Με όλες τις ενέργειές της η κυβέρνηση δηλώνει ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει άμεσα στην αλλαγή του νόμου – πλαίσιου για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ, και στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Και τούτη η πρεμούρα της δεν πρόκειται να χαλιναγωγηθεί αν δεν την ακυρώσει στην πράξη ένας μαζικός, έντονος , μαχητικός και διαρκής αγώνας των φοιτητών πρωτίστως, αλλά και των πανεπιστημιακών και γενικότερα της εργαζόμενης κοινωνίας.
Σημάδια έχουμε ήδη στα Πανεπιστήμια, όπου διογκώνεται μέρα με τη μέρα ένα κίνημα καταλήψεων. Προς το παρόν όμως η κυβέρνηση εμφανίζεται αδιάλλακτη και αυτό το έκανε σαφές και κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή (Παρασκευή 26 Μαϊου). Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτή η αδιαλλαξία, γιατί τόση πρεμούρα;
Η κυβέρνηση επείγεται ν’ αλλάξει το νόμο πλαίσιο, γιατί θέλει να δημιουργήσει το κατάλληλο φόντο, πάνω στο οποίο θα δρομολογηθούν στη συνέχεια όλες οι κατευθύνσεις που όρισε η διαβόητη Διακύρηξη της Μπολόνια και θα γίνουν πράξη οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι της Ε.Ε.
Η αναμόρφωση του νόμου πλαίσιου είναι το βήμα για να διευκολυνθεί η υλοποίηση των αποφάσεων της Μπολόνια. Παρόμοια βήματα είναι και η αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, η θέσπιση του ΔΟΑΤΑΠ και τα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης, που αποτελούν ήδη νομοθετήματα. Πριν θυμίσουμε τι προβλέπει η κακόφημη Διακύρηξη της Μπολόνια, ας δούμε τις βασικές παραμέτρους της αναμόρφωσης του νόμου πλαίσιου, έτσι όπως σκιαγραφούνται μέσα από το πόρισμα της «Επιτροπής των σοφών» του ΕΣΥΠ και από την ομιλία του Καραμανλή στη Βουλή. Ετσι θα κατανοήσουμε καλύτερα την απόλυτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους δύο πόλους (το νόμο πλαίσιο, τα ιδιωτικά ΑΕΙ και τη Μπολόνια).
Τι επιδιώκει, λοιπόν, και τι στόχους έχει ο περιορισμός των σπουδών σε ν+2 έτη; (όπου ν ο κανονικός χρόνος σπουδών για κάθε σχολή). Επιδιώκει να πετάξει έξω από το Πανεπιστήμιο όσους καταρχήν δεν έχουν την «πολυτέλεια» μόνο να σπουδάζουν και παράλληλα αναγκάζονται να εργάζονται ή να διακόπτουν τις σπουδές τους για κάποιο διάστημα. Επιδιώκει δηλαδή άμεσα να περιορίσει τον αριθμό των φοιτητών στο προπτυχιακό επίπεδο και ασφαλώς να κόψει κάθε τυχόν γέφυρά τους με τον αναβαθμισμένο κύκλο των μεταπτυχιακών. Μεγαλώνει συνεπώς το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Με δεδομένο ότι οι «αιώνιοι φοιτητές» δεν επιβαρύνουν το Πανεπιστήμιο, εκείνο που συνάγεται είναι ότι επιδιώκεται να δοθεί ένα μήνυμα στην εργαζόμενη κοινωνία ότι το Πανεπιστήμιο είναι αυστηρά ένας χώρος στενής και τυπικής μάθησης, τύπου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εντατικών σπουδών, ένας χώρος προσφοράς υπηρεσιών, μέσα στον οποίο η «αποδοτικότητα» και η «ανταποδοτικότητα» είναι κυρίαρχες αξίες. Να δοθεί το μήνυμα ότι τελειώσαμε με τις θεωρίες περί ελευθερίας των ιδεών και έκφρασης τολμηρών και ανεξάρτητων απόψεων. Να δοθεί το μήνυμα ότι η γνώση πρέπει να είναι απόλυτα στοχευμένη και επομένως μερική και τρέχουσα, ταχύρρυθμη, καθορισμένη σε αυστηρά χρονικά πλαίσια, να εξασθενίσει η ιδέα της αυταξίας της και να γίνει κατανοητό σε όλους ότι η πρόσβαση σ’ αυτήν δεν μπορεί να είναι ελέυθερη ούτε να αφορά όλους.
