Οταν οι ισορροπίες είναι τόσο λεπτές και οι συσχετισμοί τέτοιοι που η απόφαση για συνέχιση του αγώνα δεν είναι σίγουρη, οι πολιτικές αγκυλώσεις θα έπρεπε να παραμερίζονται. Αυτό όμως κάποιοι δεν το αντιλαμβάνονται.
Δεν είναι μόνο ο Περισσός, ο οποίος μας έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους πρακτικές, μιας και δεν είναι η πρώτη φορά που εμμένει στη θέση του αδιαφορώντας για την εξέλιξη του αγώνα, αλλά και τα ΕΑΑΚ, όπως αποδείχτηκε στις γενικές συνελεύσεις σχολών του Πολυτεχνείου, που αποφάσιζαν πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της συνέχισης των καταλήψεων.
Οταν οι φοιτητές του Περισσού αντιλήφθηκαν ότι η κατάσταση είναι πολύ ρευστή και η απόφαση για κατάληψη δεν είναι σίγουρη, οπότε θα χρεώνονταν ένα πισώπλατο χτύπημα στον αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων, έκαναν μια υποχώρηση. Και καλώς έπραξαν, βγαίνοντας μάλλον και εκτός γραμμής. Πρότειναν ένα διαφορετικό τρόπο ψηφοφορίας. Η πρότασή τους ήταν να τεθεί πρώτα σε ψηφοφορία το κρίσιμο ζήτημα (ανοιχτή ή κλειστή σχολή;) και μετά να γίνει ξεχωριστή ψηφοφορία για τα πολιτικά πλαίσια. Ετσι, θα μπορούσαν να ψηφίσουν και αυτοί υπέρ της κατάληψης, πράγμα που σε διαφορετική περίπτωση δε θα έκαναν, καθώς διαφωνούν και με το πολιτικό πλαίσιο των ΕΑΑΚ (πόσο μάλλον με της ΑΡΕΝ, της φοιτητικής παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ).
Ανεξάρτητα από το οπορτουνιστικό κίνητρο της πρότασής τους, οι συνάδελφοι του Περισσού έχουν δίκιο, και το λέμε εμείς που βρισκόμαστε μονίμως σε ανταγωνιστική σχέση απέναντί τους. Δε θα πρέπει να συμφωνεί κάποιος απόλυτα με το πολιτικό πλαίσιο που θέτει η τάδε ή η δείνα παράταξη για να συμφωνήσει στα μέσα πάλης που εξυπηρετούν στην εκάστοτε χρονική στιγμή τους σκοπούς του κινήματος. Η διαδικασία των γενικών συνελεύσεων θα έπρεπε να βασίζεται σε ένα τέτοιο μοντέλο, το οποίο επιτρέπει σε όλους να εκφράζουν την άποψή τους επί του πρακτέου (διά της ψήφου τους) και όχι να εκβιάζονται να συνταχθούν με τη γενική πολιτική κατεύθυνση μιας παράταξης. Ετσι γινόταν στο φοιτητικό κίνημα την εποχή των ιστορικών αγώνων του, αλλά δυστυχώς εδώ και αρκετά χρόνια έχει επικρατήσει η λογική των «πλαισίων» και των «μπλοκ», που μεταφέρει στις φοιτητικές συνελεύσεις την πρακτική του αστικού κοινοβούλιου.
Βέβαια, από τη στιγμή που οι άλλες δυνάμεις δε δέχτηκαν αυτή τη διαδικασία, η παράταξη του Περισσού θα έπρεπε να κοιτάξει πώς θα συνδιαμορφώσει ένα πλαίσιο με τις υπόλοιπες δυνάμεις που τάσσονται υπέρ του αγώνα και να μην το συζητάνε καν, ειδικά σε μία από τις πιο κρίσιμες καμπές αυτού του αγώνα.
Την ίδια τακτική, αυτή της εμμονής στη λογική του «πλαισίου», αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα, ακολούθησαν και τα ΕΑΑΚ και η ΑΡΕΝ. Δε δέχτηκαν να συζητήσουν την πρόταση του Περισσού με το επιχείρημα ότι «οι διαδικασίες του φοιτητικού συλλόγου είναι καθορισμένες και δεν μπορούν να αλλάξουν έτσι απλά». Αλήθεια, υπάρχει σε κάποιο καταστατικό αποτυπωμένη αυτή η διαδικασία, ώστε να είναι υποχρεωτική, ή απλώς πρόκειται για μια εθιμική διαδικασία της τελευταίας εικοσαετίας; Δεν δείχνει η εμπειρία του φοιτητικού κινήματος (και όχι μόνο), ότι οι διαδικασίες δεν είναι νεκρό γράμμα, αλλά αλλάζουν και πρέπει να αλλάζουν όταν το απαιτεί το συμφέρον του κινήματος; Θα μπορούσαν κάλλιστα να αλλάξουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να εξασφαλιστεί η απόφαση για κατάληψη και να υπηρετηθεί ο ύψιστος σκοπός του κοινού αγώνα με τους απεργούς εργαζόμενους.
Οποιος τάσσεται πραγματικά υπέρ του αγώνα των εργαζομένων του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ, κατά της διάλυσης του Πανεπιστημίου και των απολύσεων, όποιος θεωρεί ότι ο αγώνας αυτός αφορά την Παιδεία και εμπλέκει αναγκαστικά και τους φοιτητές, ως συναγωνιστές και όχι απλά ως αλληλέγγυους, οφείλει να ξεπερνά την πολιτική του ακαμψία και μπορεί εύκολα να βρει τον τρόπο να το κάνει, παραμερίζοντας οτιδήποτε αποκλιμακώνει και υπονομεύει τον αγώνα.
Ενας φοιτητής του ΕΜΠ