Η αποκέντρωση, η αυτονομία της σχολικής μονάδας και η αυτοαξιολόγησή της είναι τα τρία βασικά δομικά στοιχεία της πρότασης του υπουργείου Παιδείας για το «Νέο Δίκτυο Δομών Υποστήριξης του Εκπαιδευτικού Εργου».
Ωστόσο τα δύο πρώτα – αποκέντρωση, αυτονομία -αποτελούν ουσιαστικά συστατικά στοιχεία μιας διαδικασίας, που τελικό στόχο έχει την αυτοαξιολόγηση και εμμέσως, πλην σαφώς, την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, με επιπτώσεις και στον εκπαιδευτικό, του οποίου η αξιολόγηση, μολονότι τώρα απορρίπτεται κατηγορηματικά, διαφαίνεται στην κορύφωση της διαδικασίας και αποτελεί σταθερή απαίτηση του ΟΟΣΑ και μνημονιακή δέσμευση (Μνημόνιο-3).
Αποκέντρωση – Αυτονομία
Αποκέντρωση και αυτονομία είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και δεν αναιρούν τον καθοριστικό ρόλο του κεντρικού σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής από την αστική κυβέρνηση. Το σχολείο αποτελεί βασικότατο μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή, γι΄αυτό και το περιεχόμενό του δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Γι αυτό και η πρόταση του υπουργείου Παιδείας ξεκαθαρίζει ότι οι «εκπαιδευτικές πολιτικές εκπορεύονται από το ΥΠΠΕΘ» και η αποκέντρωση συνίσταται στην «προσαρμογή» από την «εκπαιδευτική περιφέρεια» των εκπαιδευτικών πολιτικών «στις ιδιαιτερότητες των σχολικών μονάδων» («κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια προσαρμόζει τις εκπαιδευτικές πολιτικές που εκπορεύονται από το ΥΠΠΕΘ στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των σχολικών της μονάδων»).
Με την προώθηση «συμμετοχικών μοντέλων» δίνεται η παραπλανητική αίσθηση της συμμετοχής στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής και καλλιεργείται στην εκπαιδευτική κοινότητα (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς) το αίσθημα της συνευθύνης στην άσκηση μιας πολιτικής που είναι αντιδραστική και ξένη προς τα πραγματικά συμφέροντα του δημόσιου σχολείου, της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της.
Στην ουσία, η συμμετοχή περιορίζεται στο ότι «οι σχολικές μονάδες μπορούν να καθορίζουν τα σημεία έμφασης και να τα εντάσσουν στο σχεδιασμό τους», ενώ οι επιλογές τους αυτές αποτελούν κριτήριο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας («προγραμματισμός και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου»).
«Τοπική κοινωνία» (δηλαδή γονείς, δημαρχαίοι, σύλλογοι, τοπικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, η «ευρύτερη κοινωνία» κατά πως αναφέρει η πρόταση του υπουργείου Παιδείας, κ.λπ.) μπορούν να έχουν λόγο σε αυτές τις «επιλογές», «πλαισιώνοντας με τις προτάσεις και τις δράσεις τους το Σχολικό Συμβούλιο της σχολικής μονάδας». Η παρέμβαση των δημοτικών αρχόντων και επιχειρηματικών παραγόντων στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι ξέρουμε ότι γίνεται πάντα με κάποια ανταλλάγματα είτε μικροκομματικά, είτε διαφήμισης είτε και (καλυμμένης) κερδοφορίας και αποτελεί πλευρά της ιδιωτικοποίησης της λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η «διαφοροποίηση», λοιπόν, του «αποκεντρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος» «με την έννοια της ανταπόκρισης στην ετερογένεια των αναγκών και των ενδιαφερόντων όλων των μαθητών», χωρίς να αμφισβητείται ο βασικός κορμός που θα καθορίζεται από το υπουργείο Παιδείας, συνεπάγεται την υλοποίηση προγραμμάτων (περιβαλλοντικής αγωγής, αγωγής υγείας, κ.λπ.) ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική σύνθεση της περιοχής στην οποία βρίσκεται το σχολείο. Κοντολογίς, η ταξική σύνθεση της περιοχής θα καθορίζει και τα «καινοτόμα προγράμματα» που θα υλοποιεί η σχολική μονάδα. Αλλα χρειάζονται τα παιδιά μιας εργατικής συνοικίας και άλλα τα πλουσιόπαιδα των βορείων προαστίων!
