Την προηγούμενη εβδομάδα το Συμβούλιο της Επικρατείας έβαλε τη σφραγίδα του για την κατεδάφιση του άρθρου 16 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ως ιδιωτικά πανεπιστήμια τα κολέγια που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Το ΣτΕ ενέκρινε το ΠΔ, με το οποίο ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η ευρωπαϊκή Οδηγία 2005/36/ΕΚ, που αναφέρεται στην αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Με Δελτίο Τύπου, που εξέδωσε το υπουργείο Παιδείας, προσπαθεί να μας παραπλανήσει τονίζοντας ότι «η οδηγία αφορά την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και σε καμία περίπτωση την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων». Εμείς, όμως, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι κατά τους ευρωπαίους «εταίρους» -και αυτό ειπώθηκε με κάθε επισημότητα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που καταδίκασε την Ελλάδα για τη χρονοτριβή στην ενσωμάτωση της Οδηγίας- «ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα». Δηλαδή ουδεμία αξία δεν έχει η ποιότητα της εκπαίδευσης που βρίσκεται πίσω από ένα δίπλωμα, παρά μόνο «τα αποτελέσματα των μαθησιακών δραστηριοτήτων», όπως χαρακτηριστικά λέγεται και στο σχέδιο για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων από τη «δική μας» πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, κοντολογίς η απόκτηση των βασικών δεξιοτήτων, που θα καθι- στούν εφικτό το μέγιστο βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την «ελεύθερη» διακίνησή τους στην Ευρωλάνδη. Επειτα είναι κοινώς παραδεκτό ότι η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων υποκρύπτει και την αναγνώριση των ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία στο κάτω-κάτω ενδιαφέρουν κυρίως εκείνους που σκοπεύουν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα. Παραπλανητικούς στόχους επίσης έχει και η υπογράμμιση ότι «τα κολέγια δεν μπορούν να παρέχουν κανενός είδους τίτλο εκπαίδευσης παρά μόνο βεβαιώσεις σπουδών». Γιατί τα «πτυχία» των κολεγίων αποδίδονται από τα ξένα πανεπιστήμια, με τα οποία αυτά έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης και ως εκ τούτου, όπως ορίζει σαφώς η ευρωπαϊκή Οδηγία, αλλά και το ΠΔ που την ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο, το κράτος υποδοχής (δηλαδή η Ελλάδα) οφείλει να τα αποδεχτεί και να περιοριστεί σε τυπικούς ελέγχους επαλήθευσης των στοιχείων με τις αρμόδιες αρχές του κράτους που εξέδωσε τους τίτλους (κράτος προέλευσης) και στην χειρότερη περίπτωση, που η Ελλάδα έχει «δικαιολογημένες αμφιβολίες», να επιβάλει στον αιτούντα την αναγνώριση των επαγγελματικών του προσόντων, δοκιμασία επάρκειας ή πρακτική άσκηση διάρκειας το πολύ τριών ετών.
Η «Κόντρα» σε προηγούμενο φύλλο της (αρ. φύλ. 586) είχε παρουσιάσει αναλυτικά το ΠΔ. Εδώ περιοριζόμαστε να θυμίσουμε τα κυριότερα σημεία του.
♦ Στο όνομα της ανάγκης για ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης, της «ελευθερίας εγκατάστασης» και της «ελεύθερης παροχής υπηρεσιών» τσουβαλιάζονται τα πτυχία, οι τίτλοι, οι βεβαιώσεις επάρκειας, τα πιστοποιητικά, κ.λπ., όλα τα επαγγέλματα που απορρέουν από πανεπιστημιακά πτυχία, πτυχία αντίστοιχα των ελληνικών ΤΕΙ, επαγγελματικές σχολές κάθε είδους, μέχρι και δραστηριότητες που προϋποθέτουν απλά επαγγελματική πείρα. Η φιλοσοφία είναι η ίδια με αυτή που εκφράζει η Διαδικασία της Μπολόνια, που αποτυπώνεται και στο σχέδιο για το Δίκτυο Διά Βίου Μάθησης, στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, αλλά και στην αποτίμηση των πανεπιστημιακών σπουδών σε πιστωτικές μονάδες.
♦ Πουθενά δε γίνεται μνεία στο περιεχόμενο των σπουδών των αιτούντων την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, πουθενά δε γίνεται λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα των σπουδών, ούτε για το ποιόν του εκπαιδευτικού προσωπικού. Δεν προβλέπεται κανένας απολύτως έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασης (εν προκειμένω την Ελλάδα) στα προγράμματα, στο περιεχόμενο σπουδών και στους καθηγητές. Διαλύονται, συνεπώς, οι μύθοι που καλλιεργήθηκαν από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για δήθεν «αυστηρούς ελέγχους» στην «ποιότητα σπουδών» των κολεγίων. Για την ευρωπαϊκή Οδηγία και το ΠΔ που την ενσωματώνει ατόφια, μετράει μόνο το γεγονός ότι το «πτυχίο» το αποδίδει το ξένο πανεπιστήμιο, με το οποίο συνεργάζεται το κολέγιο. Χαρακτηριστικό της σημασίας που αποδίδεται στο ποιόν των σπουδών είναι και το γεγονός ότι αποκαλούνται «διπλώματα» τα πτυχία που απορρέουν από «εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου διάρκειας τριών ετών σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου». Θυμίζουμε ότι κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρμόδια να κρίνει αν ένα ίδρυμα είναι του «αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» είναι «αποκλειστικώς η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα», πράγμα που φροντίζει να επαληθεύσει με τις διαδικασίες που θεσπίζει και το ΠΔ.