Το αυταρχικό πνεύμα και το αυστηρό καναλιζαρισμένο πλαίσιο λειτουργίας ενός απλού μεταλυκειακού ιδρύματος (έτσι θα καταντήσει το Πανεπιστήμιο) επιτυγχάνεται και μέσω του περιορισμού και τελικά της κατάργησης του Πανεπιστημιακού ασύλου, της άλλης βασικής παραμέτρου του πορίσματος της επιτροπής του ΕΣΥΠ και πρώτης προτεραιότητας της κυβέρνησης. Στόχος είναι να χτυπηθεί κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δράση, κάθε έκφραση συλλογικής σκέψης και δράσης, να επιβληθεί ο νόμος της σιωπής, όπως ακριβώς ταιριάζει σε μια καπιταλιστική επιχείρηση. Σε τούτη την Επιχείρηση- Πανεπιστήμιο, τα πάντα πουλιούνται και αγοράζονται (άρα και οι μόνοι που έχουν θέση είναι οι έχοντες και κατέχοντες. Εξού και τα ν+2 έτη). Θεοποιείται και αναγορεύεται σε υπέρτατη αξία η «ανταποδοτικότητα». Καταργούνται, λοιπόν, τα δωρεάν συγγράματα και κάθε φοιτητική μέριμνα. Ο φοιτητής ανταμείβεται με «ανταποδοτικές υποτροφίες», παύει να τον ενδιαφέρει το επιστημονικό του αντικείμενο και η εξέλιξή του διακατέχεται σ’ όλη του τη ζωή -αφού αποφοιτήσει- από το άγχος να ξεπληρώσει το χρέος των σπουδών του.
Η περίφημη «αυτοτέλεια» και «αυτοδιοίκηση» των Πανεπιστημίων, που «κατοχυρώνεται» επίσης από το νέο νόμο πλαίσιο, είναι μια αυταπάτη και μια τεράστια πομφόλυγα και είναι η πρόφαση για να απομακρυνθεί σιγά-σιγά το κράτος από την υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί -και μάλιστα, ως όφειλε, γενναία- τα δημόσια Πανεπιστήμια. Τα Πανεπιστήμια πρέπει από μόνα τους να νοιάζονται για την οικονομική τους επιβίωση, προσφεύγοντας σε πηγές χρηματοδότησης όπως ιδιώτες, επιχειρήσεις, ιδιωτικοοικονομική διαχείρηση της περιουσίας τους κ.λ.π. Θα πρέπει να βγαίνουν στην αγορά να διαφημίζουν την πραμάτεια τους, να ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους επιδιώκοντας να προσελκύσουν σπόνσορες.
Στη λογική αυτή ταιριάζει απόλυτα και ο «μάνατζερ», που προβλέπεται να τοποθετηθεί σε κάθε ίδρυμα-επιχείρηση. Για να οργανώνει με τους καλύτερους όρους τούτο το οικονομικό διαρκές αλισβερίσι του Πανεπιστήμιου με τις επιχειρήσεις. Και η δουλειά του οποίου φυσικά θα κρίνεται και θα αξιολογείται από το πόσο εξυπηρετεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Οι «στοχευμένες μεταρρυθμίσεις» που επικαλείται ο Καραμανλής στη Βουλή, που θα εξασφαλίσουν «πραγματική αυτονομία, ευέλικτη διοικητική αυτοτέλεια, αποτελεσματική οικονομική διαχείριση, αλλά και δυνατότητες προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων» αυτά όλα ακριβώς εννοούν. Και το τετραετές συμβόλαιο με τα Ιδρύματα (ο «Τετραετής ακαδημαϊκός αναπτυξιακός προγραμματισμός»), που επικαλείται και δηλώνει ότι θα εμπεριέχεται στο νόμο πλαίσιο, αυτά ακριβώς θα κατοχυρώνει. Την εξάρτηση του Πανεπιστήμιου από τις επιχειρήσεις, απ’ το βαθμό της οποίας θα κρίνεται και θα αξιολογείται η αξία του, η ανταγωνιστική του αξία στον οίκο του εμπορίου της μόρφωσης. Το αποτέλεσμα δε τούτης της αξιολόγησης είναι να καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής χρηματοδότησης τα Πανεπιστήμια που έχουν τις περισσότερες διασυνδέσεις με τις επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων έχουν αναλάβει εντεταλμένες έρευνες.
Καλό και ωφέλιμο και άξιο να ερευνηθεί -και επομένως να διευρυνθεί και να μεγαλώσει και η γνώση- θα είναι μόνο ό,τι προωθεί την κερδοφορία των επιχειρήσεων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και όχι ό,τι ωφελεί γενικά τον Ανθρωπο. Επιστήμες, των οποίων τα αντικείμενα δεν έχουν άμεση χρηστική αξία για το κεφάλαιο θα ατονήσουν και θα περιπέσουν σε δυσμένεια, θα απειλούνται με αφανισμό.