Η υλοποίηση προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, αγωγής υγείας, πολιτισμού, κ.λπ. γίνεται και σήμερα με πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών των σχολείων. Η διαφορά τώρα, είναι ότι αυτά αποτελούν υποχρεωτική συνιστώσα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αποτελούν κριτήριο αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου που παράγεται σε μια σχολική μονάδα. Θεσμοθετείται δε, η διαρκής παρέμβαση της «ευρύτερης κοινωνίας» στη διαμόρφωση των προγραμμάτων και μέσω αυτής της παρέμβασης η «ευρύτερη κοινωνία» έχει λόγο στην αξιολόγηση του σχολείου.
Σύμφωνα με την πρόταση του υπουργείου, δομές αποκέντρωσης, που ενισχύουν, υποτίθεται, την περίφημη αυτονομία της σχολικής μονάδας είναι το Σχολικό Συμβούλιο, οι ομάδες όμορων σχολείων, τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.), ενώ επαναδιατυπώνονται και οι αρμοδιότητες του Συλλόγου Διδασκόντων και του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.
♦ Το Σχολικό Συμβούλιο λειτουργεί σε κάθε σχολική μονάδα και σ’ αυτό προεδρεύει ο Διευθυντής του σχολείου. Αποτελείται από τον Σύλλογο Διδασκόντων, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, τον εκπρόσωπο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη Σχολική Επιτροπή και τρεις (3) εκπροσώπους των μαθητικών κοινοτήτων για τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. «Εντοπίζει τα προβλήματα και τις ιδιαίτερες ανάγκες που αντιμετωπίζει το σχολείο και προτείνει λύσεις και αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την επίλυση θεμάτων… συμμετέχει στις διαδικασίες προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας, εκφράζοντας προτάσεις…».
♦ Οι ομάδες όμορων σχολείων ορίζονται από τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης. Κάθε σχολική μονάδα εκπροσωπείται στην Ομάδα Σχολείων από τον Διευθυντή και τον Υποδιευθυντή ή όπου δεν προβλέπεται από έναν εκπαιδευτικό. Οι εκπρόσωποι των σχολικών ομάδων της συνεργαζόμενης Ομάδας Σχολείων πραγματοποιούν κοινές συσκέψεις τουλάχιστον τρεις (3) φορές στη διάρκεια του σχολικού έτους, κατά τις οποίες ανταλλάσσονται ιδέες, προτάσεις, προβληματισμοί γύρω από την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και δράσεων για την επίλυση παιδαγωγικών ζητημάτων.
♦ Τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.), λειτουργούν σε κάθε Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης (ΠΔΕ) με έργο τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση των εκπαιδευτικών, την οργάνωση της επιμόρφωσης και την υποστήριξη του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων της περιοχής ευθύνης τους.
Το ΠΕΚΕΣ στελεχώνεται από Περιφερειακούς Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου και Επιμόρφωσης, ανά κλάδο και ειδικότητα, με αυξημένα ακαδημαϊκά και διοικητικά προσόντα, οι οποίοι επιλέγονται από το Συμβούλιο Επιλογής. Με απόφαση του ιδίου Συμβουλίου Επιλογής ένας εκ των Περιφερειακών Συντονιστών ορίζεται Οργανωτικός Συντονιστής. Οι Οργανωτικοί Συντονιστές των ΠΕΚΕΣ έχουν άμεση επικοινωνία με το ΙΕΠ και το ΥΠΠΕΘ κατά περίπτωση.
