«…Να προχωρήσουν όλα ομαλά, προκειμένου για τους διευθυντές (διευθύνσεων) και τους προϊσταμένους (γραφείων) οι οποίοι καταλαβαίνετε ότι είναι βασικοί στην εκπαίδευση. Δηλαδή αυτοί είναι οι κατευθυντήριες γραμμές του συστήματος».
Μέσα σ’ αυτές τις δυο προτάσεις, η υπουργός Παιδείας, αποδίδει με σαφήνεια το χαρακτήρα της διοικητικής πυραμίδας της εκπαίδευσης. Η διοικητική πυραμίδα είναι ο θεματοφύλακας των στόχων και των συμφερόντων της εκπαιδευτικής πολιτικής, που χαράσσεται από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Οι άνθρωποι που την απαρτίζουν, είναι αυτοί μέσα από τους οποίους διοχετεύονται οι κατευθυντήριες γραμμές του συστήματος. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης. Και πέρα από την κομματική τους τοποθέτηση -που σαφώς πρέπει να συμπίπτει με το κυβερνών κόμμα, ώστε να εργάζονται ψυχή τε και σώματι για τις εκάστοτε επιλογές στην εκπαίδευση- πρέπει να διαθέτουν όλα εκείνα τα γνωρίσματα, που χαρακτηρίζουν γενικότερα έναν πιστό υπηρέτη και θεματοφύλακα του συστήματος.
Κοντολογίς, η Μ. Γιαννάκου, με τις παραπάνω φράσεις είπε αυτό που δεν εννοούν να καταλάβουν οι προοδευτικούληδες όλων των αποχρώσεων (ή μήπως το ξέρουν πολύ καλά, αλλά παριστάνουν τους αφελείς γιατί έτσι μπορούν να κρύψουν τις επιδιώξεις του ατομικού βολέματος;).
Οτι δηλαδή το σχολείο είναι ένας ισχυρός μηχανισμός του συστήματος, που για κανένα λόγο το σύστημα δεν μπορεί να εκχωρήσει σε κάποιον που βρίσκεται εκτός των τειχών του ή τάσσεται εναντίον του.
Τα «προσόντα» αυτά πρέπει να τα διαθέτει όλη η ιεραρχία της εκπαίδευσης και κυρίως αυτοί που τοποθετούνται σε πόστα-κλειδιά της εφαρμογής και του ελέγχου της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, όπως είναι οι προϊστάμενοι γραφείων και οι διευθυντές εκπαίδευσης.
Οι διευθυντές των σχολείων είναι βέβαια μέσα στο γενικό λογαριασμό, είναι όμως ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Με το βάρος όλης της υπόλοιπης διοικητικής πυραμίδας να τους πιέζει και τον πέλεκυ της απειλής της μη επανάκρισής τους για τη θέση του διευθυντή που κατέχουν (θέση που τους αποδίδει οικονομικά οφέλη, αλλά και απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα) από πάνω τους, είναι σίγουρο ότι δεν νοούνται να σηκώσουν κεφάλι στις εντολές των ανωτέρων και του υπουργείου Παιδείας.
Σε συντριπτικά ποσοστά (υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις για ξεκάρφωμα, που σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση στα ουσιώδη, αλλά δεν προβάλλουν και σοβαρές αντιστάσεις) είναι ευθυνόφοβοι, συντηρητικοί στη συμπεριφορά και απόλυτα «υπηρεσιακοί».
Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στους διευθυντές των σχολικών μονάδων, γιατί η θέση τους, που εκ των πραγμάτων είναι πιο κοντά στον εκπαιδευτικό, με τον οποίο τρώνε κάθε μέρα ψωμί κι αλάτι στο σχολείο, δημιουργεί ψευδαισθήσεις ότι δήθεν μπορεί να αποτελέσει έπαλξη απ’ την οποία μπορεί κάποιος να κονταροχτυπηθεί με την εξουσία ή και να την αλώσει (για τους πιο ξεφωνημένους «προοδευτικούς»).