Δίπλα και συμπληρωματικά προς το νόμο πλαίσιο στέκει η άλλη «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης Καραμανλή για την κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, της οποίας , όμως, το ειδικό βάρος είναι ιδιαίτερο, αφού μέσα απ’ τον «υπέρτατο νόμο» του αστικού κράτους δίνεται το μήνυμα στο κεφάλαιο να μπει και ν’ αλωνίσει στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Δίνεται το μήνυμα στην εργαζόμενη κοινωνία ότι το Πανεπιστήμιο είναι χώρος για λίγους και εκλεκτούς και στα «καταξιωμένα» του Ιδρύματα έχει δικαίωμα πρόσβασης μόνο μια μικρή ελίτ. Για την «πλέμπα» του λαού αρκούν τα Ιδρύματα μεταλυκειακής κατάρτισης τύπου ΚΕΣ (Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών), τα οποία νομιμοποιούνται και «ανωτατοποιούνται». Αν θυμηθούμε στο σημείο αυτό τις κατευθύνσεις της Διακήρυξης της Μπολόνια θα αντιληφθούμε πως αυτή, ο νόμος πλαίσιο και τα ιδιωτικά ΑΕΙ είναι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η Διακήρυξη της Μπολόνια αποτελεί το νέο «Ευαγγέλιο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τις ΗΠΑ, απέρριψε την ιδέα της ποιότητας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για τους πολλούς. Οι σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς και το πρότυπο του φθηνού απασχολήσιμου επιβάλλουν γρήγορη, φθηνή, μερική γνώση για τους πολλούς (την οποία θα αντικαθιστούν επίσης γρήγορα, αλλά ακριβοπληρωμένα στα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης), γνώση που γρήγορα θα αποχτιέται και γρήγορα θα χάνεται και που δεν θα είναι δυνατόν να εμπλουτίσει κανείς μόνος του με την αυτομόρφωση, αφού δεν θα διαθέτει πλατύ και στέρεο υπόβαθρο γενικών γνώσεων, γενόμενος αναγκαστικά υποχείριο και υποτακτικός του καπιταλιστικού συμφέροντος. Για την ελίτ της αφρόκρεμας της καπιταλιστικής κοινωνίας προορίζονται τα ελάχιστα «κέντρα αριστείας», που παραμένουν ανέγγιχτα απ’ τη Μπολόνια και οι μεταπτυχιακοί κύκλοι σπουδών.
Βασική, λοιπόν, τομή της Μπολόνια είναι η κατάτμηση των σπουδών σε δυο κύκλους. Εναν τριετή προπτυχιακό και έναν μεταπτυχιακό που θα οδηγεί σε μάστερ ή διδακτορικό. Στον μεταπτυχιακό κύκλο μεταφέρεται μέρος της βασικής γνώσης και η πρόσβαση σ’ αυτόν περιορίζεται σε όλο και λιγότερους φοιτητές μέσα από ένα σύστημα αυστηρής επιλογής και γενίκευσης των τσουχτερών διδάκτρων. Οι σπουδές παύουν να είναι ενιαίες ανά επιστήμη και δεν οδηγούν σε ενιαίο πτυχίο. Αντί των ενιαίων σπουδών, που εξασφαλίζουν την εσωτερική ενότητα της κάθε επιστήμης, καθιερώνεται ένα σύστημα διδακτικών μονάδων, που οδηγούν σε πτυχία- άθροισμα τυχαίων και αμφιλεγόμενων (ως προς την ποιότητά τους) διδακτικών μονάδων, αφού αυτές μπορούν να συγκεντρώνονται και από συστήματα εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων δια βίου εκπαίδευσης, αρκεί αυτά ν’ αναγνωρίζονται από τα εμπλεκόμενα Πανεπιστήμια υποδοχής (καλή ώρα τα ΚΕΣ, που συνεργάζονται με Πανεπιστήμια του εξωτερικού).
Τα Πανεπιστήμια οφείλουν να υιοθετήσουν συστήματα που θα εξασφαλίζουν «αναγνωρισιμότητα» και «συγκρισιμότητα» ώστε να διευκολύνεται η «κινητικότητα» των φοιτητών, που αντιμετωπίζονται ως «πελάτες». Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να θεσπίσουν και το Συμπλήρωμα Διπλώματος, που θα αποδεικνύει την «ταυτότητα» του φοιτητή έναντι του μελλοντικού του εργοδότη. Αναγκαίο βήμα για τη δημιουργία του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης -με ορίζοντα το 2010- θεωρήθηκε η αξιολόγηση (η «Διασφάλιση της Ποιότητας» (sic!).
Και Θεός πάντων η αγορά, στα κελεύσματα της οποίας καλούνται να υπακούσουν όλες οι αναδιορθώσεις.