Τα ΠΕΚΕΣ ενσωματώνουν τις αρμοδιότητες των υφισταμένων Περιφερειακών Κέντρων Επιμόρφωσης (ΠΕΚ), των Προϊσταμένων Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης και των Σχολικών Συμβούλων (οι εμφάσεις δικές μας).
Στην πρόταση του υπουργείου Παιδείας γίνεται λόγος μόνο για την παιδαγωγική αυτονομία της σχολικής μονάδας. Η διοικητική αυτονομία (διευθυντής-μάνατζερ) και η οικονομική (αναζήτηση πόρων από άλλες πηγές), μολονότι αναφέρονται στο πόρισμα της επιτροπής Γαβρόγλου παραλείπονται προς το παρόν για ευνόητους λόγους.
Η παιδαγωγική αυτονομία, σύμφωνα με την πρόταση, επιτυγχάνεται «με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Συλλόγου Διδασκόντων και του Διευθυντή του Σχολείου». Το κείμενο ξεκαθαρίζει ότι αυτή δεν εκλαμβάνεται ως «αυτονομία διαχείρισης, αλλά ως διαδικασία για τη διαμόρφωση συναντίληψης που οδηγεί σε υπεύθυνες αποφάσεις και συλλογική δράση». Η «συναντίληψη» έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του προγραμματισμού και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου (αξιολόγηση), με τη συμμετοχή γονέων και «τοπικής κοινωνίας».
Οπως αναφέραμε παραπάνω η παιδαγωγική αυτονομία βρίσκεται στη βάση μιας ιεραρχικής πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το υπουργείο Παιδείας. Αυτό καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική, σύμφωνα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της κεφαλαιοκρατίας. Στη συνέχεια κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια «προσαρμόζει» αυτήν την πολιτική «στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των σχολικών της μονάδων» και οι σχολικές μονάδες «μπορούν να καθορίζουν τα σημεία έμφασης και να τα εντάσσουν στο σχεδιασμό τους».
Η επιστημονική – παιδαγωγική καθοδήγηση των σχολικών μονάδων επιτυγχάνεται με τον συντονισμό «των δομών υποστήριξης».
Σύλλογος Διδασκόντων – Διευθυντής/ντρια σχολικής μονάδας
Μετά το στραπάτσο της αξιολόγησης στο δημόσιο (εγκύκλιοι Γεροβασίλη), η συγκυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας επέλεξαν προσεκτικότερα βήματα, δεδομένης και της ισχυρής αντίθεσης των εκπαιδευτικών, που εκδηλώθηκε μαζικά και σε προηγούμενες απόπειρες εφαρμογής της αξιολόγησης. Γι΄αυτό και προωθείται σ’ αυτήν τη φάση η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού της έργου.
«Αρωμα δημοκρατίας» στους αντιδραστικούς σχεδιασμούς προσδίδει η διατύπωση ότι ο Σύλλογος Διδασκόντων, που αποτελείται από το σύνολο των εκπαιδευτικών που διδάσκουν σε μια σχολική μονάδα, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, «συνιστά το κυρίαρχο όργανο διοίκησης σε αυτή» και «έχει αποφασιστικές, γνωμοδοτικές, παιδαγωγικές και διαχειριστικές αρμοδιότητες». Αμέσως μετά, όμως, το υπουργείο φροντίζει να ορίσει τις «αποφασιστικές» αυτές αρμοδιότητες, διευκρινίζοντας ότι ο Σύλλογος Διδασκόντων «λειτουργεί στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής νομοθεσίας και των κείμενων διατάξεων», «έχει την ευθύνη να υλοποιεί τους σκοπούς και τους στόχους της εκπαίδευσης… σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (στελέχη εκπαίδευσης, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα), «έχει την ευθύνη του σχεδιασμού του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας» και «στοχεύει στη σύνδεση της σχολικής μονάδας με την τοπική κοινωνία, αναπτύσσει δεσμούς συνεργασίας με τοπικούς οργανισμούς και επιδιώκει διασύνδεση με πανεπιστημιακά ιδρύματα και υποστηρικτικές δομές της οικείας διοικητικής περιφέρειας, αλλά και της ευρύτερης κοινότητας, με σκοπό να αποτελέσουν υποστηρικτικό βραχίονα του σχολείου».