Αλλωστε για την επιλογή και στη θέση του διευθυντή του σχολείου απαιτούνται τα ίδια κριτήρια με τις άλλες θέσεις της διοικητικής πυραμίδας. Αν δε μπει σε εφαρμογή και η αξιολόγηση, τότε αντιλαμβάνεστε ότι αναβαθμίζεται ο ρόλος τους και η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτούς και τους απλούς εκπαιδευτικούς γίνεται χάσμα.
Το μέγεθος της σύνταξης του κάθε μέλους της ιεραρχίας, από το πιο χαμηλό ως το πιο ψηλό, με το σύστημα και την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία, κρίνεται στην περίφημη συνέντευξη, ενώπιον των συμβουλίων επιλογής ή των Περιφερειακών Υπηρεσιακών Συμβουλίων (ΠΥΣΠΕ-ΠΥΣΔΕ) αν πρόκειται για διευθυντές σχολείων.
Τον μηχανισμό αυτό κομματικής επιλογής τον διατήρησε, όπως ήταν φυσικό, και η κυβέρνηση της ΝΔ στην Πρόταση Σχεδίου Νόμου για την Επιλογή των Στελεχών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, παρά τα μεγάλα λόγια με τα οποία μας βομβαρδίζει περί «αξιοκρατίας», «επανίδρυσης του κράτους» και τις προτροπές για σεμνά και ταπεινά.
20 μόρια στα 60 πιάνει αυτή η περίφημη συνέντευξη εντοπισμού της «προσωπικότητας και της γενικής συγκρότησης», ενώ όλα τα άλλα, τα λεγόμενα «αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια» (υπηρεσιακή κατάσταση-διδακτική εμπειρία, δηλαδή προϋπηρεσία, επιστημονική-παιδαγωγική συγκρότηση, δηλαδή διδακτορικά, μεταπτυχιακά, μετεκπαίδευση, επιμορφώσεις, ξένες γλώσσες, άλλα πτυχία, συγγραφικό έργο), συν τα μόρια από την επιτυχή συμμετοχή σε γραπτή δοκιμασία τύπου ΑΣΕΠ, πιάνουν σε σύνολο μόνο 40 μόρια.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την Πρόταση Σχεδίου Νόμου, η υπηρεσιακή κατάσταση μοριοδοτείται με 10 μονάδες, αν πρόκειται για σχολικούς συμβούλους και με 22 μονάδες αν πρόκειται για διευθυντές διεύθυνσης, προϊστάμενους γραφείων και διευθυντές σχολείων και η επιστημονική-παιδαγωγική συγκρότηση μοριοδοτείται με 26 μονάδες αν πρόκειται για σχολικούς συμβούλους και με 14 αν πρόκειται για όλους τους υπόλοιπους.
Η δε πολυδιαφημισμένη «γραπτή αντικειμενική διαδικασία τύπου ΑΣΕΠ», που θεσμοθετείται να γίνει άπαξ, εφόσον δεν λειτουργεί ακόμη η αξιολόγηση και μόνον για τις θέσεις των σχολικών συμβούλων, διευθυντών διεύθυνσης και προϊστάμενους γραφείων, μοριοδοτείται μόνο με 4 μονάδες.
Δηλαδή η κομματική τοποθέτηση και η έκφραση πειθήνιας συμπεριφοράς και υποταγής, που ελέγχονται μέσω της συνέντευξης, αποτελούν το δεύτερο σε βαρύτητα κριτήριο (20 μόρια) για τις κρίσεις. Είναι δε 5 φορές μεγαλύτερη η βαρύτητά της σε σχέση με την «αντικειμενική γραπτή διαδικασία».
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιτυχία στη γραπτή διαδικασία, που είναι τέτοια -επιτυχία- αν ο υποψήφιος απαντήσει στις 60 από τις 100 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, αποτελεί το εισιτήριο για τη συμμετοχή του υποψήφιου στην υπόλοιπη διαδικασία επιλογής. Η γραπτή διαδικασία επιλέχτηκε απ’ την κυβέρνηση για να ρίξει στάχτη στα μάτια σε αντιδιαστολή με τη συνέντευξη και για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των επικριτικών σχολείων για τα «γαλάζια παιδιά», από την εργαζόμενη κοινωνία κυρίως, γιατί όσον αφορά στην αντιπολίτευση αυτή παρά τους διαξιφισμούς «κατανοεί», μιας και η συνέντευξη ήταν και δική της επιλογή. Βέβαια, τον περίφημο «αντικειμενικό γραπτό διαγωνισμό», το νομοσχέδιο τον αποδυναμώνει στη συνέχεια, αποτιμώντας τον μόνο με 4 μονάδες, που τις συγκεντρώνει ο υποψήφιος με κάθε σωστή απάντηση πάνω από τις 60, που βαθμολογείται με 0,1 μόρια η κάθε μία.
