Η ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να καταστεί «διεθνώς ανταγωνιστική και ελκυστική». Στόχος διακαής και διαχρονικός (τουλάχιστον των τελευταίων δέκα ετών που ξεκίνησε η Διαδικασία της Μπολόνια) του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, στο πλαίσιο του σκληρού ανταγωνισμού του με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια πρέπει να μπουν σ’ έναν αγώνα δρόμου, να «αναμορφώσουν τα πτυχία και τα προγράμματα σπουδών τους», ώστε να απορροφήσουν μεγάλο μέρος των φοιτητών-πελατών, που επιλέγουν τις σπουδές σε χώρες του εξωτερικού και να συνδεθούν στενά με τις επιχειρήσεις, που πρέπει να έχουν βαρύνοντα λόγο στο περιεχόμενο και τη δομή των σπουδών.
Τον στόχο αυτό επαναδιατύπωσαν οι υπουργοί Παιδείας των χωρών που παίρνουν μέρος στη Διαδικασία της Μπολόνια, στην Επετειακή Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε στη Βουδαπέστη και Βιέννη στις 11 και 12 Μαρτίου, με τη συμμετοχή και της Αννας Διαμαντοπούλου. Στη Σύνοδο διαπιστώθηκε ότι τα 47 κράτη που συμμετέχουν στη Διαδικασία της Μπολόνια (κράτη απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και η Κίνα και το Βιετνάμ, που δελεάστηκαν από τα «θετικά στοιχεία» της Διαδικασίας, που είναι η πλήρης υποταγή των πανεπιστημίων στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και της αγοράς), έχουν «επιδείξει σημαντική πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων», ώστε να οικοδομηθεί ο «Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης», πλην, όμως, πρέπει «να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες για την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων». Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, που έχουν τεθεί ως στόχοι της επόμενης δεκαετίας (ως το 2020), περιλαμβάνονται στην ατζέντα της Συνόδου της Λουβέν, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2009 και η οποία απαιτούσε την «έμφαση στον εκσυγχρονισμό των εθνικών πολιτικών» και στην «υλοποίηση της απτής εφαρμογής» των αντιλαϊκών επιταγών της Μπολόνια. Αξιολογώντας, δηλαδή, την εφαρμογή των κατευθύνσεων της Μπολόνια, τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη της ΕΕ, απαιτούν την άμεση και χωρίς περικοκλάδες εφαρμογή τους από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα κράτη μέλη αυτής της Διαδικασίας. Απαι- τούν, δηλαδή, α) την αναμόρφωση των πανεπιστημιακών σπουδών σε τρεις κύκλους (μέχρι σήμερα μόνο στο 61% των χωρών έχουν επιβληθεί οι τρεις κύκλοι σπουδών), χρονικής διάρκειας 3-2-3 ετών, που θα οδηγούν σε αντίστοιχους τίτλους (μπάτσελορ, μάστερ, διδακτορικό) β) την αποτίμηση των σπουδών και των «περιόδων σπουδών» σε πιστωτικές μονάδες, που θα συλλέγονται και από συστήματα εκτός τυπικής εκπαίδευσης (εξ ου και το Εθνικό Δίκτυο Δια Βίου Μάθησης και το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, που ετοιμάζει το «δικό μας» υπουργείο Παιδείας, αλλά και το ΠΔ για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας, που θα κάνει τα κολέγια ιδιωτικά πανεπιστήμια) γ) την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με κριτήρια τον βαθμό κατάκτησης της επιχειρηματικής τους λειτουργίας και της προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Τα δυο πρώτα σημεία, είναι βέβαιο, ότι θα οδηγήσουν στην υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών, στη μετατροπή τους ουσιαστικά σε μεταλυκειακές σπουδές κατάρτισης τριετούς διάρκειας, για τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών, στη διάσπαση της εσωτερικής ενότητας των επιστημών και στη μετατροπή των σπουδών σε τυχαία αθροίσματα ψηγμάτων γνώσης και δεξιοτήτων, που θα απαρτίζουν τα «προσόντα» για την απόκτηση εργασίας. Η δε αξιολόγηση, που θα βαδίζει χέρι-χέρι με την ανταποδοτική χρηματοδότηση από το κράτος (απτή εφαρμογή έχει βρει στο νόμο Στυλιανίδη για τα μεταπτυχιακά), θα εξωθεί βίαια τα Ιδρύματα στην αγκαλιά των επιχειρήσεων και στη λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο πιέζει για την άμεση εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων, γιατί θεωρεί ότι αυτές οι αλλαγές θα «διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης» και στην «έξοδο από την κρίση». Θεωρεί, δηλαδή, ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα μπορούν να παράξουν άμεσα και αποτελεσματικά το κατάλληλο εργασιακό δυναμικό, που θα κοστίζει ακόμα πιο φθηνά στο κεφάλαιο, θα είναι καταρτισμένο μόνο με τις απαραίτητες δεξιότητες και συνεπώς δεν θα είναι απαιτητικό ως προς τα εργασιακά δικαιώματα, θα αποδέχεται αδιαμαρτύρητα να εναλλάσσει συνεχώς διάφορες μορφές απασχόλησης και δε θα ζητά πολλά-πολλά όταν θα πετάγεται στις στρατιές των ανέργων.
