Την πλήρη υποταγή της έρευνας στις δυνάμεις της αγοράς, την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου με την ενίσχυση αποκλειστικά των ευκαιριών για «έρευνες αιχμής», τη σύνδεση των αποτελεσμάτων της έρευνας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όχι ακαδημαϊκά με γνώμονα το όφελος της εργαζόμενης κοινωνίας και του ανθρώπου, προοιωνίζει το νέο νομοσχέδιο για την έρευνα και την τεχνολογία.
Το νομοσχέδιο αυτό, μαζί με το νόμο-πλαίσιο που ψηφίστηκε πέρυσι και το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά, που θα έρθει σε λίγο καιρό στη βουλή, θα βάλει την ταφόπλακα πάνω στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, ολοκληρώνοντας τη «μεταρρυθμιστική προσπάθεια» του Καραμανλή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Παρά τα μεγάλα λόγια για ενίσχυση της βασικής έρευνας, η οποία αποτελεί και το δεύτερο συστατικό της ύπαρξης των πανεπιστημίων μετά τη διδασκαλία (έστω τύποις, μιας και η υπάρχουσα δομή έχει μετατρέψει προ πολλού τα πανεπιστήμια και τους ερευνητές καθηγητές σε κυνηγούς ευρωπαϊκών και ιδιωτικών προγραμμάτων εφαρμοσμένης έρευνας), δίνεται έμφαση στα ερευνητικά κέντρα και ιδρύματα, ώστε η έρευνα να οργανώνεται απόλυτα με τους όρους και τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της αγοράς και τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζονται μόνο ως δεξαμενές ερευνητών, οι οποίοι για να αναπτύξουν ερευνητική δραστηριότητα και να χρηματοδοτηθούν πρέπει να διεκδικήσουν ανταγωνιστικά τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες που προβλέπει το νομοσχέδιο.
Ενα σημείο, που περνάει στα ψιλά και που όμως έχει τη σημασία του, είναι ότι το νομοσχέδιο προτρέχει της κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος. Ετσι στο άρθρο 2, στον ορισμό των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, αποφεύγεται η αναφορά στην έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος (που υπήρχε στο προηγούμενο σχέδιο νόμου). Αναφέρεται μόνο η διάκριση σε Πανεπιστημιακό Τομέα και Τεχνολογικό Τομέα. Προφανώς για να μην υπάρξουν προσκόμματα στις μελλοντικές εξελίξεις με την αναγνώριση των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών, αλλά και στο μερίδιο της έρευνας που ευελπιστούν να πάρουν τα «ανωτατοποιημένα» ΤΕΙ.
Το νομοσχέδιο, όπως ομολογείται και στην αιτιολογική έκθεση, έρχεται «να ενσωματώσει τα πορίσματα της ευρωπαϊκής πολιτικής και των σχετικών πρωτοβουλιών και οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την έρευνα», όπως αυτά καθορίστηκαν από τη στρατηγική της Λισσαβόνας. Η Ελλάδα, συνδεδεμένη στο άρμα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, καλείται να συνεισφέρει με τις δυνάμεις της (έστω τις ελάχιστες) στο στόχο να καταστεί η ΕΕ «η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον κόσμο». Καλείται δηλαδή να βοηθήσει τις ιμπεριαλιστικές ευρωπαϊκές χώρες να κερδίσουν πόντους στον ανταγωνισμό τους με τις δυνάμεις των ΗΠΑ, της Κίνας κ.λπ. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι οι επιλογές αυτές δεν εξυπηρετούν ταυτόχρονα και το ελληνικό κεφάλαιο.
Με βερμπαλιστική γλώσσα και εκφράσεις του τύπου «κοινωνία της γνώσης», «ευρωπαϊκός χώρος έρευνας», «αριστεία» και τα ρέστα, το νομοσχέδιο έχει στόχο, στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισσαβόνας, να θέσει οποιαδήποτε ερευνητική δραστηριότητα στην υπηρεσία της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου και να μετρήσει με βάση αυτό το στόχο την «αποτελεσματικότητα» αυτής της έρευνας.
Η «αποδοτικότητα» των ερευνητικών κέντρων και η «αποτελεσματικότητα» των ερευνητικών τους προσπαθειών θα συνδέεται και με τη χρηματοδότησή τους και θα κρίνεται με βάση ένα σύστημα διαρκούς εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης, ένα από τα κριτήρια της οποίας θα είναι η «αριστεία στην έρευνα αιχμής». Οπως αντιλαμβάνεστε όλοι θα τρέχουν να προσκυνούν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όταν η κρατική χρηματοδότηση είναι με το σταγονόμετρο.