Ο έλεγχος και η υποταγή στην ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική εξασφαλίζεται και με τον Εσωτερικό Κανονισμό, που υποχρεούται να καταρτίσει ο Σύλλογος Διδασκόντων.
Το «άρωμα δημοκρατίας» ενισχύεται και με όσα αναφέρονται για τον Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας.
Κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας έκριναν ότι σ’ αυτήν την πρώτη φάση σημασία έχει να αποκτήσουν οι εκπαιδευτικοί «κουλτούρα αξιολόγησης». Τα υπόλοιπα (π.χ. διευθυντής-μάνατζερ) θα έρθουν αργότερα, όταν κριθεί ότι τα πράγματα είναι «ώριμα» (εάν φυσικά προλάβουν και δεν αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου η ΝΔ ας πούμε, που είναι φόρα παρτίδα υπέρ της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των αυξημένων αρμοδιοτήτων της ιεραρχικής διοικητικής πυραμίδας).
Ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας ασκεί τα καθήκοντά του «συνεργαζόμενος με τον Σύλλογο Διδασκόντων, τα κέντρα υποστήριξης ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ & ΚΕΑ, τα στελέχη της Διοίκησης, τον Σύλλογο Γονέων…» και «σε συνεργασία με τον Σύλλογο Διδασκόντων έχει την ευθύνη του συντονισμού της διαδικασίας διαμόρφωσης και υλοποίησης του εκπαιδευτικού σχεδιασμού του σχολείου και της διαδικασίας προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, υποστηρίζει την οργάνωση και λειτουργία της σχολικής μονάδας, συμβάλλει στη σχολική αποτελεσματικότητα και ενισχύει την εφαρμογή καινοτομιών» (οι εμφάσεις δικές μας).
Αξιολόγηση σχολικής μονάδας
Ο στρουθοκαμηλισμός του υπουργείου Παιδείας δεν έχει όρια. Αποφεύγει να πει, διά τον φόβον των Ιουδαίων, ακόμη και τη λέξη αξιολόγηση. Την κρύβει πίσω από τον παραπλανητικό τίτλο «Προγραμματισμός και Αποτίμηση Εκπαιδευτικού Εργου».
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αξιολόγησης του Αρβανιτόπουλου: Προγραμματισμό στην αρχή της σχολικής χρονιάς με αποσαφήνιση και διατύπωση «στόχων» και «επιλογή στοχευμένων δράσεων», με τη δυνητική συμμετοχή στελεχών του ΠΕΚΕΣ, του ΚΕΣΥ ή του ΚΕΑ, μέλη ΔΕΠ ή εκπροσώπους επιστημονικών, κοινωνικών ή πολιτιστικών φορέων, κατάρτιση «σχεδίων δράσης», εμπλουτισμό του αρχικού προγραμματισμού και των σχεδίων δράσης κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, κριτική αποτίμηση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου στο τέλος της χρονιάς.
Για να μην υπάρξουν «παρασπονδίες» το υπουργείο θα εκδώσει Υπουργική Απόφαση με «σχέδιο προγραμματισμού», στο οποίο θα αναφέρονται «οι πιθανοί-ενδεικτικοί θεματικοί άξονες» και το οποίο θα συνοδεύεται και «με οδηγίες συμπλήρωσης και ενημερωτικές συναντήσεις των Διευθυντών των σχολείων από τα στελέχη του ΠΕΚΕΣ».