Από το 2006 ήδη, η ατζέντα της ευρωπαϊκής επιτροπής για τον «εκσυγχρονισμό» των πανεπιστημίων απαιτούσε:
♦ Να μην προσφέρουν τα πανεπιστήμια τα ίδια μαθήματα στις ίδιες ομάδες ακαδημαϊκά άριστα ειδικευμένων νεαρών φοιτητών, αλλά να είναι ανοικτά σε άλλα είδη μάθησης και εκπαιδευομένων. Να μετατραπούν, δηλαδή, σε «μαγαζιά» και κερδοφόρες επιχειρήσεις, που θα προσφέρουν με το αζημίωτο (δίδακτρα) μια σειρά από «υπηρεσίες», ανάλογες και αντίστοιχες των αναγκών της αγοράς εργασίας, σε μεγάλο αριθμό «πελατών», με διαφορετικές «ανάγκες» (π.χ. τα Ινστιτούτα Διά Βίου Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο των πανεπιστημίων, τα λογιών-λογιών σεμινάρια κ.λπ.).
♦ Τη διευκόλυνση από τους διοικητικούς μηχανισμούς (π.χ. τον ΔΟΑΤΑΠ) της κινητικότητας.
♦ Το άνοιγμα στον κόσμο των επιχειρήσεων και στην ανταλλαγή αμοιβαία γόνιμων στοιχείων με αυτές. Τα πανεπιστήμια να ανταποκρίνονται καλύτερα και γρηγορότερα στις απαιτήσεις της αγοράς και να αναπτύσσουν εταιρικές σχέσεις με σκοπό την εκμετάλλευση των επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων. Να αναγνωρίσουν ότι οι σχέσεις με την επιχειρηματική κοινότητα έχουν στρατηγική σημασία, ενώ οι επιχειρήσεις να έχουν λόγο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών.
♦ Το μεγαλύτερο ποσοστό των κονδυλίων που χρειάζεται για να συμπληρωθεί το έλλειμμα χρηματοδότησης, να προέρχεται από ιδιωτικές πηγές.
♦ Η έρευνα να μην αποτελεί συστατικό στοιχείο όλων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και να δημιουργηθεί ένα σπονδυλωτό σύστημα που θα περιλαμβάνει ιδρύματα-κέντρα αριστείας (για την ελίτ) και τεχνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, που θα παρέχουν σύντομη τεχνική εκπαίδευση (για την πλέμπα).
♦ Να αναθεωρηθούν άμεσα οι διαδικασίες ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Στην κατεύθυνση αυτή εξαίρεται η ευρωπαϊκή Οδηγία για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων 2005/35.
♦ Η «αυτονομία» των πανεπιστημίων να συνδεθεί με τη «λογοδοσία», δηλαδή την αξιολόγηση. Η χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων να είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης και τα πανεπιστήμια να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την μακροπρόθεσμη οικονομική τους βιωσιμότητα.
♦ Να υπάρξουν «νέα συστήματα εσωτερικής διακυβέρνησης» των πανεπιστημίων, δηλαδή διοικήσεις-μάνατζερ.
♦ Τα πανεπιστημιακά προγράμματα να είναι δομημένα με τρόπο που να ενισχύεται άμεσα η δυνατότητα απασχόλησης των πτυχιούχων, να υποτάσσονται δηλαδή πλήρως στις εφήμερες ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς.
Σήμερα, υπό το άγος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ξεσάλωσε και απαιτεί την άλωση των πανεπιστημίων εδώ και τώρα και την απαρέγκλιτη εφαρμογή των κατευθύνσεων της Μπολόνια. Γι’ αυτό και η επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Βουδαπέστης-Βιέννης, θα είναι δεκαετία εφαρμογής των στόχων της Διακήρυξης της Λουβέν. Σύμφωνα με αυτούς πρέπει:
♦ Τα κράτη μέλη να μην παρεμποδίζουν με το νομικό και οικονομικό τους πλαίσιο τις προσπάθειες των πανεπιστημίων για συνεργασία με τις επιχειρήσεις.
♦ Στους μηχανισμούς «διασφάλισης της ποιότητας» να συμμετέχουν και εκπρόσωποι των επιχειρήσεων.