Χρήσιμο να ερευνηθεί είναι αποκλειστικά ό,τι συμφέρει τις επιχειρήσεις και την αποκόμιση μέγιστου κέρδους, με έμφαση τις νέες τεχνολογίες. Κάθε ερευνητική προσπάθεια σε επιστήμες και τομείς, της οποίας τα αποτελέσματα μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμη εφαρμογή ευεργητική για τον άνθρωπο θα παραγκωνιστεί και θα ατονήσει. Γι’ αυτό και το νομοσχέδιο μόνο για ξεκάρφωμα στην ουσία, αναφέρει αόριστα δράσεις που αφορούν σε ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, ενώ ολόκληρο διαπνέεται από έντονο επιχειρηματικό πνεύμα. Αλλωστε, όπως η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία επεσήμανε «κεντρικοί άξονες του νομοσχεδίου είναι η αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων της έρευνας και η σύνδεση της επιστήμης με τη βιομηχανία, έτσι ώστε να επιτευχθούν απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα».
Για να εξασφαλιστεί ο απόλυτος έλεγχος και η υποταγή στη στρατηγική για την έρευνα και τεχνολογία, που χαράσσει η ελληνική αστική τάξη και η εκάστοτε κυβέρνηση που διαχειρίζεται τα συμφέροντά της, στην κατεύθυνση και των διεθνών υποχρεώσεών της στο πλαίσιο των καπιταλιστικών οργανισμών και των συμφωνιών, επικεφαλής του συστήματος έρευνας τίθεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός .
Συγκροτείται ένα συγκεντρωτικό, πολύπλοκο, γραφειοκρατικό διοικητικό και διαχειριστικό σύστημα, έξω από τα πανεπιστήμια, ώστε να εξασφαλιστούν συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, ασφάλειας και πειθάρχησης των επιστημόνων στην κυρίαρχη πολιτική για την έρευνα, που κάτω από κάθε πέτρα του ξεφυτρώνει και ένας καπιταλιστής και επιχειρηματίας.
Το σχεδιασμό και τη χάραξη της «εθνικής πολιτικής» για την έρευνα, καθώς και τη γενική πολιτική της κατανομής των σχετικών κονδυλίων, έχει η Διυπουργική Επιτροπή για την Ερευνα και την Τεχνολογία (ΔΕΕΤ), επικεφαλής της οποίας τίθεται ο πρωθυπουργός και μέλη της είναι σχεδόν το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου. Η ΔΕΕΤ εκτός από τη χάραξη της μακροπρόθεσμης στρατηγικής, έχει ως έργο την οριοθέτηση σαφών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων και τη διατύπωση προτάσεων για τους τρόπους και τις πηγές χρηματοδότησης.
Στη ΔΕΕΤ εισηγείται για τα πάντα (από την πολιτική της έρευνας ως την κατανομή των κονδυλίων) το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας και Τεχνολογίας. Στο 15μελές αυτό συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο, 5 μέλη του είναι «έγκριτα στελέχη του χώρου των επιχειρήσεων». Εκπρόσωπος των επιχειρηματιών υπάρχει και στα 5μελή Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια.
Τελειώνουν, λοιπόν, οι παλιές πασοκικές συνταγές της συγκρότησης τέτοιων οργάνων, όπου συμμετείχαν όλοι οι «κοινωνικοί και συνδικαλιστικοί φορείς» και όπου απαιτούνταν έγκριση της βουλής και περνάμε σε πιο άγρια νεοφιλελεύθερα μοντέλα, όπου δεν υπάρχει ρουθούνι από όλους αυτούς, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Γίνονται, λοιπόν, ξεκάθαρες πια οι προθέσεις. Μοναδικός «φορέας» που συμμετέχει στα όργανα λήψης αποφάσεων είναι οι επιχειρήσεις.
Την εφαρμογή και τη διαχείριση των δράσεων της βασικής, εφαρμοσμένης-τεχνολογικής έρευνας και καινοτομίας έχει ο Εθνικός Οργανισμός Ερευνας και Τεχνολογίας, που είναι ΝΠΙΔ.
Στο 5μελές Διοικητικό του Συμβούλιο, ένα μέλος προέρχεται επίσης από τον «ιδιωτικό τομέα».