♦ Η αναγνώριση των τίτλων και των αντίστοιχων επαγγελματικών προσόντων γίνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του τίτλου (εν προκειμένω του ξένου πανεπιστήμιου), ενώ το κράτος υποδοχής ή εγκατάστασης (η Ελλάδα) αρκείται σε τυπικούς ελέγχους επαλήθευσης των στοιχείων.
♦ Δεν ενδιαφέρει διόλου ο τόπος ή το ίδρυμα στο οποίο έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του ένας πολίτης της ΕΕ, εφόσον οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής (ή προέλευσης) των τίτλων σπουδών. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξαν να βγουν στο εξωτερικό για σπουδές και σε αυ- τούς που φοίτησαν σε κολέγιο στην Ελλάδα που συνεργάζεται με ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, αφού το «πτυχίο» το απονέμει το ξένο πανεπιστήμιο, το οποίο εδράζεται σε χώρα της ΕΕ.
♦ Σε περίπτωση «δικαιολογημένων αμφιβολιών», οι αρμόδιες ελληνικές αρχές απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που εξέδωσαν τους τίτλους, «επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης». Πρόκειται, δηλαδή, για τυπικούς ελέγχους επαλήθευσης των εγγράφων που κατατέθηκαν. Μόνο στις περιπτώσεις επαγγελμάτων του Κεφαλαίου ΙΙΙ (γιατροί, μαίες, νοσηλευτές, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί, κτηνίατροι, αρχιτέκτονες) υπάρχουν κάποιες σφιχτότερες διαδικασίες αναγνώρισης, με την έννοια ότι προβλέπονται καθορισμένα έτη σπουδών, ανάλογα με αυτά που ισχύουν στην Ελλάδα. Εξαίρεση αποτελούν οι αρχιτέκτονες, για τους οποίους προβλέπονται 4, αντί για 5 που ισχύει στην Ελλάδα, έτη σπουδών, ώστε να ικανοποιηθούν οι σχολές του συρμού των ιμπεριαλιστικών κρατών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας.
♦ Σε περιπτώσεις «δικαιολογημένων αμφιβολιών» εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση «που έχει αποκτηθεί εν μέρει η εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο». Το παραπάνω απόσπασμα φωτογραφίζει τα κολέγια, που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια.
♦ Το ΣΑΕΠ (η αρμόδια ελληνική Αρχή) μπορεί να απαιτήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής επί 3 έτη κατ’ ανώτατο όριο ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας στις περιπτώσεις που α) η διάρκεια της εκπαίδευσης είναι μικρότερη κατά ένα τουλάχιστον έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα β) η εκπαίδευση, που έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
♦ Αρμόδια ελληνική Αρχή ορίζεται το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ). Καταργείται το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙΤΤΕ) και το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
♦ Από 1/1/2013 αρμόδιες αρχές να διενεργούν τους «ελέγχους» και την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων είναι οι οικείες Επαγγελματικές Οργανώσεις (ΤΕΕ, Οικονομικό Επιμελητήριο, Ιατρικός Σύλλογος, Δικηγορικός Σύλλογος, κ.λπ.).
♦ Θεσπίζονται διαδικασίες εξπρές στην αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (τρεις μήνες το πολύ). Μόλις εκδοθεί η αναγνωριστική απόφαση από το ΣΑΕΠ, η αρμόδια Επαγγελματική Οργάνωση υποχρεούται να εγγράψει στα μητρώα της τον ενδιαφερόμενο και να εκδώσει την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος.
♦ Οι απόφοιτοι των κολεγίων θα μπορούν να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ για διορισμό στο δημόσιο. Το ΠΔ αναφέρει ότι «εφόσον αναγνωρίσει τα επαγγελματικά προσόντα, ο δικαιούχος έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκεί στην Ελλάδα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Ελληνες υπηκόους», ενώ παλαιότερο ΠΔ του 2005 (ΠΔ 44) προβλέπει ότι στις εξετάσεις γίνονται δεκτοί οι κάτοχοι πτυχίων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, εφόσον έχουν τύχει αναγνώρισης από το αρμόδιο Συμβούλιο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, το ΣτΕ έκρινε ότι το ΠΔ πρέπει να έχει τριετή αναδρομική ισχύ, από το 2007 δηλαδή που η Ελλάδα όφειλε να ενσωματώσει τη σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία. Επίσης, όσον αφορά τη γνώση της ελληνικής γλώσσας, το ΣτΕ έκρινε παράνομη τη διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στον υπουργό Παιδείας να καθορίσει το επίπεδο, κρίνοντας ως πλέον αρμόδιους να σταθμίσουν την επάρκεια γνώσεων των ενδιαφερομένων να εργαστούν στη χώρα μας τους Συλλόγους και τα Επιμελητήρια.
Ο δρόμος, λοιπόν, για την αναγνώριση των κολεγίων ως ιδιωτικών πανεπιστημίων μπήκε στο αυλάκι και διασταυρώνεται με το δρόμο του καθορισμού του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, που θα συμβαδίζει με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Γιούλα Γκεσούλη