♦ Να υπάρχει τακτική ροή φοιτητών και πανεπιστημιακού προσωπικού από τα πανεπιστήμια στις επιχειρήσεις και συνεχής παρουσία επιχειρηματιών στις πανεπιστημιουπόλεις και να επεκτα- θούν οι υπάρχουσες μορφές συνεργασίας με τις επιχειρήσεις, όπως π.χ. διασκέψεις, πρακτική άσκηση, κ.λπ.
♦ Να αναπτυχθεί το επιχειρηματικό πνεύμα, με βαθιές αλλαγές στη διακυβέρνηση και την ηγεσία των πανεπιστημίων. Επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων να συμπεριληφθούν στο διδακτικό προσωπικό, οι καθηγητές να έχουν επαφή με τον επιχειρηματικό κόσμο και η συνεργασία με τις επιχειρήσεις να αναγνωρίζεται ως μέτρο για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους και το ύψος των αποδοχών.
♦ Να υπάρχει μεγαλύτερη συμμετοχή των επιχειρήσεων στα διοικητικά συμβούλια των πανεπιστημίων, στα ερευνητικά προγράμματα δράσης, στις επιτροπές επιλογής, στο σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών, στη διδασκαλία, στα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας (η περίφημη «αυτονομία» των πανεπιστημίων αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα θα έχει).
Η Υπουργική Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στον όχι και τόσο μακρινό απόηχο μαζικών και μαχητικών φοιτητικών αντιδράσεων στις προσπάθειες άλωσης των πανεπιστημίων από την καπιταλιστική αγορά. Ακόμα και σε «αποστειρωμένες» χώρες, όπως η Αυστρία, είχαμε πρόσφατα πρωτοφανείς φοιτητικές κινητοποιήσεις με καταλήψεις, διαδηλώσεις, όταν η κυβέρνηση επεχείρησε να βάλει επί τάπητος τις κατευθύνσεις της Μπολόνια. Γι’ αυτό και χτύπησαν καμπανάκια στους υπουργούς Παιδείας, που διείδαν την ανάγκη ρετουσαρίσματος της Διαδικασίας της Μπολόνια, με ψευτο-αυτοκριτικές, προκειμένου να διασώσουν την ουσία της και να κάνουν το επόμενο βήμα (που, όπως προαναφέραμε, αποφάσισαν να είναι σιδερένιο και γοργό). Εμφανίζουν, λοιπόν, τη Μπολόνια λίγο-πολύ ως παρεξηγημένη διαδικασία, που κάποιοι από τους στόχους της δεν έχουν εξηγηθεί σωστά από κάποια κράτη μέλη, γι’ αυτό και απαιτούνται «προσαρμογές». Υποκριτικά δε στο ανακοινωθέν τους αναφέρουν ότι οι φοιτητικές κινητοποιήσεις «μας υπενθυμίζουν ότι κάποιοι από τους σκο- πούς και τις μεταρρυθμίσεις της διαδικασίας δεν έχουν εφαρμοστεί ούτε έχουν εξηγηθεί σωστά. Αναγνωρίζουμε και θ’ ακούσουμε τις κριτικές φωνές που υψώνουν διδάσκοντες και φοιτητές». Ως και αυτή η εξωνημένη Ενωση Ευρωπαίων Φοιτητών (άλλη μια σφραγίδα, κολαούζος των κυβερνήσεων) αναγκάστηκε να θέσει θέμα στήριξης της Διαδικασίας της Μπολόνια, ενώ μέχρι πρότινος ήταν αναφανδόν υπέρ της.
Στην Ελλάδα, η Διαδικασία της Μπολόνια έχει εφαρμοστεί με καθυστερήσεις, λόγω του μεγαλειώδους φοιτητικού κινήματος κατά του νόμου-πλαίσιο της Γιαννάκου και για την υπεράσπιση του άρθρου 16, αλλά και της αντίδρασης της πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών. Μπορεί το κίνημα να ανέτρεψε, προς το παρόν, την υλοποίηση μέτρων, που είχαν άμεσο και ορατό αντιδραστικό χαρακτήρα στην κατεύθυνση υλοποίησης της Μπολόνια, στέκεται, όμως, αδρανές στην προώθηση άλλων εξίσου σημαντικών παραμέτρων της Μπολόνια, που παίρνουν σάρκα και οστά με το Εθνικό Δίκτυο Διά Βίου Μάθησης, το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων και το ΠΔ για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/36. Γι’ αυτό απαιτείται πλατιά ενημέρωση για το περιεχόμενο αυτών των αντιδραστικών εξελίξεων και γενικός ξεσηκωμός.
Γιούλα Γκεσούλη