Βασικό εργαλείο είναι το Εθνικό Πρόγραμμα για την Ερευνα και Τεχνολογία (ΕΠΕΤ), στο πλαίσιο του οποίου θα εκτελούνται ερευνητικά προγράμματα, εκπόνηση μελετών, εφαρμογών προγραμμάτων και δράσεων και η πραγματοποίησή τους μπορεί να γίνεται από δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ενώσεις προσώπων, ακόμη και φυσικά πρόσωπα από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ολόκληρο το νομοσχέδιο δημιουργεί τους όρους ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της έρευνας, με όρους μάλιστα ρεμούλας. Χαρακτηριστικές είναι οι απευθείας αναθέσεις προγραμμάτων, έργων μελετών κ.λ.π. από δημόσιες υπηρεσίες, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις, εφόσον το χρηματικό αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ, οι κατά παρέκκλιση απευθείας αναθέσεις, από τον υπουργό Ανάπτυξης, με σύμβαση έργου μελέτες, έρευνες και αξιολογήσεις σε ειδικούς επιστήμονες, σε εμπειρογνώμονες, σε ειδικά γραφεία ή εταιρίες, η δημιουργία νέων επιχειρήσεων για τη διάχυση των αποτελεσμάτων της έρευνας, με τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπου η πρόσληψη του προσωπικού γίνεται κατά παρέκκλιση του ΑΣΕΠ, ακόμη και η παροχή δυνατότητας στα ερευνητικά κέντρα να παρέχουν υπηρεσίες συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
Βέβαια, οι όρκοι πίστης στη Λισσαβόνα, αφορούν μόνο το «πνεύμα» της έρευνας. Οσον αφορά στη χρηματοδότησή της, εκεί η κυβέρνηση είναι «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», παρόλο που η Λισσαβόνα προβλέπει αύξηση των δαπανών στο 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2010. Η ψωροκώσταινα κρατά καθηλωμένες τις δαπάνες στο εξευτελιστικό ποσοστό του 0,6%, ενώ ούτε και το 1,5% που είναι σήμερα ο μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ δε μπορεί να πιάσει. Εδώ, οι ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ φαίνεται να δείχνουν σχετική κατανόηση και να μην πιέζουν ασφυκτικά. Αλλωστε τι μπορεί να περιμένουν από μια χώρα σαν την Ελλάδα;
Στο νομοσχέδιο, λοιπόν, δεν υπάρχει καμιά σαφής στρατηγική για τη χρηματοδότηση, ούτε καμιά ρητή δέσμευση. Υπάρχει μόνο η γενική αναφορά για ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ισως, μάλιστα (όπως επισημάνθηκε από τον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στη σχετική συζήτηση στις αρμόδιες Επιτροπές της Βουλής, Παραγωγής και Εμπορίου και Μορφωτικών Υποθέσεων) μέσω της αλλαγής του θεσμικού πλαισίου (κατάργηση της γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας και δημιουργία νέου φορέα) να επιχειρείται μια αλχημεία λογιστικού τύπου, μια προσπάθεια να συνενωθούν λογιστικά, κάτω από μια κοινή ομπρέλα, αυτής της Διυπουργικής Επιτροπής για την Ερευνα και την Τεχνολογία, όλες οι δαπάνες της έρευνας σε διάφορους φορείς και υπουργεία, ώστε να πιαστεί πλασματικά ο στόχος του 1,5%, χωρίς να υπάρξει αύξηση των κονδυλίων για την έρευνα.
Στη συζήτηση του νομοσχεδίου φάνηκε η απόλυτη ταύτιση των δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ). Και τα δυο συναινούν στην άποψη ότι η έρευνα πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Μάλιστα οι πασόκοι θεωρούν ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα που είναι πολύ χαμηλή στη χρηματοδότηση της έρευνας, είναι ο λόγος που υστερούμε σε σχέση με τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και ότι η συμμετοχή του κράτους στις δαπάνες για την έρευνα εκπορεύεται απλά από την ανάγκη της αδυναμίας της αγοράς να δώσει το επιθυμητό μέγεθος της έρευνας σε κάποιους τομείς της οικονομίας. Τάσσονται υπέρ της στρατηγικής της Λισσαβόνας και θεωρούν πως τα πανεπιστήμια κακώς καταναλώνουν τα περισσότερα κρατικά κονδύλια για την έρευνα, ενώ θα έπρεπε να καλύπτονται από τις επιχειρήσεις. Κουβέντα, βεβαίως δε λένε για τη συμμετοχή των καπιταλιστών στα όργανα λήψης αποφάσεων για την έρευνα. Οι ενστάσεις τους αφορούν μόνο «τον περιστασιακό τρόπο που συγκροτούνται τα όργανα» που δεν εξασφαλίζουν «τη συνέχεια της δημόσιας διοίκησης στην πολιτική για την έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία».
Γιούλα Γκεσούλη