Οι αρχικές φήμες ότι ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου θα ήταν αποκλειστική εσωτερική υπόθεση της σχολικής μονάδας, έγιναν καπνός με τη δημοσιοποίηση της πρότασης από το υπουργείο Παιδείας. Σε αυτήν αναφέρεται ότι «Η σχολική μονάδα κοινοποιεί τον προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου στο οικείο ΠΕΚΕΣ». Τα άλλα κομμάτια του παζλ της αξιολόγησης δεν αναφέρονται, όμως είναι ενδεικτικό, για το τι θα ακολουθήσει περαιτέρω, ότι ο προγραμματισμός-αποτίμηση κοινοποιούνται στο ΠΕΚΕΣ, του οποίου οι Περιφερειακοί Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου και Επιμόρφωσης επιλέγονται από το Συμβούλιο Επιλογής και οι Οργανωτικοί Συντονιστές έχουν άμεση επικοινωνία με το ΙΕΠ και το ΥΠΠΕΘ.
Δομές Υποστήριξης Εκπαιδευτικού Εργου
♦ Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός, η επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση των εκπαιδευτικών, η οργάνωση της επιμόρφωσης και η υποστήριξη της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων πραγματοποιείται από τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ).
♦ Σε κάθε Διεύθυνση Εκπαίδευσης λειτουργεί, κοινό και για τις δύο βαθμίδες εκπαίδευσης, Κέντρο Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.), το οποίο παρέχει υποστήριξη στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο «τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
Τα ΚΕΣΥ ενσωματώνουν τις αρμοδιότητες των υφιστάμενων δομών ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΚΕΣΥΠ, ΚΕΠΛΗΝΕΤ και εδρεύουν στις έδρες των υφιστάμενων ΚΕΔΔΥ.
♦ Τα Κέντρα Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΕΑ) είναι η μετεξέλιξη των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ) και σε αυτά ενσωματώνονται οι αρμοδιότητες των Υπεύθυνων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Αγωγής Υγείας, Πολιτιστικών Θεμάτων και Σχολικών Δραστηριοτήτων.
Επιλογή και αξιολόγηση στελεχών εκπαίδευσης
Η διαφύλαξη ως κόρη οφθαλμού του ρόλου του αστικού σχολείου απαιτεί την επιλογή στελεχών διοίκησης πιστών στην εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική και γενικά στις «αξίες» του αστικού συστήματος εξουσίας.
Οι συριζαίοι, όμως, σκόπιμα αποκρύπτουν αυτές τις «αρετές» των στελεχών εκπαίδευσης και αναλώνονται σε μια απέραντη μπουρδολογία, αναφέροντας ότι «οι πηγές μοριοδότησης κατά τη διαδικασία επιλογής πρέπει να είναι ικανές να καταγράφουν αφενός την ακαδημαϊκή και επαγγελματική πορεία… και αφετέρου την ικανότητα των υποψήφιων στελεχών ως προς το να συνδέουν σπουδές και εμπειρία για την κατανόηση της πολυπλοκότητας των εκπαιδευτικών φαινομένων…».
Λένε επίσης ότι «Η αξιολόγηση των στελεχών, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, πρέπει να είναι αμφίδρομη λαμβάνοντας υπόψη την κρίση των υφισταμένων και των προϊσταμένων», τη στιγμή που είναι γνωστό το στραπάτσο που υπέστησαν από το ΣτΕ που έβγαλε άκυρη την προηγούμενη διαδικασία, στην οποία έπαιρναν μέρος με μυστική ψηφοφορία και οι εκπαιδευτικοί στην επιλογή των διευθυντών.
Καθιερώνεται επίσης ανώτατο όριο δύο συνεχών θητειών στην ίδια θέση στελέχους.
Η πρόταση του υπουργείου Παιδείας για να καθησυχάσει τους εκπαιδευτικούς, ώστε να καταπιούν το κινίνο αμάσητο, αναφέρει ότι (με χαρακτηριστικά bold γράμματα): «Οι εκπαιδευτικοί της τάξης δεν αξιολογούνται». Αναφέρει επίσης ότι η υλοποίηση της πρότασης προϋποθέτει την «ακύρωση του θεσμικού πλαισίου της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων (ΠΔ 152) που οδηγεί στην κατηγοριοποίησή τους».
Τη σκοπιμότητα αυτής της επιλογής την αναφέρουμε παραπάνω και δεν την επαναλαμβάνουμε.
Γιούλα Γκεσούλη