από την ευρωπαϊκή οδηγία και το ΠΔ. Επαναλαμβάνεται και η προκλητική και χυδαία διάταξη ότι «δεν απαιτείται η κατοχή των τίτλων σπουδών (πτυχίο πανεπιστημίου, μεταπτυχιακό, διδακτορικό) για τη διδασκαλία γνωστικών αντικειμένων, για τα οποία επαρκούν μόνο ειδικές τεχνικές ή πρακτικές δεξιότητες». Η μόνη διαφορά από την παλιά ΥΑ του νόμου Στυλιανίδη, στο συγκεκριμένο σημείο, είναι ότι η Διαμαντοπούλου απαιτεί με τη νέα ΥΑ, όχι πενταετή εμπειρία από τον «διδάσκοντα» χωρίς πτυχίο, αλλά επταετή, για να προσδώσει τάχαμου μια επίφαση αυστηρότητας.
♦ Επίφαση αυστηρότητας προσπαθεί να προσδώσει επίσης η πρόβλεψη ότι η οικονομοτεχνική μελέτη βιωσιμότητας με ορίζοντα τριετίας, πρέπει να υπογράφεται από οικονομολόγο κάτοχο άδειας Α΄ τάξεως και όχι από το διευθυντή του κολεγίου, που όριζε η παλιά ΥΑ (λες και αυτός δε μπορεί να «λαδωθεί» από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης).
♦ Ο «έλεγχος» και η «αξιολόγηση» των Κέντρων Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης γίνεται από το ΕΚΕΠΙΣ και όχι από το υπουργείο Παιδείας. Επιχειρείται να δειχθεί ότι ο «έλεγχος» μεταβιβάζεται σε μια «ανεξάρτητη» Αρχή, που έχει την «τεχνογνωσία». Τα περί «ανεξαρτησίας» είναι απλώς γελοία, όσο δε για τον περιβόητο «έλεγχο», αρκεί να δούμε τα όσα περιγράψαμε παραπάνω.
Σε συνέχεια των τροποποιήσεων του νόμου Στυλιανίδη, το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε πρόσφατα και τη σχετική ΥΑ, που εξειδικεύει τα κριτήρια αδειοδότησης και λειτουργίας των ΚΕΜΕ. Σε αυτήν επαναλαμβάνονται όλες οι γνωστές αναφορές του νόμου Στυλιανίδη και της παλιάς ΥΑ, που επιδιώκουν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση μιας «επαρκούς» υλικοτεχνικής υποδομής, που προσιδιάζει σε «σοβαρά» ιδρύματα, που εξακολουθούν, παρά τις άνωθεν υποτίθεται συστάσεις και απειλές, αλλά και απαγορευτικές διατάξεις του νόμου, να διαφημίζονται ανενόχλητα ως πανεπιστημιακοί οργανισμοί. Ολα τούτα, όμως, γίνονται σκόνη, όταν προσδιορίζεται ο ελάχιστος συνολικός χώρος του ΚΕΜΕ, ίδιος κι απαράλλαχτος με αυτόν του νόμου Στυλιανίδη, που ορίζεται στα 300 τ.μ.(!), όσο δηλαδή μια άνετη μεζονέτα των βορείων προαστίων. Πανεπιστήμιο των 300 τ.μ. λοιπόν, για να βγάλετε τα συμπεράσματά σας. Διατηρείται επίσης χωρίς αλλαγή και η εγγυητική επιστολή, που ορίζεται στα 500.000 ευρώ.
Με βάση τις «νέες» διατάξεις του τροποποιημένου νόμου Στυλιανίδη και την ΥΑ, καλούνται οι έμποροι της γνώσης να υποβάλουν ξανά αιτήσεις για χορήγηση άδειας λειτουργίας. Ισως κάποιες από τις παλιές άδειες λειτουργίας «κοπούν», για να φανεί ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είναι αυστηρή και προασπίζει τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, αφού βέβαια θα έχει νομιμοποιήσει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας, κουρελιάζοντας το Σύνταγμα. Αλλωστε το διεμήνυσε και η υφυπουργός Παιδείας Χριστοφιλοπούλου: «Οι σοβαροί εκπαιδευτικοί οργανισμοί δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν παρά μόνο να ωφεληθούν από το νέο θεσμικό πλαίσιο και την πιστοποίησή τους».
Γιούλα Γκεσούλη