Στην Πρόταση Σχεδίου Νόμου, η κυβέρνηση ορίζει πως το κριτήριο, που θα ισχύσει στη συνέχεια, μετά από μια τετραετία, που είναι η διάρκεια της πρώτης θητείας των στελεχών της εκπαίδευσης, για την επανεκλογή τους σε θέσεις της διοικητικής ιεραρχίας, θα είναι η αξιολόγηση του έργου τους. Από τώρα δηλαδή τους προειδοποιεί, αν θέλουν να ξαναδούν «φως», να φροντίσουν να μείνουν αμετακίνητοι στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής (της αντιεκπαιδευτικής στην πραγματικότητα) και να είναι ένθερμοι υποστηρικτές της. Η αξιολόγηση του έργου των στελεχών θα αντιστοιχεί στα υπόλοιπα 40 από τα 100 μόρια, που θα είναι σε τελική φάση (μετά την αξιολόγηση) τα συνολικά μόρια για κάθε υποψήφιο.
Σύμφωνα δε με τη Μ. Γιαννάκου, δεν αποτελεί καν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συζήτησης με κανέναν, αφού αυτή -η αξιολόγηση- αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο του κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ, για το οποίο την υπερψήφισε ο λαός! (αφού μας ψηφίσατε πληρώστε τώρα το μάρμαρο!).
Η ΝΔ και το υπουργείο Παιδείας, προσπαθούν να κλείσουν παράλληλα όλες τις τρύπες και να εξασφαλίσουν όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες, που θα προφυλάξουν το μηχανισμό επιβολής και ελέγχου της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής -και ειδικά τα ανώτερα πόστα του- από την εισβολή κάθε ανεπιθύμητου. Γι’ αυτό με την Πρόταση Σχεδίου Νόμου καθιερώνουν ως προϋπόθεση για την κατάληψη ανώτερης θέσης στη διοικητική ιεραρχία την προϋπηρεσία σε θέση διευθυντή σχολικής μονάδας. Πρώτα δηλαδή πρέπει ν’ αποδείξει κανείς στην πράξη από την κατώτερη θέση την οσφυοκαμψία του κι ύστερα να ανέβει σιγά-σιγά τα σκαλιά. Και όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό κάνει με τη σειρά του ακόμα πιο βαριά την ατμόσφαιρα και μέσα στο ίδιο το σχολείο.
Η κυβέρνηση δείχνει τη μεγαλοθυμία της στο κεφάλαιο των υποδιευθυντών των σχολικών μονάδων, συνεχίζοντας την ως τώρα γνωστή πρακτική. Αφήνει στους συλλόγους διδασκόντων να προτείνουν τους υποδιευθυντές, καλλιεργώντας τους την ψευδαίσθηση της συνδιοίκησης, αφού βέβαια έχει κατοχυρώσει προς το συμφέρον της τη συνολική λειτουργία της διοικητικής πυραμίδας. Μ’ αυτό τον τρόπο, πέρα απ’ τις αυταπάτες που επιδιώκει να σπείρει, τους καθιστά και συνυπεύθυνους στην αυταρχική διοίκηση και στις αντιεκπαιδευτικές κυρίαρχες επιλογές.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να φτύσουν τούτες τις «καραμέλες». Πρέπει να κατανοήσουν ότι ένα κίνημα υπεράσπισης των ταξικών τους συμφερόντων οφείλει και πρέπει να στέκεται ενάντια σε κάθε μορφή διεκδίκησης θέσεων στη διοίκηση της εκπαίδευσης, σε όλα της τα πόστα, απ’ την κορφή ως τα νύχια.
Γιούλα Γκεσούλη